Κυριακή, 03 Απριλίου 2022 23:00

Η ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με τις διεθνείς & εσωτερικές εξελίξεις

Γράφτηκε από την
Η ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με τις διεθνείς & εσωτερικές εξελίξεις

Του Γιάννη Διονυσόπουλου*

Την τελευταία δωδεκαετία βρισκόμαστε ως χώρα μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις, βιώνουμε συνεχείς κρίσεις, αρχίζοντας από την οικονομικοπολιτικοκοινωνική, το προσφυγικό, την πανδημία του Covid-19 την γεωπολιτική και τους τελευταίους μήνες την ενεργειακή κρίση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των επιχειρήσεων, και πολλές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία το έχουν εφαρμόσει ήδη ή εμφανίζουν ζημιές επειδή το κράτος έχει επιβάλει πλαφόν στην τιμή της λιανικής όπως στη Γαλλία. Στην Ελλάδα μέχρι τώρα το κόστος της κρίσης το έχουν πληρώσει μόνο οι πολίτες. Σήμερα είναι χαρακτηριστική η ατολμία της κυβέρνησης να φορολογήσει τα υπερκέρδη των εταιρειών παραγωγής ενέργειας αλλά και να προβεί στη λήψη άμεσων έκτακτων μέτρων όπως η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά παρά την υπεραπόδοση εσόδων του κράτους τους μήνες του αυξημένου πληθωρισμού.
Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα γίνουν αισθητές στο άμεσο μέλλον στη χώρα μας και θα έχουν αφενός σημαντικές παρενέργειες στο ρυθμό ανάπτυξης, στον πληθωρισμό, στα ελλείμματα, στην ανεργία και αφετέρου μεγάλες επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.
Για την χώρα μας, που έχει πολύ υψηλό χρέος και έλλειψη ενεργειακής και διατροφικής επάρκειας και συνεπώς ελάχιστα μέσα να αντιμετωπίσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό, οι απειλές είναι μεγάλες.
Στο πλαίσιο αυτό, τα δεδομένα που τείνουν να διαμορφωθούν σε κρίσιμα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας επιφέρουν πολλούς φόβους ότι η οικονομία μας εισέρχεται σε ανασφάλεια που απειλεί και περιπλέκει τις προοπτικές της.
Ο οίκος Moody’s σε πρόσφατη συγκρατημένη εκτίμηση του προβλέπει ότι το έλλειμμα θα κινηθεί στο 5,2% , ο πληθωρισμός στο 5% σε ετήσια βάση και η ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 3%.
Η ροή των καταθέσεων τον Φεβρουάριο που καταγράφηκε ήταν αρνητική, καθότι οι ανάγκες των επιχειρήσεων σταδιακά διευρύνονται, καθώς καλούνται να καταβάλουν ή να ρυθμίσουν τα χρέη λόγω του Covid-19, ενώ συγχρόνως καλούνται να αντιμετωπίσουν αυξημένα λειτουργικά έξοδα. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και με τα νοικοκυριά, των οποίων οι καταθέσεις περιορίζονται, ενώ συγχρόνως έρχονται αντιμέτωπα με την πρωτοφανή άνοδο των τιμών της ενέργειας των καυσίμων και των λοιπών καταναλωτικών αγαθών
Καθότι κρίσιμος παράγοντας για το έλλειμμα είναι τα δημόσια έσοδα, ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι οι ανείσπρακτοι φόροι τον Ιανουάριο πλησίασαν τα επίπεδα των μνημονιακών χρόνων που κυμαίνονταν κοντά στο 1 δισ. ευρώ κάθε μήνα. Έτσι κινδυνεύει αφενός να χαθεί κάθε δυνατότητα «ευελιξίας» στον τομέα των δαπανών και αφετέρου ίσως απαιτηθούν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας νέες περικοπές.
Πρόσφατα το Bloomberg μας ενημέρωσε ότι αναμένεται αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μέχρι τον επόμενο Μάρτιο. Η πρόεδρος τη ΕΚΤ κ. Λαγκάρντ επανέλαβε πρόσφατα τη γνωστή από το 2014 διαβεβαίωση του κ. Ντράγκι ότι θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για να μην επιτρέψει μεγάλες εκτροπές στο κόστος δανεισμού. Το ερώτημα που μπαίνει είναι πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι αν, για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια και συγχρόνως να αγοράζει κρατικά ομόλογα για να συγκρατήσει τις αποδόσεις. Ακόμη και με την οποιαδήποτε παρέμβαση της ΕΚΤ με τη συνέχιση της αγοράς ελληνικών τίτλων, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, που κινούνταν ήδη στο 2,87% προχθές, χωρίς καμία αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, θα ξεπεράσουν το 3,5% που θα υπερβαίνει το ρυθμό ανάπτυξης απωθώντας τις διαθέσεις των αγορών απέναντι στο ελληνικό χρέος.
Εφόσον θα έχουμε αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, το πρόβλημα θα εμφανιστεί ακόμη μεγαλύτερο στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος τα τελευταία δύο χρόνια είχε πρόσβαση σε φτηνό δανεισμό τόσο με δάνεια επιδοτούμενα από το Δημόσιο, όσο και από τις αγορές.
Το 2022 αναμένεται να είναι το έτος ουσιαστικής εκκίνησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας , καθότι τα διαθέσιμα ποσά θα ξεπεράσουν τα 9 δισ. ευρώ. Αν όμως παρά μια τέτοια επενδυτική ένεση ο ρυθμός ανάπτυξης κυμανθεί στα όρια του 3%, αυτό σημαίνει ότι θα έχει αποτύχει η ενδογενής δυναμική της ανάπτυξης.
Αναμένοντας να έρθουν τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα έπρεπε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να είχε σχεδιάσει με όραμα την παραγωγική βάση της χώρας που να στηρίζεται στη βιώσιμη ανάπτυξη για να είναι ανθεκτική σε μακροπρόθεσμες κρίσεις.
«Να γνωρίζει ο Έλληνας πολίτης, ότι υπάρχει ένα όραμα, που στρατηγικά έχει σχεδιάσει τη χώρα να μην είναι ευάλωτη αλλά να είναι ισχυρή σε σύγχρονες περιπέτειες, όπως αυτές που ζούνε οι γενιές μας τα τελευταία χρόνια. Δεν υπάρχει όμως κανένα τέτοιο όραμα και αυτή είναι η μεγάλη ανάγκη που έχει ο Ελληνικός λαός. Η δική μας η παράταξη, να δείξει ότι έχει σχέδιο, στρατηγική και ανθρώπινο δυναμικό να υλοποιήσει αυτές τις πολιτικές, ακόμη και αν κάποια ισχυρά συμφέροντα στην Ελλάδα, δεν θέλουν να υλοποιηθούν…» «Από το ταμείο ανάκαμψης, να επενδύσουμε στα δίκτυα. Αυτό είναι ένα μεγάλο εθνικό έργο για τις επόμενες γενιές.» δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκης
Έτσι όπως αποδεικνύουν και οι κρίσεις που περάσαμε και περνάμε, είναι απαραίτητο ένα ισχυρό και σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Η δημιουργία νέου πλούτου, μαζί με τη δίκαιη φορολόγησή του, θα επιτρέψει την οικοδόμηση ενός ισχυρού κοινωνικού πυλώνα, που θα μειώνει τις ανισότητες και θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

* Ο Γιάννης Διονυσόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, αν. Γραμματέας Τομέα Επιστημόνων Κινήματος Αλλαγής - ΠΑΣΟΚ, μέλους ΣτΑ Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας


NEWSLETTER