Κυριακή, 13 Φεβρουαρίου 2022 12:31

Η μεταρρύθμιση στην ενεργειακή πολιτική

Η μεταρρύθμιση στην ενεργειακή πολιτική

Του Χρήστου Δ. Κορομηλά, Οικονομολόγου Μaster Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, προέδρου Συλλόγου Τριτέκνων Οικογενειών Ν. Μεσσηνίας

Η κυβερνητική απόφαση από την αρχή της ενεργειακής κρίσης να επιδοτήσει τους καταναλωτές για να καλύψουν τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος, είναι πράγματι στην σωστή κατεύθυνση για τους πολίτες που πλήττονται από τις ξαφνικές και απρόβλεπτες εξελίξεις. Το ίδιο απέδειξε με τις ενισχύσεις πυροπλήκτων, σεισμόπληκτων και πρόσφατα πληγέντων από την χιονόπτωση στην Αττική. Τους έδωσε χρήματα και πολύ καλά έκανε, ήταν αναγκαίο. Όμως μέσω των επιδοτήσεων τα προβλήματα δεν λύνονται ριζικά, αντιμετωπίζονται μόνο προσωρινά.

Η αύξηση του κόστους του ρεύματος είναι ένα πρόβλημα εξαιρετικά σύνθετο και αφορά το σύνολο του πληθυσμού και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπη που αντιμετωπίζει τεράστια αύξηση του ενεργειακού κόστους.

Το κόστος της μεγαβατώρας έχει αυξηθεί από 60 στις αρχές του 2021 Ευρώ σε 240 Ευρώ στη χονδρική δηλαδή τετραπλασιάστηκε και παρουσιάζεται αυξημένος  κατά 200% από τα υψηλότερα επίπεδα των τιμών στην προηγούμενη ενεργειακή κρίση (τον χειμώνα 2016-2017) που είχε προκληθεί από τα προβλήματα λειτουργίας των γαλλικών πυρηνικών εργοστασίων. Η αύξηση βεβαίως αυτή περνάει και στις λιανικές τιμές και αφορά τους πάντες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Το ένα πρόβλημα λοιπόν που παρουσιάζεται, είναι πως θα πληρώσει ένα νοικοκυριό τον αυξημένο λογαριασμό ρεύματος. Έρχεται η κυβέρνηση και δαπανώντας 800 εκατ. Ευρώ για τους μέχρι τώρα μήνες της ενεργειακής κρίσης, να καλύψει την αύξηση κατά 80% και τελικά η επιβάρυνση του καταναλωτή να είναι μερικές δεκάδες ευρώ ανά λογαριασμό. Ωστόσο αν σκεφτεί κανείς ότι ο συνολικός ετήσιος τζίρος της αγοράς ρεύματος στην Ελλάδα είναι ( με τις παλιές χαμηλές τιμές) 6-7 δισ ευρώ και με τις νέες θα φτάσει 10-12 δισ ευρώ. Συνεπώς η διαφορά είναι περί τα 4-5 δισ. Και έναντι αυτών δίνονται 1 δις Ευρώ. Εδώ γεννάτε το ερώτημα:

Ποσό καιρό θα καλύπτει το κράτος αυτές τις αυξημένες τιμές ρεύματος  αν η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη διαρκέσει;

Ο καταναλωτής στην Ελλάδα δεν πληρώνει ακριβότερα το ρεύμα από τους άλλους Ευρωπαίους. Πρώτον όμως έχει πολύ χαμηλότερο εισόδημα και δεύτερον αλλά πολύ σημαντικό, πληρώνει έναν τεράστιο “λογαριασμό ρεύματος” που έρχεται από τη ΔΕΗ και τους άλλους προμηθευτές ρεύματος στον οποίο όμως περιλαμβάνονται εκτός από το ρεύμα και οι ρυθμιστικές χρεώσεις που φτάνουν στο 50% του συνολικού λογαριασμού που φτάνει στα σπίτια μας.

Εδώ απαιτείται μια γενναία  μεταρρύθμιση που θα απαλλάξει τους λογαριασμούς ρεύματος από αυτές τις χρεώσεις και θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί  αναλαμβάνοντας το κόστος όλων αυτών των χρεώσεων ο κρατικός προϋπολογισμό και μοιράζοντας το σε όποιον του αναλογεί, δηλαδή Δήμους, ΕΡΤ κλπ. Πρέπει επιτέλους να πληρώνουμε το ρεύμα ως ρεύμα και όχι όλα τα επιπλέον - μη χρησιμοποιούμενα από πολλούς καταναλωτές - έξοδα.
Ο κίνδυνος βέβαια είναι ότι αν δεν φοβηθεί ο καταναλωτής πως θα του κόψουν το ρεύμα, να μη δεχθεί να πληρώσει δημοτικά τέλη ή ΕΡΤ. Αλλά αυτό δεν είναι θέμα της ΔΕΗ, ούτε των άλλων παρόχων, είναι θέμα των δήμων και του κράτους.

Αυτό θα ήταν μια μεταρρύθμιση σοβαρή που θα τακτοποιούσε τα πράγματα σε μόνιμη βάση και θα έθετε σε σωστότερη βάση και τη σχέση καταναλωτή - παρόχου ρεύματος και τη σχέση πολίτη - κράτους - τοπικής αυτοδιοίκησης.  

Το δεύτερο ενεργειακό  πρόβλημα είναι πως η ζημιά από την αύξηση του κόστους του ρεύματος δεν περιορίζεται στους λογαριασμούς του σπιτιού. Διαχέεται σε ολόκληρη την διαδικασία παραγωγής και διακίνησης και αφορά όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουμε πολύ μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών των πρώτων υλών (τιμές εμπορευμάτων στα διεθνή χρηματιστήρια) αλλά και πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους μεταφορών, δηλαδή πλοία και φορτηγά, οι τιμές όλων των προϊόντων αυξάνονται παγκοσμίως δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις παντού.

Δεν υπάρχει τρόπος ασφαλώς να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση την εκδήλωση πληθωρισμού που προέρχεται από διεθνείς αιτίες, ούτε ευθύνεται για αυτήν στην πραγματικότητα. Έχει όμως εκ θέσεως την υποχρέωση όχι μόνο της προσωρινής διαχείρισης αλλά και της πραγματικής αντιμετώπισης του προβλήματος με στόχο την προστασία του καταναλωτή παράλληλα με την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης. Προκειμένου να πετύχει αυτούς τους δύο στόχους, δεν μπορεί να περιορίζεται στις επιδοτήσεις και σε άλλα πυροσβεστικά μέτρα. Πρέπει να τολμήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, κατά την άποψη μου, που θα προσφέρουν στην οικονομία και στους πολίτες κατά το δυνατόν μονιμότερες δικλείδες άμυνας έναντι των απρόβλεπτων διακυμάνσεων του ενεργειακού κόστους που και στο μέλλον μπορεί να υπάρξουν.