Παρασκευή, 10 Αυγούστου 2018 16:23

Γιατί δεν πήγα

Γιατί δεν πήγα

 

Πάλεψα πολύ με την ψυχή μου. Προσπάθησα να με πείσω ότι είχα χρέος να παραστώ στο ξόδι της Ρίκας Βαγιάννη. Αλλά δεν τα κατάφερα. Κανένα λογικό επιχείρημα δεν πέτυχε να ανατρέψει εκείνο το «δεν το αντέχω». 

Εκείνο που δεν θα άντεχα, δεν ήταν τόσο το να δω την τόσο ζωντανή κοπέλα που γνώριζα από κοριτσάκι σε ένα φέρετρο. Είμαι εξοικειωμένος με τον θάνατο. Οχι μόνο επειδή περιμένω την επίσκεψή του, όπως όλοι οι άνθρωποι στην ηλικία μου, αλλά επειδή τον βιώνω από παιδί σε πολύ πλούσιο φάσμα.

Εκείνο που δεν θα άντεχα θα ήταν η εικόνα της Βαρβάρας και του Γιάννη Διακογιάννη, των γονιών της Ρίκας. Διότι ποτέ δεν μπόρεσα να αποδεχθώ το αφύσικο, αυτό που ο Περικλής περιγράφει στον «Επιτάφιο» ως μεγίστη συμφορά για έναν γονιό. Να ενταφιάζει το παιδί του.

Δεν θα άντεχα να δω τον 87χρονο Γιάννη να κηδεύει την κόρη του. Τον «Ρίνγκο» του, όπως την αποκαλούσε. Ιδίως διότι δεν επρόκειτο για μια τυπική περίπτωση «φυσικού» και «βιολογικού» πατέρα, αλλά πατέρα κατ’ επιλογήν. Πατέρα που δικαίωνε τον τίτλο του κάθε μέρα, κάθε ώρα, με τον τρόπο που μεγάλωνε τη Ρίκα, την κόρη της Βαρβάρας από πρώτο γάμο.

Τους γνώρισα το 1975, όταν φούντωσε ο απεργιακός αγώνας των δημοσιογράφων, που οδήγησε και στην έκδοση του μοναδικού φύλλου της πραγματικής εφημερίδας των συντακτών, της «Αδέσμευτης Γνώμης». Το σπίτι του Γιάννη στο Παγκράτι ήταν ένα από τα καταφύγια των «Βιετκόνγκ», όπως μας αποκαλούσαν οι τότε κάτοχοι και της πολιτικής εξουσίας αλλά και της ηγεσίας της ΕΣΗΕΑ. Ηδη κορυφαίος αθλητικογράφος ο Γιάννης, δεν επαναπαυόταν στις δάφνες του. Μοιραζόταν με τα μειράκια της δημοσιογραφίας, όπως ήμουν τότε και εγώ, τις αγωνίες και τους αγώνες για ένα καλύτερο μέλλον. 

Και εν μέσω των «επαναστατικών συνεδριάσεων» πάντα έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τη Ρίκα. Που όλοι βλέπαμε ότι την μεγαλώνει σαν «αγοροκόριτσο», σέρνοντάς την μαζί του στα γήπεδα, ώσπου έμαθε τόσες βρισιές που ανάγκασαν τη μητέρα της να εκδώσει… απαγορευτικό.

Τα χάνω σε τέτοιες καταστάσεις, γι’ αυτό και δεν πάω. Για να μην ξαναβρεθώ στη γελοία θέση να λέω αμήχανα «πώς είσαι», όπως όταν βρέθηκα απέναντι στην Αθηνά Παναγούλη, πάνω από το πτώμα του Αλέξανδρου στο νεκροτομείο.

Καλό ταξίδι «Ρίνγκο».

 

Γ. Π. Μασσαβέτας

giorgis@massavetas.gr