Οι κινητοποιήσεις των Ελλήνων και όχι μόνο αγροτών, θα πρέπει να λειτουργούν σαν εργαλείο αφύπνισης, όλων μας. Αφύπνισης, διότι, σαν να έχουμε ξεχάσει ως κοινωνία τον πρωταρχικό ρόλο του αγροδιατροφικού τομέα. Αν απομακρυνθούμε από τον κοινωνικό αυτοματισμό («δεν με αφορά άμεσα, άρα είμαι αδιάφορος και εναντίον») και τις αβίαστες διαπιστώσεις («έφαγαν τις επιδοτήσεις», «να γίνουν ανταγωνιστικοί» κλπ) θα μπορέσουμε να δούμε ότι οι αγρότες – πίσω από τα τρέχοντα και δίκαια αιτήματά τους – κρούουν των κώδωνα του κινδύνου. Του κινδύνου της αποκοπής της παραγωγής αγροτικών προϊόντων από τον αγρότη παραγωγό και κατά προέκταση τον επαναπροσδιορισμό της δικής μας τροφής και την μετατροπή της από προϊόν της φύσης σε βιομηχανικό προϊόν.
Την τελευταία 20ετία παρατηρούνται αλλαγές στην δομή του αγροτικού κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως:
• η φρενίτιδα εξαγορών επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα, με έντονα φαινόμενα συγκεντρωτισμού και δημιουργίας μιας κυρίαρχης αγροδιατροφικής βιομηχανίας. Η πρώτη συνέπεια των εξελίξεων αυτών είναι η ακραία συγκέντρωση του αγροδιατροφικού τομέα στα χέρια ενός περιορισμένου αριθμού υπερεθνικών εταιρειών. Μόνο τρεις εταιρείες παγκόσμια διαχειρίζονται και ελέγχουν το 70% της αγοράς σπόρων και χημικών αγροτικών προϊόντων. Παρόμοια είναι η κατάσταση στον τομέα των ειδών διατροφής (γαλακτοκομικά προϊόντα, άλευρα, μη αλκοολούχα ποτά, σνακ, παγωτά, καρυκεύματα, ζεστά ροφήματα κ.α.). Δηλαδή κολοσσιαίες επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο καθορίζουν και διαμορφώνουν τους όρους της αγοράς (τιμές, ποιότητα, συνθήκες και διαδικασίες εμπορίας κλπ), χωρίς μεταξύ τους ανταγωνισμό και χωρίς περιθώρια συμμετοχής των άμεσα παραγωγών, δηλαδή των αγροτών.
• η εφαρμοζόμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), ενισχύει την παραπάνω τάση, δηλαδή ενισχύει συνεχώς τις διαδικασίες αποκοπής και απομάκρυνσης του παραγωγού από το παραγόμενο προϊόν, δημιουργώντας συνεχώς συρρίκνωση των μικρο-μεσαίων αγροτών και ουσιαστικά οδηγώντας στην απομάκρυνσή τους από το αγροτικό επάγγελμα, καθώς ευνοούνται οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
• η ακύρωση ουσιαστικά της Κοινοτικής Προτίμησης και οι προνομιακές συμφωνίες (Mercosur) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιδεινώνουν την κατάσταση του μέσου ευρωπαίου αγρότη.
• οι κυβερνήσεις, αδυνατούν ή και δεν επιθυμούν να θεσπίσουν οικονομικούς όρους, παράλληλα με τη δημιουργία πλαισίου υπεράσπισης των παραγωγών. Επιπλέον παραχωρούν δημόσιες αρμοδιότητες σε ιδιώτες. Τα παραπάνω οδηγούν στην αύξηση του κόστους παραγωγής, στην απογοήτευση και καταληκτικά στην απομάκρυνση των παραγωγών από τη γη.
• η υποβάθμιση του επιστημονικού ρόλου του γεωτεχνικού (γεωπόνου-κτηνιάτρου) με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.
• η έντονη τάση σε παγκόσμιο επίπεδο – στην χώρα μας ακόμη σε περιορισμένα επίπεδα – της «αρπαγή γης», δηλαδή της απώλειας ή της κατάληψης γεωργικής γης, συχνά από μεγάλες επιχειρήσεις ή μέσω εφαρμογής συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών, η οποία απειλεί την γεωργία, το περιβάλλον και την κοινωνική ισορροπία.
Αν συνδέσουμε και συνθέσουμε τα παραπάνω εύκολα θα καταλάβουμε ότι τα προβλήματα των αγροτών είναι προβλήματα του συνόλου της κοινωνίας και συνδέονται με το μέλλον μας. Η ανθρωπότητα, όντως βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο: είτε θα παράγεται η τροφή μας με τον τρόπο που ακόμη γνωρίζουμε είτε στο άμεσο μέλλον θα καταναλώνουμε μία νέα «τροφή» που δεν θα σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση και ότι γνωρίζαμε έως τώρα. Προφανώς η επιθυμία του συνόλου της κοινωνίας είναι η κατανάλωση ασφαλούς-ποιοτικής-γευστικής τροφής. Επιπλέον, όλοι μας, αναζητάμε ή αναπολούμε την κατανάλωση τροφής που μας «μεταφέρει» σε γεύσεις της παιδικής μας ηλικίας και μας συνδέει με τον τόπο μας.
Άρα πίσω από τα τρέχοντα – δίκαια – αιτήματα των αγροτών, αναδεικνύονται τα ερωτήματα μίας κοινωνίας ως προς ΤΙ τροφή επιθυμεί να καταναλώνει. Η απάντηση βρίσκεται στον επαναπροσδιορισμό της θέσης και του ρόλου του αγροτικού τομέα στην οικονομία και την κοινωνία. Για να γίνει αυτό απαιτείται η δημιουργία και εφαρμογή μίας νέας αγροτικής πολιτικής, η οποία θα προσανατολίζεται στον καθορισμό ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού Αγροτικής Ανάπτυξης (μετά από την είσοδό μας στην ΕΟΚ το 1981 δεν υφίσταται τέτοιος σχεδιασμός) με βασικά του στοιχεία τα εξής:
• έμφαση στην βιοποικιλότητα και την αειφορία (μόνο οι μικρομεσαίοι αγρότες μπορούν να υποστηρίξουν και να τα αναδείξουν),
• έμφαση στην τοπικότητα των αγροτικών προϊόντων και σύνδεσή τους με την ιστορία, την παράδοση και τα ήθη και έθιμα της κάθε περιοχής,
• δημιουργία δημοπρατηρίων αγροτικών προϊόντων,
• ενίσχυση των συνεταιρισμών, μέσω κινήτρων και εκπαίδευσης,
• ουσιαστική ενίσχυση της εγκατάστασης νέων αγροτών,
• θεσμοθετημένη και συνεχή αγροτική εκπαίδευση.
Το σύνθημα των αγροτών «No farmers, No Food, No Future» (όχι αγρότες, όχι φαγητό, όχι μέλλον), δεν είναι ένα απλό σύνθημα, αλλά συγκεντρώνει τις αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο της βιομηχανοποίησης της τροφής, άρα και του ελέγχου της. Οι αγρότες, μας κρούουν των κώδωνα του κινδύνου και οφείλουμε ως κοινωνία να τους αφρουγκαστούμε και να τους υποστηρίξουμε.
Τρείς επισημάνσεις:
1. Οι αγρότες κατηγορούνται ηθελημένα ή αθέλητα ότι «έφαγαν τις επιδοτήσεις». Η απάντηση είναι η εξής: οι επιδοτήσεις αποτελούν ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος.
2. Αγροτικές επιδοτήσεις δίνονται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες με σκοπό την ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος.
3. Ο πολλαπλασιαστής στο σύνολο της οικονομίας και στην απασχόληση που προκαλεί ο αγροτικός κλάδος είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλο κλάδο της οικονομίας.
