Για να κρατήσει μια ιστορία ζωντανό το ενδιαφέρον του παιδιού πρέπει να το διασκεδάζει και να ξυπνά την περιέργειά του. Όμως για να πλουτίσει την ψυχή και τη ζωή του πρέπει να κεντρίζει τη φαντασία του και να το βοηθά να αναπτύσσει τη νόηση του πέρα από τα καθιερωμένα. Να εναρμονίζεται με τα άγχη και τις προσδοκίες του, να αποδέχεται τις αμφιθυμίες του και να μην διστάζει να προτείνει λύσεις παράδοξες που συχνά φαντάζουν αφελείς και δεν συνάδουν με την πολιτική ορθότητα του κόσμου.
Με αυτή την έννοια κανένα είδος παιδικής λογοτεχνίας δεν μπορεί να ικανοποιήσει το παιδί, το πραγματικό ή το εσωτερικό μας, όσο τα λαϊκά παραμύθια. Με την τυπική φράση Μια φορά κι έναν καιρό τα παραμύθια ξεκλειδώνουν νοερά ταξίδια σε πύργους, σε παλάτια, σε κάστρα, δάση και καλύβια. Σε συστήνουν σε μάγισσες και νεράιδες, ξωτικά και τελώνια, ψαράδες και βασιλιάδες, βασίλισσες και δράκους. Σε ταξιδεύουν εκεί που μικρά παιδιά σαν τα ρεβίθια θριαμβεύουν και μικρά κορίτσια με κόκκινο σκουφί γλιτώνουν τελικά από τον λύκο που τα τρώει.
Στον κόσμο των λαϊκών παραμυθιών ακούς ευχές και κατάρες και ανακαλύπτεις το ξόρκι που τις λύνει- τις πιο πολλές φορές δεν είναι παρά η υπομονή κι η αγάπη. Η μητέρα μπορεί να γίνει μητριά κι ο βασιλιάς συχνά βάζει ακατόρθωτες δοκιμασίες στους 3 γιους του. Κι έπειτα από όλη αυτή τη φανταστική περιπέτεια την γεμάτη αγωνία και φόβο, γεμάτη έξαψη και πάθος, γεμάτη ανακούφιση και χαρά τα παραμύθια σε γυρίζουν πίσω στην καθησυχαστική ασφάλεια του... και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Καθησυχαστική γιατί τώρα ξέρεις πόσο το άξιζε ο ήρωας να ζήσει καλά, κι εμείς που στιγμή δεν τον εγκαταλείψαμε στο ταξίδι του αξίζουμε να ζήσουμε ακόμα καλύτερα…. Ποιος τη χάρη μας!
Τα περισσότερα παιδιά, βέβαια θα πει κανείς, δεν θα γνωρίσουν στη ζωή τους ούτε βασιλιάδες, ούτε πριγκίπισσες και είναι μάλλον απίθανο να συναναστραφούν μάγισσες και δράκους- νομίζετε! Κι όμως γοητεύονται βαθιά από την γεμάτη δράση ζωή όλων αυτών των αλλόκοτων πλασμάτων και μάλιστα ενθαρρύνονται, όταν πλάι στον ήρωα ανακαλύπτουν τον τρόπο να τα δαμάσουν, ειδικά όταν ο τρόπος αυτός είναι η πονηριά και τα ψέματα, το θάρρος και η τύχη. Και τότε θα αναρωτηθεί κανείς, ποιο το δίδαγμα; Να μαθαίνουμε τα παιδιά να λένε ψέματα και να βάζουν τον γίγαντα να τρώει τις κόρες του για να γλιτώσουν τα ίδια και τα αδέρφια τους, όπως ο Κοντορεβιθούλης; Ποιος θέλει τέτοια εγωιστική ηθική για το παιδί του;
Ας το ξεκαθαρίσουμε! Τα λαϊκά παραμύθια δεν είναι δάσκαλοι- ευτυχώς!- και δεν κουνούν το δάχτυλο. Δεν δίνουν ούτε συμβουλές- πάλι καλά! - ούτε οδηγίες χρήσεως για τον κόσμο. Δεν λένε αυτό που θέλουν να πουν. Μιλούν μονάχα, για να ακούσεις αυτό που έχεις ανάγκη. Λικνίζονται με τις αβεβαιότητες της ζωής, εμπιστεύονται τον ακροατή τους και καθοδηγούνται από αισιοδοξία και φως. Τα λαϊκά παραμύθια δεν είναι συμβουλές, είναι τροφή. Δεν σε καθοδηγούν, σε δυναμώνουν. Δεν αλλάζουν τον κόσμο, σε βοηθούν για να μην αλλάξει ο κόσμος εσένα, όπως τόσο εύστοχα λέει στην ιστορία της μια αγαπημένη μου αφηγήτρια.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, άλλωστε, τα παραμύθια έχουν ελάχιστα ως τίποτα να πουν για τις σύγχρονες ανάγκες και συνθήκες στην κοινωνία, αφού δημιουργήθηκαν εκατοντάδες χρόνια πριν από αυτή. Δεν διδάσκουν ούτε την κυκλική οικονομία, ούτε την αντιμετώπιση του bullying, δεν προωθούν υγιεινές συνήθειες, όπως το πλύσιμο των δοντιών και τη vegan διατροφή και σίγουρα δεν αναλαμβάνουν την εξάσκηση των παιδιών στην ενσυναίσθηση.
Αποστρέφονται και αγνοούν όλα τα ζητήματα που συγκεντρώνουν τα likes της εποχής και για τα οποία υπάρχουν άλλες κατηγορίες παιδικών αναγνωσμάτων που τα διαπραγματεύονται με αξιόλογο τρόπο. Αυτό, ωστόσο, είναι το μεγαλείο και η αξία τους. Μεταφέρουν μυστικά και αλήθειες που ξεπερνούν κατά πολύ τον σύγχρονο εγωκεντρικό εαυτό μας και καυτηριάζουν παγιωμένες αντιλήψεις και δυσλειτουργικές πεποιθήσεις στη ρίζα τους.
Στα παραμύθια είναι μεγαλύτερο πρόβλημα μια μητέρα να αρνείται να πεθάνει, όπως στη Χιονάτη, και καθόλου πρόβλημα, αλλά μάλλον ευκαιρία, 2 γονείς που παραδέχονται τη φτώχια τους και διώχνουν τα παιδιά τους για να βρουν την τύχη τους στο δάσος, όπως στον Κοντορεβιθούλη. Στο παραμύθι είναι καλός ένας βασιλιάς πατέρας που σε στέλνει στο στόμα του δράκου, επειδή μόνο έτσι θα γίνεις άξιος να κληρονομήσεις το βασίλειο και αποτελεί καλή και όχι κακή τύχη για τον ήρωα να κατεβεί στον άλλο κόσμο, γιατί μόνο έτσι θα επιστρέψει και θα κερδίσει την αγαπημένη του.
Στα περισσότερα μαγικά παραμύθια μια μάνα ή ένας πατέρας πεθαίνουν στη 2η ή 3η σειρά, μια ασθένεια ή μια έλλειψη εκκινεί την ιστορία του ήρωα και η παιδική ηλικία, όταν δεν αγνοείται επιδεικτικά, σίγουρα δεν μηρυκάζεται. Τα παραμύθια μιλούν για παιδιά που θέλουν να μεγαλώσουν κι όχι να μείνουν αιωνίως στην αγκαλιά της μητέρας τους. Τα συλλογικά αυτά δημιουργήματα αφιερώνουν χώρο και χρόνο στις μεγάλες μεταβάσεις. Πως δηλαδή ξεκινά καθένας το ταξίδι της ενηλικίωσης, πως σκοτώνει τον δράκο, πως διαχειρίζεται την απώλεια της οικογενειακής εστίας, πως αναδεικνύεται βασιλιάς και βασίλισσα, που πάει να πει κύριος και αφέντης του εαυτού του. Θέτουν εξαρχής το πρόβλημα με συντομία και ακρίβεια, απλοποιούν και βαθαίνουν τις καταστάσεις που περιγράφουν, δίχως περιττές ερμηνείες και σχόλια. Και φυσικά δεν αποκρύπτουν πως τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορεί να πετύχει κάποιος που αρνείται να κινδυνέψει.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που κάποιοι τα κατηγορούν για αναπαραγωγή στερεοτύπων και ανούσιες επαναλήψεις. Είναι αυτοί που έχουν φιμώσει μέσα τους τη φωνή που συνηγορεί στα θαύματα. Κι όμως ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί πως αποτελεί ένα μικρό θαύμα η ανατολή μιας ακόμα μέρας; Ένα θαύμα που και σήμερα μας χαρίστηκε σε αντίθεση με τόσους που δεν είχαν αυτό το προνόμιο;
Τα λαϊκά παραμύθια διαθέτουν μια ξεχωριστή ηθική που συν-χωρεί – χωρά δηλαδή μαζί - τα πάντα εκτός από τη γκρίνια, την αδράνεια και την αγένεια, μια ηθική πολύ πέρα από το δίκιο και το άδικο. Οι παραμυθιακοί ήρωες είναι δρώντα πρόσωπα που αναλαμβάνουν το ρίσκο της μετακίνησης προς το άγνωστο, συνεχίζουν, δοκιμάζουν, επιμένουν και συχνά καταφεύγουν σε αφελείς με την πρώτη ματιά λύσεις. Ο λόγος που πετυχαίνουν είναι ότι βρίσκονται σε ροή και δεν χρονοτριβούν σε ανώφελα debate και επαναστατικές γυμναστικές. Είναι ευγενείς, αθώοι και γενναίοι.
Το παιδί και ο έφηβος ταυτίζεται εύκολα μαζί τους, καθώς νιώθει και ο ίδιος απελπισμένα αισθήματα μοναξιάς και αδικίας και βιώνει συχνά άγχη θανάτου. – Όχι το δικό μου το παιδί, θα πει κάποιος. Κάθε παιδί, απαντώ, όπως κι εσύ ως παιδί. Θυμάσαι; Και αυτό δεν είναι το πρόβλημα, αυτός είναι ο δρόμος.
Το παραμύθι παίρνει πολύ στα σοβαρά τα υπαρξιακά μας άγχη και διλήμματα. Το φόβο πως δεν αξίζουμε την αγάπη, την αγωνία πως δεν μας πιστεύουν, την απελπισία πως δεν θα τα καταφέρουμε. Οι υπαρξιακές αυτές αγωνίες δεν έχουν ηλικία. Τις νιώθαμε παιδιά, τις νιώθουμε και ως ενήλικες με το παιδικό κομμάτι του εαυτού μας. Παίρνει όλα τα παραπάνω στα σοβαρά, αλλά δεν τα αφήνει να μας ρουφήξουν, όπως δεν καταφέρνουν να ρουφήξουν στην αδράνεια και τον ήρωα.
Υποδεικνύει το συλλογικό αυτό λογοτέχνημα έναν εξαιρετικό τρόπο να ανακουφιστούμε από τον πόνο. Τη δημιουργία ενός πραγματικά ικανοποιητικού δεσμού με έναν άλλο, για αυτό πάντα στο τέλος γίνονται γάμοι και χαρές και ξεφάντωσες πολλές. Αυτό ο δεσμός, λέει το παραμύθι, μπορεί να διαλύσει το φόβο του θανάτου.
Γιατί ο θάνατος είναι σταθερά παρών στα λαϊκά παραμύθια. Μας ακολουθεί και μας γνέφει. Δεν αποκρύπτεται και δεν εξωραΐζεται. Όπως δεν αποκρύπτεται ο φόβος της εγκατάλειψης στον Χάνσελ και Γκρέτελ, όπως δεν αποκρύπτεται η λύση που βρίσκει η Ραπουντζέλ μέσα στο ίδιο της το σώμα- τα μακριά μαλλιά της- ως τρόπο διαφυγής για αυτήν και τον αγαπημένο της από μια μάνα- δρακόντισσα που την κρατά καταναγκαστικά ανήλικη, ώστε να μην γευτεί τους απαγορευμένους καρπούς της σεξουαλικής ολοκλήρωσης.
Βέβαια κανένα παραμύθι δεν λέει όσα σας καταμετρώ με αυτά τα λόγια. Αλίμονο! Αν μιλούσε έτσι δεν θα είχε επιβιώσει στους αιώνες. Έτσι μιλούμε οι γραμματικοί και οι παραμορφωμένοι. Το παραμύθι μας συμπαθεί, μας κλείνει και το μάτι, αλλά δεν μας παίρνει τόσο σοβαρά, όσο παίρνουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.
Όσοι στέκονται σκεπτικά, και συχνά σκωπτικά, απέναντι στο παραμύθι, προφασίζονται την δήθεν σκληρότητα του, τις απλουστευτικές εικόνες του και την επιμονή του όλα τα βασιλόπουλα να παντρεύονται ωραίες βασιλοπούλες και στο τέλος να ζουν όλοι τους καλά. Ο κόσμος εκεί έξω δεν είναι έτσι, επιμένουν. Έχουν δίκιο! Δεν είναι έτσι ο κόσμος. Όμως το παραμύθι δεν μιλά για τον κόσμο, μιλά για τη ζωή και είναι καλό να μην συγχέουμε αυτά τα δύο.
Ο συμβολικός λόγος του παραμυθιού χαρίζει εικόνες στη ζωή μέσα μας, μας μιλά, όπως μας μιλούν τα όνειρά μας. Αδικούμε πολύ τον εαυτό μας, μα και τη ζωή την ίδια, όταν δεν επιτρέπουμε να γοητευόμαστε και να μαγευόμαστε, από φόβο, μήπως παρεξηγηθούμε ως αφελείς και ανώριμοι από τις στρατιές ειδικών κι επιστημόνων.
Σε μια πηγή με γάργαρο νερό ξεδιψά εκείνος που απλώνει τις χούφτες του και πίνει, όχι εκείνος που γνωρίζει πως γράφεται ο χημικός τύπος του υγρού αυτού στοιχείου. Τα παραμύθια είναι γάργαρο νερό, που μας γυρνά πίσω στην ουσία των πραγμάτων.
Αν μέσα από περιττές ερμηνείες και ανέξοδες συζητήσεις το παραμύθι χάσει τη δύναμή του να μαγεύει, χάνει και τη δυνατότητα να βοηθήσει το παιδί, έξω μα και μέσα μας, να παλέψει και να λύσει μόνο του το πρόβλημα που έκανε το συγκεκριμένο παραμύθι να έχει νόημα για αυτό. Το αφήνει έρμαιο της από- γοήτευσης που είναι μια πολύ επικίνδυνη ασθένεια των ονείρων. Στις μέρες μας θερίζει! Γιατί εκείνος που δεν ονειρεύεται, τι λόγο έχει να ζήσει, όσα κι αν ξέρει, όσα κι αν έχει;
Όταν επισκεφτείτε, λοιπόν, την επόμενη φορά ένα βιβλιοπωλείο ή μια βιβλιοθήκη, αναζητήστε μια συλλογή λαϊκών παραμυθιών. Ελληνικών ή ξένων. Του Μέγα πχ, του Ιωάννου, των Γκριμ, της Αγγελοπούλου και άλλων. Ξεφυλλίστε την και δώστε της μια ευκαιρία με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά. Σκεφτείτε ότι για να έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας τούτα τα λογοτεχνήματα με τόσο ταπεινά μέσα, όπως η ανθρώπινη φωνή, χωρίς προωθητικές καμπάνιες και λαμπερή εικονογράφηση, πάει να πει πως είναι πλάσματα γερά, ευέλικτα, αισιόδοξα, φωτεινά. Ποιος δεν θα ήθελε τέτοια τύχη για τη ζωή του και το παιδί του;