Κυριακή, 29 Μαρτίου 2020 15:16

Επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν θα υπάρξει…

Γράφτηκε από την

Του Χρήστου Δ. Κορομηλά

Οικονομολόγου, Μaster

Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου

Προέδρου Συλλόγου Τρίτεκνων

Οικογενειών Ν. Μεσσηνίας

Οσοι τα τελευταία χρόνια μελετούμε την ευρωπαϊκή πολιτική και τον τρόπο που ασκείται, διαπιστώνουμε πως σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο η επίδραση του κορονοϊού είναι σαρωτική. Προϋπολογισμοί ακυρώνονται, δαπάνες αναθεωρούνται, κονδύλια αποδεσμεύονται, τομείς προτάσσονται έναντι άλλων, η ταχύτητα της λήψης αποφάσεων αυξάνεται και η αποτελεσματικότητα αναδεικνύεται ως στοίχημα κομβικής σημασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρούνται αλλαγές σε όσα ίσχυσαν τις τελευταίες δεκαετίες. Κυβερνήσεις αυτονομούνται, λαμβάνουν αποφάσεις με δικά τους κριτήρια και διαδικασίες, πολλές φορές και κατά παράβαση «κεκτημένων», διεθνών συμφωνιών, ή περιφρονώντας υπερεθνικές δομές και πλέγματα συνεργασίας.

Σε αυτό το κλίμα, προσπαθώντας να κρατήσει την ΕΕ συνεκτική, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την εβδομάδα που αφήσαμε πίσω μας την αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στις χώρες-μέλη να δαπανήσουν όσα χρήματα χρειαστεί για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Να στηρίξουν τα συστήματα υγείας, τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους τους. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η άκαμπτη Ευρώπη, ειδικά σε αιτήματα της Ελλάδας για ποσοτική χαλάρωση, αναγκάζεται τώρα να αναθεωρήσει τους πιο... ιερούς κανόνες της.

Η ρήτρα διαφυγής επιτρέπει να παρακαμφθεί προσωρινά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που καθορίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στις χώρες-μέλη οι οποίες έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα. Είχε προστεθεί ως ευρωπαϊκή οδηγία από το 2011, εν μέσω της κρίσης στην ευρωζώνη, αλλά δεν είχε ενεργοποιηθεί ποτέ μέχρι σήμερα.

Οι Βρυξέλλες έχουν δεσμευτεί ότι θα επιδείξουν «τη μέγιστη ευελιξία» στην εφαρμογή του Συμφώνου για τα ελλείμματα, κυρίως, για να δώσουν οξυγόνο στην Ιταλία - και η υπόσχεση γίνεται πράξη. Προβλέπεται επίσης χαλάρωση «στο μέγιστο» των κανόνων κρατικής βοήθειας, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις που πλήττονται και οι εργαζόμενοι σε αυτές θα μπορούν να δεχτούν κρατικούς πόρους χωρίς πρόβλημα, ώστε να αντέξουν.

Οι παραπάνω αποφάσεις, σε συνδυασμό φυσικά και με την απόφαση της ΕΚΤ να ενεργοποιήσει νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το γνωστό και ως «μπαζούκας» ρευστότητας 750 δισ. ευρώ, δημιουργούν νέα δεδομένα, τα οποία θα αξιολογήσει άμεσα το Eurogroup, για να δώσει περαιτέρω ευελιξία (στα όρια της απόλυτης ελευθερίας) στα μέλη του. Τα αδιανόητα πλέον γίνονται ρεαλιστικά, και κανείς δεν εγγυάται πως όταν τελειώσει ο εφιάλτης θα επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν πριν.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει ήδη αποφασίσει να διαθέσει 10 δισ. ευρώ για να στηρίξει την πραγματική οικονομία, αλλά σίγουρα θα χρειαστεί παραπάνω, και οι αποφάσεις της Κομισιόν και της ΕΚΤ της δίνουν τη δυνατότητα να το πράξει.

Για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, άλλωστε, αποδεικνύεται πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. «Αγοράζουμε» χρόνο, μέχρι η επιστήμη να ανακαλύψει το φάρμακο που θα σώσει ζωές και το εμβόλιο που θα βάλει τέλος στην πανδημία. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή απόφαση, αυτήν ακολουθεί (ορθώς) και η Ελλάδα.

Το ερώτημα που θα ανακύψει προσεχώς είναι κατά πόσον θα είναι δυνατή η επιστροφή στα όσα ίσχυαν πριν από αυτή την κρίση. Σε τι βαθμό θα είναι εφικτή η ακύρωση των αποφάσεων που λαμβάνονται τώρα από τις επί μέρους κυβερνήσεις και η επιστροφή στην προηγούμενη «κανονικότητα»; Και εντέλει, πόσο θα είναι επιθυμητή η προηγούμενη αυτή κανονικότητα;

Είναι πολύ πιθανό τα όσα συμβαίνουν και εξελίσσονται τώρα να διαμορφώσουν ένα νέο δεδομένο. Να επαναφέρουν διαδικασίες σε πιο ρεαλιστική βάση, να διευκολύνουν εκ των πραγμάτων τη διακυβερνητική συνεργασία, να ενισχύσουν την ευελιξία και να αναπροσαρμόσουν τα όρια των υπερεθνικών οργανισμών.

Το σίγουρο είναι ότι για οποιονδήποτε λόγο, είτε επειδή οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι δραματικές, είτε επειδή οι πολιτικές διαδικασίες έχουν ήδη αλλάξει, όλα θα είναι διαφορετικά. Εστω κι αν δεν ξέρει κανείς πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί το νέο πλαίσιο, πεποίθησή μου είναι πως η επιστροφή στην «κανονικότητα» όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα δεν θα υπάρξει.