Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020 16:13

Το χρέος του ΣΥΡΙΖΑ ως πυλώνα της προοδευτικής-δημοκρατικής παράταξης και η κρίσιμη επιλογή του Κινήματος Αλλαγής

Γράφτηκε από την


Του Οδυσσέα Γ. Σπηλιόπουλου, Νομικού – καθηγητή Πανεπιστημίου

Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος που κατοχυρώνονται απευθείας από το Σύνταγμα, το άρθρο 29 του οποίου οριοθετεί, εκτός των άλλων ρυθμίσεων, το στόχο που πρέπει να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση τους, ο οποίος συνίσταται στη συμβολή στη διασφάλιση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Φυσικά, κάθε πολιτικό κόμμα είναι φορέας συγκεκριμένων ιδεών και αρχών σχετικά με όλα τα ζητήματα της δημόσιας «σφαίρας» και, ως δρων οργανισμός, οφείλει να επιδιώκει να προωθεί, στο πλαίσιο της λειτουργίας της δημοκρατίας, την επικράτηση της ιδεολογίας του και τη μετουσίωσή της σε συγκεκριμένες εφαρμόσιμες πολιτικές. Η υλοποίηση των πολιτικών αυτών όμως πρέπει να είναι συμβατή με την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος και να υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών όχι με τρόπο ιδεολογικά ουδέτερο αλλά με τρόπο που, κατά το δυνατό, θα αναδεικνύει την ιδεολογία του και τις διαφορές του με τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς.
Με βάση τη διάταξη των πολιτικών κομμάτων στο εσωτερικό πολιτικό στερέωμα η οποία αντιστοιχεί στον πολιτειακό ρόλο που το εκλογικό σώμα ανέθεσε σε καθένα τους στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, τα δεδομένα είναι τα ακόλουθα:
Υπάρχει ένα κόμμα που κυβερνά (αυτοδύναμα) επιδιώκοντας να επιβάλλει, με όρους είναι αλήθεια ενοχλητικής ήδη αλαζονείας, την προγραμματική του ατζέντα η οποία είναι αφενός ακραιφνώς δεξιά προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά αυταρχισμού σε επίπεδο λειτουργίας του κράτους, των θεσμών και των δικαιωμάτων των πολιτών και αφετέρου νεοφιλελεύθερη σε οικονομικό-κοινωνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, έχουμε μια κυβέρνηση μονοκομματική που ασκεί, μέσα σε συνθήκες απόλυτης επικοινωνιακής και μιντιακής κυριαρχίας, μια πολιτική με τρείς βασικούς άξονες: (α) καταστολή και περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων, (β) συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, (γ) αποδυνάμωση του δημοσίου τομέα (τον οποίο φυσικά έχει εργολαβικά αναλάβει να κατασυκοφαντεί ο προπαγανδιστικός μηχανισμός) και των δημοσίων υπηρεσιών ακόμα και στον τομέα της υγείας (και προφανώς της παιδείας) προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων που επιδιώκουν να επεκταθούν και σ’ αυτές, λειτουργώντας με αποκλειστικό σκοπό το δικό τους κέρδος και εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και των αναγκών του.
Από την άλλη, υπάρχει η αντιπολίτευση η σύνθεση της οποίας περιλαμβάνει τέσσερα κεντροαριστερά κόμματα και ένα κόμμα δεξιόστροφο. Από τα κόμματα αυτά το ένα, το μεγαλύτερο σε κοινοβουλευτική δύναμη, δηλαδή η Αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να φέρει εις πέρας μια δύσκολη αλλά αναγκαία αποστολή ενώ ένα άλλο, το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται ήδη ενώπιον μιας επιλογής που έχει διλημματικό χαρακτήρα και υπαρξιακή διάσταση.
Η Αξιωματική Αντιπολίτευση καταρχάς έχει το χρέος απέναντι στην κοινωνία να αποδείξει, να επιβεβαιώσει ότι δεν αποτελεί απλά φορέα ιδεών και αξιών αλλά και αξιόπιστο οργανισμό που διαθέτει συγκεκριμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης. Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα, με τις πολιτικές της νυν κυβέρνησης, θα χαραχθεί με απόλυτη ευκρίνεια η σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πολιτικά σκληρό δεξιό και οικονομικά απόλυτα νεοφιλελεύθερο μοντέλο της Νέας Δημοκρατίας από τη μία και στο μοντέλο της βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης με σεβασμό στη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών από την άλλη. Μέσα σε αυτό το δίπολο, ο Σύριζα συνεπώς πρέπει να επεξεργασθεί και να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο ρεαλιστικό συνεκτικό σχέδιο που θα διασφαλίζει την επιβίωση της μεσαίας τάξης, την ενίσχυση των δημόσιων δομών παροχής υπηρεσιών υγείας και παιδείας και την οικονομική ανάπτυξη μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων και της συμβολής της υγιούς (και όχι της παρασιτικής και με ολιγαρχική νοοτροπία) ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Χρέος του λοιπόν είναι αφενός να πείσει όλο και περισσότερους ότι έχει εφαρμόσιμες λύσεις στα προβλήματα ενισχύοντας την εικόνα του ως πολιτικής δύναμης ήρεμης αλλά και αποφασιστικής με ασφαλή κυβερνητική προοπτική και αφετέρου να καταδείξει τις διαφορές της δικής του πρότασης από το μοντέλο της δεξιάς.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, η ελάσσων αντιπολίτευση δηλαδή το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και οι επιλογές που θα κάνει θα καθορίσουν όχι απλά την προοπτική του αλλά και την ίδια την ύπαρξή του. Απέναντι στην κυβερνητική πολιτική της ΝΔ με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και τις προαναφερθείσες στοχεύσεις, ποια θέση θα υιοθετήσει ?
Θα ασκήσει, κατά τρόπο συνεπή προς τις ιδεολογικές καταβολές του και τις αρχές της ευρύτερης παράταξης, σταθερή αντιπολίτευση στη δεξιά κυβέρνηση ?
Ή θα επιλέξει να λειτουργήσει, τις κρίσιμες πολιτικά στιγμές, ως δεκανίκι στο οποίο θα στηριχθεί η ΝΔ για να διατηρήσει για κάποιο ακόμα διάστημα την εξουσία συνεχίζοντας να εφαρμόζει πολιτικές που θα κατεδαφίζουν ανάλγητα το κοινωνικό κράτος και θα συρρικνώνουν ρεβανσιστικά το δημόσιο τομέα ?
Στην πρώτη περίπτωση θα συμβάλλει στην ακύρωση του συντηρητικού και νεοφιλελεύθερου προγράμματος της ΝΔ ενεργώντας σύμφωνα με την κοινή πολιτική λογική και τιμώντας την ιστορία του ως κόμματος της Κεντροαριστεράς.
Στη δεύτερη περίπτωση θα ολοκληρώσει την μετάλλαξή του σε έναν μικρό εταίρο μιας σκληρής δεξιάς κυβέρνησης, θα ταυτισθεί με τις πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, θα διαγράψει την ιστορία του, θα ακυρώσει τον εαυτό του και μοιραία θα οδηγηθεί στον πολιτικό αφανισμό. Για να μην έχει αυτή την ολέθρια πορεία, πρέπει να αντισταθεί η ηγεσία του στις πιέσεις της μιντιακής ολιγαρχίας να στηρίξει κυβέρνηση δεξιάς και φυσικά να αποκοπεί, μια και καλή, από τα πολιτικά απομεινάρια του περίφημου «Σημιτικού εκσυγχρονισμού».