Ο αδόκητος χαμός του Πέτρου Θέμελη, του άοκνου υπηρέτη της επιστήμης της αρχαιολογίας και «πατέρα» του ανασκαφικού θαύματος της Αρχαίας Μεσσήνης, προ ολίγων ημερών, επανέφερε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τις αναγκαίες διαπιστώσεις για τη θέση και τη σημασία που αποδίδεται στον πολιτισμό στον τόπο μας. Και τούτο διότι πίσω από τις γενναιόδωρες κολακείες και τις δακρύβρεχτες ανακοινώσεις των τοπικών παραγόντων για τον εκλιπόντα, επιχειρείται να κρυφτεί η οδυνηρή πραγματικότητα: ότι δεκαετίες μετά την έναρξή του και ενώ επί της ουσίας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, το πολύτιμο έργο του Θέμελη υπονομεύεται στην πράξη από την προφανή έλλειψη των αναγκαίων υποδομών για την υποστήριξη και την ανάδειξή του.
Έτσι, ο δρόμος πρόσβασης προς τον αρχαιολογικό χώρο παραμένει επιεικώς προβληματικός, ενώ η Περιφέρεια δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε καν τη διαπλάτυνση του τμήματος Μεσσήνη-Λάμπαινα, καθώς τρία χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η απερχόμενη περιφερειακή αρχή ανακάλυψε πρόβλημα στις μελέτες των δικτύων (!!!). Όσον αφορά το τμήμα Λάμπαινα-Αρχαία Μεσσήνη, αντί της άμεσης προώθησης της αναβάθμισής του, προκρίθηκε, ακατανόητα, η χρηματοδότηση μελέτης για την απευθείας σύνδεση του αυτοκινητοδρόμου με τον αρχαιολογικό χώρο, κάτι που παραπέμπει την όποια υλοποίηση του έργου στις ελληνικές καλένδες. Επιπλέον, το υφιστάμενο Μουσείο, που στεγάζει ελάχιστες από τις ανακαλυφθείσες αρχαιότητες, δεν επαρκεί επ’ ουδενί για τις ανάγκες ανάδειξης του χώρου και η μετά βαΐων και κλάδων υπογραφείσα πέρυσι μελέτη για την ανέγερση του Νέου Μουσείου ακόμα αγνοείται.
Ο ίδιος ο εκλιπών, σε κατά καιρούς παρεμβάσεις του σε τοπικά ΜΜΕ, επεσήμαινε με διακριτικό αλλά ξεκάθαρο τρόπο την ανεπάρκεια των χρηματοδοτήσεων και την αδιαφορία των αρμοδίων για ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί ως το «μεγαλύτερο αρχαιολογικό πάρκο της Ελλάδας». Κανείς δεν θα μπορούσε να προσάψει στο Θέμελη την παραμικρή ιδιοτέλεια. Όλοι δε τον επαινούσαν δημοσίως για την προσφορά του και την αγάπη του στη Μεσσηνία. Γιατί λοιπόν δεν αναδεικνύεται προς όφελος της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας το έργο του; Γιατί ανάλογα θέματα αντιμετωπίζει και το σπουδαίο ανασκαφικό έργο της Ξένης Αραπογιάννη στην Αρχαία Θουρία, όπου ο χώρος ακόμα δεν είναι επισκέψιμος, ενώ δεν υπάρχει ούτε καν αξιοπρεπής οδική πρόσβαση προς αυτόν; Γιατί κάποιοι επιμένουν να ζητούν την άμεση κατάχωση των αρχαιοτήτων της πλατεία Υπαπαντής στην Καλαμάτα αντί για την επιτάχυνση των έργων ανάδειξής τους;
Η απάντηση είναι προφανής: για τους τοπικούς -και όχι μόνο- άρχοντες ο πολιτισμός δεν «πουλάει» ούτε φέρνει εύκολα ψηφαλάκια. Η σύγχρονη Ελλάδα προτιμά να ασχολείται με επικοινωνιακές πομφόλυγες, μυωπικές παροχές και έργα βιτρίνας αντί να επενδύει στρατηγικά στον πολιτισμό της. Έτσι, προτεραιότητα των αυτοδιοικητικών αρχών αλλά και της κεντρικής εξουσίας σήμερα δεν είναι να αξιοποιήσουν την πολιτιστική και ιστορική μας παρακαταθήκη προς όφελος όλων των Ελλήνων, κάνοντας την Ελλάδα έναν παγκόσμιο «γίγαντα» πολιτιστικής παραγωγής και ανάπτυξης με μια ισχυρή πολιτιστική πολιτική στο εσωτερικό και την άσκηση δραστήριας και μακρόπνοης πολιτιστικής διπλωματίας για την προώθηση των στρατηγικών μας συμφερόντων διεθνώς.
Όμως, αυτό που περισσότερο από ποτέ χρειάζεται η πατρίδα μας σήμερα είναι η ανάδειξη του πολιτισμού σε κεντρικό άξονα της εθνικής μας αναγέννησης. Με μια ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση που, χωρίς προγονοπληξία και πατριδοκαπηλία, θα συμβάλλει στην ανάδειξη και την εξέλιξη του εθνικού πολιτιστικού αποθέματος, συνδυάζοντας το κλασσικό με το σύγχρονο και δίνοντας πνοή στα αθάνατα μάρμαρα και στα άλλα αριστουργήματα που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Αυτό ακριβώς προσπάθησε και πέτυχε, με πενιχρή υποστήριξη, και ο Θέμελης στην Αρχαία Μεσσήνη. Και στο δρόμο αυτό πρέπει να βαδίσουμε βρίσκοντας ξανά στο χώμα τη σωστή διαδρομή μας ως έθνους. Ο πολιτισμός είναι η περιουσία, η «προίκα» της Ελλάδας και αν δεν τον διατηρήσουμε και δεν τον αξιοποιήσουμε, θα είμαστε ένα τίποτα, είχε πει κάποτε η Μελίνα Μερκούρη. Η μεταπολεμική Ελλάδα, μέσα στη φτώχεια και τις βαριές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, σήκωσε κεφάλι πνευματικά και οικονομικά με τους συνθέτες της, τους ποιητές της, τους ανθρώπους του κινηματογράφου, του θεάτρου και των άλλων τεχνών. Πήγε μπροστά με τις προσωπικότητες. Με προσωπικότητες σαν το Θέμελη. Ας το αναλογιστούμε αυτό όλοι, αντιπαραβάλλοντάς το με τα αποτελέσματα των επιλογών μας στο πολιτικό πεδίο.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr