Ηταν χειμώνας όπου ένα πρωί ο μπάρμπα Ντίνος Αλαγιάννης από του Σουλιμά ξεφόρτωνε από το γαϊδουράκι του ξύλα στην αυλή του σπιτιού μας. Τότε ήμουν μικρό παιδί, δώδεκα χρονών. Είπα στον πατέρα μου όλα ξύλα φέρνει αυτός. Αστον παιδάκι μου, φτωχός άνθρωπος είναι. Είναι φίλος μου, είμαστε πέντε χρόνια μαζί φαντάροι στη Μικρά Ασία μαζί στην ίδια διμοιρία.
Αφού ξεφόρτωσε τα ξύλα ο μπάρμπα Ντίνος ήλθε και έκατσε σε μια παλιοκαρέκλα στο μαγαζί. Το μαγαζί ήταν σιδηρουργείο. Δηλαδή φυσερό, καμίνι, τσιμπίδα, σφυρί και αμόνι. Με αυτά έφτιαχνε παλιά και καινούργια αγροτικά εργαλεία (Σιδηρουργός). Αφού ήλθε η ώρα περίπου δέκα έπρεπε να κολατσίσουν γιατί η δουλειά ήταν σκληρή.
Εστρωσαν μια πετσέτα στο αμόνι επάνω, λίγο τυρί, κρασί αρκετό, κρεμμύδια και ψωμί. Την στιγμή αυτή ήλθε από του Κόκλα ο Παναγιώτης Γκότσης και τους είπε περιμένετε λίγο. Πήγε έξω στο άλογό του και έφερε τον τορβά που είχε μέσα τυρί αρκετό, ψωμί, κρεμμύδια και μία τσίτσα γεμάτη κρασί. Και άρχισαν να τρώνε λέγοντας διάφορες ιστορίες. Από τις πολλές μία ξεχώρισε. Οταν είχαν στήσει ενέδρα, η ομάδα του πατέρα μου και του μπάρμπα Ντίνου πέρασε μία παρέα από Τούρκους φαντάρους τους σκότωσαν, αλλά έμεινε ένας. Τότε σηκώθηκε ο μπάρμπα Ντίνος και τον πήρε στο κυνήγι. Ναι του είπε ο πατέρας μου, μπορούσε να γυρίσει απότομα και να σε σκοτώσει. Το είχα και αυτό υπόψιν είπε ο μπάρμπα Ντίνος, αλλά ήθελα να φάω έναν Τούρκο με τα δόντια. Και αίφνης άλλαξε αγρίεψε και δάγκωσε το μουστάκι του που έγερνε προς τα κάτω. Τελικά τον κατασπάραξε τον Τούρκο φαντάρο όπως τα αγρίμια το θήραμά τους.
Αφιερωμένο στον πατέρα μου Κωνσταντίνο Κουμπαρούλη και στο φίλο Κωνσταντίνο Αλαγιάννη.
Υ.Γ. Ο μπάρμπα Ντίνος είπε με παράπονο. Ναι αλλά το κράτος μας αδίκησε.
(Φωτογραφία αρχείου)