Εν μέσω της συνεχιζόμενης πανδημίας, με όλο και περισσότερους συμπολίτες μας να αντιλαμβάνονται τις σοβαρές επιπτώσεις της πιο αναπάντεχης κρίσης που έπληξε την ανθρωπότητα μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για την επόμενη μέρα της οικονομίας στο λεγόμενο «Ταμείο Ανάκαμψης», που προώθησε ο γαλλο-γερμανικός άξονας και υιοθέτησε ως πρόταση η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης: ένα μικρό βήμα μπροστά χωρίς λόγο για πανηγυρισμούς
Η Κομισιόν λοιπόν προτείνει την αναθεώρηση του ευρωπαϊκού πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, δηλαδή του προϋπολογισμού της Ένωσης, ο οποίος θα εμπλουτιστεί -μόνο για αυτήν την περίοδο- με ένα ταμείο 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα χρηματοδοτηθεί με δανεισμό εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Από τα χρήματα αυτά, τα 500 δισεκατομμύρια προτείνεται να χορηγηθούν υπό μορφή επιχορηγήσεων και το υπόλοιπο υπό μορφή δανείων προς τα κράτη μέλη. Θεωρείται πάντως εξαιρετικά αμφίβολο αν η πρόταση αυτή θα περάσει, δεδομένης της άρνησης ορισμένων πλουσίων κρατών-μελών, που ζητούν να χορηγηθούν κυρίως ή και αποκλειστικά δάνεια και όχι επιχορηγήσεις. Η τελική απόφαση, που αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες, θα είναι μάλλον μια αναλογία κοντά στο 50-50.
Στο Ταμείο Ανάκαμψης και στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό προβλέπεται να προστεθούν 240 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, τα οποία όμως τα περισσότερα κράτη-μέλη θα απορρίψουν καθώς τα συνδέουν με μνημόνια, 200 δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο εγγυήσεων για τις επιχειρήσεις και 100 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του εργαλείου SURE, που δημιουργήθηκε για την στήριξη της απασχόλησης. Κανένα από τα εργαλεία αυτά δεν έχει πάντως ενεργοποιηθεί και η τελική αποτελεσματικότητά τους προδιαγράφεται μάλλον περιορισμένη.
Βάσει πάντως της πρότασης της Κομισιόν, η χώρα μας θεωρείται αρκετά ευνοημένη, καθώς τα προς χορήγηση χρήματα για την Ελλάδα ανέρχονται σε 33,4 δισ. Ευρώ, με τις προτεινόμενες επιχορηγήσεις να είναι υπερδιπλάσιες από τα δάνεια. Ακόμα όμως και αν αυτή η θετική πρόταση περάσει ως έχει, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η χορήγηση των χρημάτων θα έχει πολύ στενό χρονικό ορίζοντα (2+2 έτη), θα συνοδεύεται από δεσμεύσεις για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, δηλαδή «light» μνημόνιο, και χρήση των κονδυλίων μόνο για πολύ συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (πράσινη ενέργεια, υποδομές, στήριξη ορισμένων κατηγοριών επενδύσεων), ενώ ενδεχόμενη λήψη δανείων θα αυξήσει έτι περαιτέρω το εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας μας.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη για τον τόπο. Αυτό που επείγει λοιπόν τώρα είναι η διαμόρφωση ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού εθνικού σχεδίου αξιοποίησης όσων πόρων λάβει τελικά η χώρα, προς όφελος της πραγματικής οικονομίας.
Το νέο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης: επιστροφή της μεσαίας τάξης
Το σχέδιο που θα εκπονηθεί προσεχώς για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων θα αποδείξει αν η πολιτεία συνειδητοποιεί πως για να επιβιώσει η ελληνική οικονομία, πρέπει να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις, δηλαδή στη μεσαία τάξη που παραδοσιακά λειτουργούσε ως «ατμομηχανή» της ανάπτυξης. Η τάξη αυτή, την οποία απαρτίζουν κυρίως μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες, δέχθηκε αλλεπάλληλα πλήγματα τα περασμένα χρόνια με τιμωρητική υπερφορολόγηση, δραματική μείωση του κύκλου εργασιών και διαρκή δυσφήμιση του επαγγελματικού της κύρους.
Η χώρα μας λοιπόν πρέπει να υιοθετήσει στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού με γενναία και στοχευμένα μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης που θα περιλαμβάνουν:
- μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, με κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρου αλλά και μείωση του Φ.Π.Α σε πλήθος υπηρεσιών.
- μείωση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, ώστε αυτές να μην υπερβαίνουν συνολικά το 20% του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος
- επιδότηση επιχειρήσεων για δημιουργία νέων, σταθερών και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας ιδίως στους τομείς της καινοτομίας, της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής και της ναυτιλίας
- έμπρακτη υποστήριξη νέων παραγωγικών επενδύσεων, με δραστική μείωση της γραφειοκρατίας και σύνδεση φοροαπαλλαγών με τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
- ουσιαστική αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για νέες υποδομές, ειδικά στην ελληνική περιφέρεια. Προς τούτο επιβάλλεται και οι Περιφέρειες να καταρτίσουν τα δικά τους ολοκληρωμένα σχέδια, κατόπιν ευρείας διαβούλευσης.
- ενίσχυση της παροχής ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες με εξάλειψη των αντιπαραγωγικών όρων που θέτουν συχνά οι τράπεζες
- προώθηση της απεξάρτησης της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα και ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε να καταστεί αυτή το συντομότερο ενεργειακά ανεξάρτητη
- ταχύτατη ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης της δικαιοσύνης και της αποκομματικοποίησης της δημόσιας διοίκησης αλλά και προώθηση κωδικοποίησης και απλοποίησης της νομοθεσίας.
- ειδικά για φέτος και τα επόμενα χρόνια, πολλαπλασιασμό του προϋπολογισμού των προγραμμάτων επιδοτούμενου τουρισμού, ώστε να στηριχθεί έμπρακτα ο νευραλγικός αυτός τομέας της οικονομίας
Τέλος, είναι εξαιρετικά σημαντικό το σχέδιο ανάκαμψης να υιοθετηθεί από την κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, χωρίς προσωπικές και κομματικές σκοπιμότητες, καθώς και να εκπονηθεί και να εφαρμοστεί από ειδικούς ευρείας αποδοχής και με θεσμοθετημένη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Για να κερδίσουμε λοιπόν το δύσκολο στοίχημα της επιβίωσης της οικονομίας και της κοινωνίας μας, η σωστή διαχείριση και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι απολύτως αναγκαία. Λύσεις υπάρχουν, αρκεί να υπάρχει βούληση, καθώς η μεγάλη κρίση είναι μάλλον μπροστά μας. Οι καιροί ου μενετοί.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. / Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr