Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2019 15:07

Αναθεώρηση του Συντάγματος: μια χαμένη ευκαιρία ή ένα μικρό βήμα μπροστά;

Αναθεώρηση του Συντάγματος: μια χαμένη ευκαιρία ή ένα μικρό βήμα μπροστά;

 

Του Νικολάου Ε. Θεοδώρου*

Την περασμένη Δευτέρα, ολοκληρώθηκε, με τη σχετική ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής, η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, που συνιστά, χωρίς αμφιβολία, την κορυφαία θεσμική λειτουργία του Σώματος αυτού.

Είναι γενικά παραδεκτό, ότι το Σύνταγμα του 1975, που προετοιμάστηκε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος λίγους μήνες πριν, αποτελεί το πληρέστερο κείμενο στην ελληνική συνταγματική ιστορία.

Η παρούσα αναθεώρηση, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της προηγούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, έχει μια ιδιαιτερότητα έναντι των προηγουμένων: είναι η πρώτη, κατά την οποία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που καθόρισε το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων (Νέα Δημοκρατία) είναι διαφορετική από αυτή που είχε προσδιορίσει ποιες διατάξεις χρήζουν αναθεώρησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ).

Δυστυχώς, η διαδικασία στην προηγούμενη Βουλή δεν κινήθηκε στο επιβαλλόμενο συναινετικό πλαίσιο, ώστε να προωθηθούν, με ευρεία, διακομματική συναίνεση, οι αναθεωρήσεις εκείνων των διατάξεων που πραγματικά πρέπει να αλλάξουν ώστε να αναβαθμιστεί το περιεχόμενο του θεμελιώδους νόμου της πολιτείας μας.

Έτσι, η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κινήθηκε τελικά με τη λογική ότι η αναθεώρηση πρέπει να ολοκληρωθεί για να διορθωθούν σφάλματα των προγενεστέρων αναθεωρήσεων αλλά, κυρίως, να δοθεί στην κοινωνία ένα μήνυμα εθνικής επανεκκίνησης της χώρας, μέσω της αναγέννησης των θεσμών της πολιτείας μας.

Ως προς τις επιμέρους διατάξεις, προχώρησε τελικά μόνο η αναθεώρηση όσων υποστήριξαν οι βουλευτές της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Αυτές είναι ιδίως οι διατάξεις:

1. Του άρθρου 21 παρ.2, με την οποία καθιερώνεται η υποχρέωση της πολιτείας για θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος των πολιτών

2. του άρθρου 32 παρ. 4 με την οποία αποσυνδέεται πλέον η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών. Ο Πρόεδρος θα εκλέγεται με πλειοψηφία 151 ψήφων και, αν αυτή δεν συγκεντρωθεί, θα εκλέγεται με σχετική πλειοψηφία ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους. Με τη διάταξη αυτή, απομακρύνεται στην πράξη κάθε ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών την άνοιξη του 2020. Πάντως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένει δυστυχώς ένας επί της ουσίας «διακοσμητικός» πολιτειακός θεσμός και δεν καθίσταται εκ νέου θεσμικό αντίβαρο στον παντοδύναμο πρωθυπουργό.

3. Του άρθρου 54 παρ. 4, με την οποία καθορίζονται, επιτέλους, συγκεκριμένες προϋποθέσεις διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος ψήφου των Ελλήνων εκλογέων που διαμένουν στο εξωτερικό.Ίσως το θετικότερο στοιχείο της παρούσας αναθεώρησης. Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για επίτευξη διακομματικής συναίνεσης στο ζήτημα παρήγαγε, ευτυχώς, συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο νόμος που αναμένεται να ψηφιστεί με ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή αποκτά ισχυρό συνταγματικό έρεισμα. Θεσπίζονται ισοτιμία της ψήφου, αύξηση των Βουλευτών Επικρατείας σε 15, αυτοπρόσωπη παρουσία στις κάλπες, καθώς και παραμονή για δύο χρόνια στην Ελλάδα εντός τελευταίων 35 και κατοχή Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ως προϋποθέσεις.

4. του άρθρου 62 με την οποία περιορίζεται η βουλευτική ασυλία στα αδικήματα που σχετίζονται με τη βουλευτική ιδιότητα εντός ή εκτός Βουλής

5. του άρθρου 68 παρ. 2 με την οποία μπορεί να γίνει σύσταση εξεταστικών επιτροπών από 120 Βουλευτές.

6. άρθρου 86 παρ. 3, με την οποία περιορίζονται κάπως οι εξόχως προνομιακές ρυθμίσεις περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών, καθώς καταργείται η εξαιρετικά σύντομη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση δίωξης. Δεν άλλαξε δυστυχώς η σχετική αρμοδιότητα της Βουλής, που τη μετατρέπει σε εισαγγελέα για τους διατελέσαντες υπουργούς. Έτσι, εικόνες όπως αυτές που βλέπουμε στην Επιτροπή που διερευνά τις ποινικές ευθύνες Παπαγγελόπουλου ενδέχεται να επαναληφθούν με συνταγματική περιωπή.

7. του άρθρου 101 Α , με την οποία διευκολύνεται ο τρόπος επιλογής των μελών των αναξαρτήτων αρχών από τα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και τέλος

8. του άρθρου 96 παρ. 5, με την οποία εξομοιώνεται η στρατιωτική δικαιοσύνη με την τακτική.

Η σημασία και η ανάγκη της ολοκλήρωσης της παρούσας διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος είναι, βεβαίως, αυτονόητη. Για να έχει όμως διάρκεια και αντοχή το αναθεωρημένο συνταγματικό κείμενο που προέκυψε, απαιτείται η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής διακομματικής συναίνεσης ως προς την εφαρμογή του. Αποτελεί, άλλωστε, διαχρονικό αίτημα της κοινωνίας προς τις πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν και να καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις για τα μεγάλα ζητήματα του τόπου μας.

Αυτή η αναθεώρηση του Συντάγματος κινδύνευσε να μετατραπεί σε μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τον τόπο. Τελικά, όμως έγινε ένα μικρό βήμα μπροστά και διασώθηκαν τα θεσμικά προσχήματα. Η μεγάλη πρόκληση είναι πάντως μπροστά: να εφαρμοστεί σωστά το αναθεωρημένο Σύνταγμα. Και εκεί θα κριθεί πρωτίστως η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.

 

*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. I Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr