Κυριακή, 01 Αυγούστου 2021 13:46

Οι Δρόμοι των Αλόγων

Γράφτηκε από την
Οι Δρόμοι των Αλόγων

 

Της Βασιλείας Στ. Κατσάνη

Επισκόπηση, Ψηλάφηση, Επίκρουση, Ακρόαση. Με άλλα λόγια, ενδελεχής παρατήρηση: η αρχή της επιστήμης, μελέτη της ζωής. Οι όροι, μέσα από την διδαχή της θεωρίας της Ιατρικής, και της απαιτητικής, όσο κι αν φαίνονται ή ακούγονται απλά τα περιστατικά, κλινικής πράξης.

Τραβούσαμε, από παλιά, στους μικρούς δρόμους. Παρότι με αυτοκίνητο, η τεχνολογία της εξυπηρέτησης της ταχύτητας κίνησης αποδείχθηκε αδύναμη μπρος στη θέληση, και την επιθυμία, της εξερεύνησης, του ταξειδιού. Ακόμη και σε σύντομες, μικρού μήκους, διαδρομές, το αυτοκίνητο έστριβε κάθε τόσο, χαρίζοντας στον οδηγό ξεκούραση από τα κάθε φύσης καθημερινά ψυχικά βάρη, και στους συνεπιβαίνοντες – παιδιά, εκείνη την εποχή – τη χαρά της ποιοτικής και ποσοτικής ποικιλίας ανθρώπων, τοπίων, πραγμάτων.

Γνώρισα, έτσι, χάρη στον πατέρα μου, την Αττική. Κι έμαθα, να μπορώ να διαφεύγω, αφήνοντας στο πλάι το πολύβουο και κουραστικό των πόλεων, όπου η ζωή τά’φερε να μεγαλώνω. Έως και σήμερα. Κατόρθωσα, μεταξύ άλλων, να διατηρώ την ψυχραιμία και το ευφάνταστο γενικώτερα, στα καθημερινά και στα επαγγελματικά, γνωρίζοντας ότι το ταξείδι είναι ατελείωτο, και προσφέρει πάντοτε τις καλύτερες εμπειρίες. Αρκεί, να αφήνεις στο περιθώριο το βουητό.

Η αλήθεια είναι, ότι προσπάθησα να το διδάξω. Βρήκα μεγάλες δυσκολίες, που οφείλονται, κατά κύριο λόγο και σύμφωνα με την δική μου, προσωπική αντίληψη, στους περιορισμούς που υποβάλλουμε ή επιβάλλουμε στον εαυτό μας – συχνά, και στους γνωστούς και φίλους μας, ενίοτε και στους συνεργάτες και πελάτες των επιχειρήσεών μας – επειδή προτάσσουμε το «δεν γίνεται αυτό». Το ακούω κι από τα παιδιά ηλικίας της κόρης μου, γύρω στα δεκατρία, και μου προξενεί εντύπωση. «Δεν μπορούμε να κουραζόμαστε», ακούω, «δεν μένει χρόνος», «έχω τόσα να κάνω».

Βρέθηκα, τις προάλλες, στους μικρούς, παλιούς δρόμους του Αμαρουσίου. Αισθάνθηκα βέβαιη, από το πώς το αυτοκίνητο έπρεπε να κινηθεί, σχεδόν ελικοειδώς, πάνω στα οδοστρώματα, ότι αποτελούν – τα δρομάκια που διάβαινα, εποχούμενη – μάρτυρες μιας άλλης εποχής, όταν οι κάτοικοι ή οι περαστικοί πατούσαν πάνω σε κοινά, με τα σημερινά, σημεία, με τα πόδια ή με τα ζώα τους. Εκείνοι, είχαν πάντα χρόνο, και φαντασία, και ελπίδα: αφηγούνταν, άλλωστε, πολλά, και παραμύθια στους μικρότερους τα βράδια, αλλά και αλληλοϊστορούσαν τα καθημερινά στις μεταξύ συνομηλίκων συναντήσεις, έστω και τις τυχαίες, καθ’οδόν.

Οι δρόμοι των αλόγων, ή των περιπατητών, γίναν στενά ταχείας διαβάσεως – συχνότατα, άνευ σχεδίου – για τον άνθρωπο που προσπαθεί να ελπίζει, υπό τον όρο ότι η τεχνολογία τον εξυπηρετεί. Μάλλον, μεταβλητές ασυνάρτητες, που έλαθαν της αντίληψης οικονομίας και συνάδουν με την προοπτική εντροπίας. Ούτως ή άλλως, η θερμότητα που αναπτύσσεται κατά την διάβαση, είτε στο όχημα είτε στον εποχούμενο, είναι υψηλή. Και το κόστος, ανάλογο.

[Πρώτη δημοσίευση "Εβδόμη" Αττικής]


NEWSLETTER