Κυριακή, 20 Ιουνίου 2021 20:12

Πως οι Μεγάλες Δυνάμεις κατασκεύασαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Συνθήκη της Λωζάννης

Γράφτηκε από την
Πως οι Μεγάλες Δυνάμεις κατασκεύασαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Συνθήκη της Λωζάννης

 

Της Αναστασίας Διαμαντοπούλου, τεταρτοετούς φοιτήτριας του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Όταν ο αιματηρός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του το 1918, η Αντάντ και η νέα δημοκρατική κυβέρνηση της Βαϊμάρης της Γερμανίας για να επισφραγίσουν την ανακωχή μεταξύ των χωρών  προέβησαν στην υπογραφή κάποιων συνθηκών ειρήνης, που μέχρι και σήμερα, μόνο μία από αυτές παραμένει σε ισχύ. Υπογράφθηκαν η συνθήκες των Βερσαλλιών, των Σεβρών και της Λωζάννης. Η πρώτη υπογράφθηκε και καταδίκασε ως υπαίτια του πολέμου την Γερμανία στις 28 Ιουνίου 1919 και οι όροι της στόχευαν στο να μην ορθοποδήσει ποτέ ξανά η χώρα οικονομικά και στρατιωτικά, ώστε να μην αποτελέσει μελλοντικά απειλή για την Ευρώπη. Αυτή η συνθήκη ειρήνης, αν την μελετούσε κάποιος καλά, καταλάβαινε ότι στην πραγματικότητα ήταν μία ανακωχή με ισχύ 20 ετών, και όχι μια άπαξ ειρήνη. Έτσι, ήδη από το 1935, ούτε 20 χρόνια μετά, ο Χίτλερ αρχίζει να καταπατά βασικούς όρους της, στρώνοντας το έδαφος για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ακολούθησε. Η δεύτερη συνθήκη, αυτή των Σεβρών, υπογράφθηκε ένα χρόνο μετά από αυτή των Βερσαλλιών, δηλαδή στις 10 Αυγούστου 1920, στη πόλη Σεβρ της Γαλλίας μεταξύ των Συμμάχων και τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Με αυτή τη συνθήκη η Ελλάδα ερχόταν πιο κοντά στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας καθώς η Τουρκία της παραχωρούσε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο αλλά προπάντων της παραχωρούσε την προσωρινή διοίκηση της Σμύρνης και την μελλοντική πλήρη προσάρτησή της με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Η Συνθήκη των Σεβρών όμως, όπως και αυτή των Βερσαλλιών, δεν τηρήθηκε ποτέ. Αρχικά, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα κοινοβούλια των Συμμάχων και της Ελλάδας, στη συνέχεια η Γαλλία και η Ιταλία υπέγραφαν στο παρασκήνιο, το 1920, πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες με την κυβέρνηση του Κεμάλ, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο αυτή τη συνθήκη, και τέλος η Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε για να επισφραγίσει το τέλος της. Έτσι, από τα γεγονότα που ακύρωσαν την συνθήκη των Σεβρών γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης, που ισχύει και μας απασχολεί ακόμα και σήμερα. Πως φτάσαμε όμως ακριβώς στην τελευταία συνθήκη, που για να υπάρξει, έπρεπε να ‘’κατασκευαστεί’’ ένας πόλεμος?

Ας  πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Την Συνθήκη των Σεβρών του 1919, ενώ την δέχθηκε ο σουλτάνος, οι Νεότουρκοι με επικεφαλή τον Κεμάλ Ατατούρκ δεν την αναγνώρισαν, ενώ ήδη βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο με τους Συμμάχους και τους Έλληνες. Αυτό έκανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που τον παρότρυναν οι Άγγλοι, Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Η.Π.Α, να πράξει τα δέοντα για να επιβάλλει την συνθήκη και με σκοπό να κερδίσει η χώρα σαφώς περισσότερα εδάφη. Έτσι, με την πίεση και στήριξη των Συμμάχων, ξεκίνησε η Μικρασιατική Εκστρατεία και τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1920 να προελαύνουν σε εδάφη έξω από την Σμύρνη. Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν να αντεπιτίθενται σθεναρά στα ελληνικά, εκμεταλλευόμενα την αστάθεια που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, στις οποίες ο Βενιζέλος δεν εκλέχθηκε ούτε καν βουλευτής. Τα ελληνικά στρατεύματα υποχωρούσαν όλο και πιο πολύ πίσω στα παράλια και οι τούρκοι έσφαζαν στο διάβα τους όποιο έλληνα και ελληνικό χωριό έβρισκαν, προβαίνοντας σε απάνθρωπες πράξεις που έφθασαν στο ζενίθ τους στη Σμύρνη.

Τότε η Σμύρνη, που αποτελούσε το στολίδι της Ανατολής και φάρο του ελληνισμού, κάηκε στα χέρια των Τούρκων παίρνοντας μαζί της χιλιάδες ζωές ελλήνων και αρμενίων. Όμως, προηγουμένως αναφέρθηκε η υποστήριξη των Συμμάχων. Πού ήταν εκείνοι; Κάτω από την δικαιολογία της ουδετερότητας, καλύφθηκε το γεγονός ότι η Ελλάδα στάλθηκε στην Μικρά Ασία από τους Συμμάχους με την οικονομική και στρατιωτική τους υποστήριξη και ξαφνικά και εν μέσω της εκστρατείας, όλα αυτά σταμάτησαν απότομα. Η Αγγλία, λίγες μέρες πριν την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, βρέθηκε να της παραχωρεί η Τουρκία φυσικές πηγές πλούτου της χώρας με συμφωνίες υποτέλειας, αφού η διάρκειά τους φτάνει τα 99 χρόνια. Η αγγλοτουρκική συμφωνία προβλέπει και την κατασκευή ενός λιμανιού και σιδηροδρομικών γραμμών ύψους 3.600 χιλιομέτρων, καθώς και την εκμετάλλευση όλων των ορυχείων σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων εκατέρωθεν της γραμμής. Η Γαλλία αρχίζει και χορηγεί με όπλα και πολεμοφόδια, όχι την Ελλάδα, αλλά τον Κεμάλ με κόστος πολλών εκατομμυρίων φράγκων και του δηλώνουν ανεπίσημα υποστήριξη εναντίον της Ελλάδας.

Έτσι η Γαλλία προσπαθεί να αναγκάσει τους έλληνες να σταματήσουν την εκστρατεία, να εγκαταλείψουν την Σμύρνη και να αφήσουν την Θράκη στους Τούρκους. Η Ιταλία, όχι επειδή είχε άμεσο συμφέρον από την Τουρκία, αλλά επειδή δεν ήθελε να είναι η μόνη χώρα από τους Συμμάχους που δεν θα επωφεληθεί έστω και λίγο από τον ‘’Μεγάλο Ασθενή’’, όπως για χρόνια αποκαλούνταν η Τουρκία, προμηθεύουν την χώρα με τρόφιμα και όπλα. Στο τέλος βγήκαν και αυτοί κερδισμένοι με την συνθήκη της Λωζάννης, όπως όλοι τους, εκτός της Ελλάδας φυσικά.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, και τις συμφωνίες που πραγματοποιούνταν πίσω από κλειστές πόρτες, φαίνεται πως και γιατί ξαφνικά οι έλληνες στρατιώτες και κάτοικοι της Τουρκίας, βρέθηκαν μόνοι τους απέναντι στον Κεμάλ. Με την δικαιολογία της απελευθέρωσης του εκεί ελληνισμού οι Σύμμαχοι κατασκεύασαν τον πόλεμο, και με τα συμφέροντα του πλέον τακτοποιημένα, ήταν έτοιμοι να τον λήξουν. Στις 21 Νοεμβρίου 1922 προηγήθηκε της συνθήκης της Λωζάννης η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, με πρόεδρο και εκπρόσωπο της Μ. Βρετανίας τον λόρδο Κώρζον, και σκοπό την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών. Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία, η Σερβία και ως παρατηρητές οι Η.Π.Α, η Βουλγαρία και η Σοβιετική ένωση μόνο κατά την διάρκεια των συζητήσεων για τα Στενά του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, καθώς και το Βέλγιο και η Πορτογαλία στις συζητήσεις για τις οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία.

Οι διαπραγματεύσεις κατά την διάρκεια των συζητήσεων έγιναν οξύτατες λόγω των παράλογων απαιτήσεων της Τουρκίας και διακόπηκαν στις 4 Φεβρουαρίου 1923. Σε αυτόν το πρώτο κύκλο συζητήσεων (21 Νοεμβρίου 1922- 4 Φεβρουαρίου 1923) ο εκπρόσωπος της Τουρκίας Ισμέτ Πασάς απαίτησε από τον δικό μας εκπρόσωπο, τον Βενιζέλο, να δεχθεί α) τον καθορισμό των συνόρων με την Ελλάδα κατά μήκος του ρου του Έβρου, το Καραγάτσι να περάσει στην Τουρκία και να διεξαχθεί δημοψήφισμα στην Δυτική Θράκη β) την απομάκρυνση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και γ) τις πολεμικές επανορθώσεις να βαραίνουν την Ελλάδα. Το πρώτο επιχείρημα αντέκρουσε ο λόρδος Κώρζον υποστηρίζοντας ότι τα σύνορα θα καθορίζονταν με τον Έβρο και την Ανδριανούπολη που θα περνούσε στους Τούρκους και ότι το ζήτημα της Δυτικής Θράκης δεν είναι προς συζήτησης καθώς έχει ήδη επιλυθεί με την Συνθήκη του Νεϊγύ που προϋπήρχε. Το δεύτερο αίτημα αντέκρουσε πάλι ο Κώρζον με τον Βενιζέλο και τον εκπρόσωπο της Ρουμανίας, που αμφότεροι υποστήριξαν ότι η διατήρηση του εκεί Πατριαρχείου επιβάλλεται καθώς εκεί θα παραμείνει ελληνικός πληθυσμός.

Στο τελευταίο αίτημα έκανε ένσταση ο Βενιζέλος, υποστηρίζοντας ότι η ευθύνη για τον πόλεμο βάρυνε την Τουρκία και όχι την Ελλάδα, η οποία ακολουθούσε εντολές των Συμμάχων για τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα δικά της. Μην φτάνοντας σε συμφωνία τότε, ξεκίνησε ένας δεύτερος κύκλος συζητήσεων στις 31 Ιανουαρίου 1922 και προτάθηκε ένα νέο σχέδιο ειρήνης. Σύμφωνα με αυτό έχουμε α) τον καθορισμό των Ελληνο-τουρκικών συνόρων επί την Ανατολική όχθη του Έβρου με έναν σιδηροδρομικό σταθμό επί της Δυτικής όχθης β) την τήρηση των διατάξεων για τις μουσουλμανικές μειονότητες υπό της Κοινωνίας των Εθνών, τον καθορισμό της τύχης της Μοσούλης, την κατάργηση διομολογήσεων και το άνοιγμα των Στενών για όλα τα εμπορικά πλοία και κάποια πολεμικά. Το ζήτημα της Μοσούλης κανονίστηκε μεταξύ Τουρκίας και Μ. Βρετανίας και η Ελλάδα υποχρεώθηκε σε πολεμική αποζημίωση για τον Μικρασιατικό Πόλεμο. Μην έχοντας τους οικονομικούς πόρους για την πληρωμή, κάτι που ήταν γνωστό, η Ελλάδα έδωσε στην Τουρκία ως αντάλλαγμα το Καραγάτσι. Στις 24 Ιουλίου 1923 ο δεύτερος κύκλος των συζητήσεων τελείωσε.

Εντωμεταξύ, οι διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάννης ΄΄έτρεχαν΄΄ παράλληλα με την παραπάνω Συνδιάσκεψη της Ειρήνης. Και εκεί οι διαβουλεύσεις ξεκίνησαν στις 20 Οκτωβρίου του 1922 και σταμάτησαν και αυτές στις 4 Φεβρουαρίου 1923, για να ξανά ξεκινήσουν στις 23 Απριλίου 1923 και η επίσημη υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης να πραγματοποιηθεί στις 24 Ιουλίου 1923. Με βάση αυτή την συνθήκη, στην Τουρκία περιέρχονται η Ανατολική Θράκη, η Ίμβρος, η Τένεδος, η Σμύρνη, ολόκληρη η Μικρά Ασία και ο έλεγχος των Στενών ως αποστρατικοποιημένη ζώνη. Τα Δωδεκάνησα ήταν το δώρο της Ιταλίας για την υποστήριξη του Κεμάλ, γεγονός βέβαια που προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών. Ο Οικουμενικώς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν θεωρείται πλέον Εθνάρχης και πρέπει να είναι τούρκος πολίτης. Τέλος, η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει και την ανταλλαγή πληθυσμών με βάση μόνο το θρήσκευμα. Από την ανταλλαγή, η οποία αριθμούσε  δύο εκατομμύρια χριστιανούς οι οποίοι ξεριζώθηκαν από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, εξαιρέθηκαν οι 125.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκιποννήσων, της Ίμβρου και της Τενέδου. Από την Ελλάδα έφυγαν 670.000 μουσουλμάνοι εκτός από τους 110.000 μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης.

Η Ελλάδα, μέσα στα 98 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, δεν παρενέβη ποτέ κανέναν από τους όρους της, σε αντίθεση με την Τουρκία. Οι παραβιάσεις του FIR Αθηνών, οι διεκδικήσεις, τα θερμά επεισόδια, οι ‘’νέοι χάρτες’’, οι ΑΟΖ , η Γαύδος, τα Ίμια και οι γκρίζες ζώνες αποτελούν απόδειξη αυτού. Γίνεται λόγος για λήξη της ισχύος της Συνθήκης, η οποία αν και περιέχει διορίες για την έναρξη κάποιων όρων δεν αναγράφεται πουθενά μέσα σε αυτή ημερομηνίες για την λήξη αυτών των όρων. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) δεν προκύπτει και δεν νομιμοποιείται μονομερής κατάργηση Συνθήκης.

(Με την υποστήριξη και βοήθεια του κ. Χρήστου Κορομηλά και του Στρατιωτικού Μουσείου Καλαμάτας).


NEWSLETTER