Οι άνθρωποι δεν αντλούν πλέον από τα αποθέματα της σκέψης τους παρά την εξοβελίζουν όταν παραστεί ανάγκη για να δώσει λύσεις. Προτιμούν να θεωρούν βαρετές επαναλήψεις τις ιστορικές πλευρές του παρελθόντος και δείχνουν να μην τους αφορά κάθε τι που αποφασίστηκε από τους δύο παγκοσμίους πολέμους και μετά.
Θαρρείς πως έχουν ενδυθεί τον μανδύα της κενοδοξίας, που εμπλουτίζουν κάθε φορά που της ζητείται κάποια απάντηση ή αντίδραση, τους βλέπουμε να παραπαίουν ανάμεσα σε προσφερόμενες συνταγές ζωής και διαφημιστικό ολοφυρμό, λες και η λύση είναι αυτή, να μην θυμάται κανείς και τίποτε μέσα σε αυτή την κατά τα άλλα πολύπλευρη ζωή.
Αν κάτι δεν αποφέρει υλικό κέρδος δεν το προτιμούν – τουναντίον γυρίζουν την πλάτη σα δεν αποκομίζουν οφέλη ακόμη και στις εικονικές φιλίες - οι εξαιρέσεις δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα – ενώ στην καθημερινότητά τους σαρώνουν με τον καταγγελτικό τους χαρακτήρα στα κοινωνικά υποτιθέμενα δίκτυα την καθημερινότητα, μια ψευδο-αντίσταση που γίνεται με ποικίλους τρόπους, με επίπλαστη αγωνιστικότητα και μια μηδενιστική στάση προς την πολιτική που την σημερινή εποχή όπως και τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί δουλειά των πολιτικάντηδων.
Απλά δηλαδή να φιγουράρουν στην επικαιρότητα, να ασκούν δριμεία κριτική στις νέες γενιές και να αναμασούν την ανόητη αργκό των δικών τους νιάτων. Μπορεί να τους δει όλους αυτούς κανείς να αναπαύονται στην σιγουριά της εργασιακής τους θέσης, να τους απολαύσει στις πικετοφορίες και τα παζάρια με τις πολυδιάστατες μορφές εξουσίας και να τους καμαρώσει που κατεβάζουν ρολά σαν ο κίνδυνος σιμώνει την περιοχή τους.
Δεν μιλάμε παρά για μια εποχή όπου οι έννοιες αμαυρώνονται χάριν μιας γενικευμένης επιπλαστότητας, όπου το δίκιο είναι πάντα με το μέρος μας και όλοι οι άλλοι μιλούν τάχα στο άγνωστο. Τοπικές ή συλλογικές προσπάθειες αλλαγής του τρόπου ζωής πέφτουν στο κενό για το λόγο ότι παντού τα κόμματα της υποτιθέμενης αμφισβήτησης έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο, και όπως έκαναν πάντα, θάβουν την αυθορμησία.
Κάποιοι θα πουν πως το εν λόγω λεξιλόγιο έχει εξαντληθεί, πως η μοίρα της κοινωνίας είναι να αυτοπροβάλλεται ως μία μόνιμη αποτυχία, πως η μέριμνα είναι για να αντιδρούμε σε κάθε τι, έστω και αν αυτό που πράττουμε, βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τον τρόπο ζωής μας. Με λίγα λόγια, όταν άλλοι είμαστε το πρωί και άλλοι το βράδυ που χαλαρώνουμε και αρχίζουμε τα αφηγήματα των ηρωικών αγώνων.
Δεν θέλω να πω με αυτό πως κάποτε επικρατεί η εφιαλτική σιωπή σε τούτη την κοινωνία, πως δεν υπάρχει καν διαμαρτυρία, η διαμαρτυρία όμως είναι μερική και αποσπασματική, πάνω απ΄όλα δε επιλεκτική και μακριά από την ουσία.
Αν υπήρχε ουσία στον υφιστάμενο κόσμο, οι άνθρωποι θα κατέβαλλαν αγωνιώδεις προσπάθειες να επανακτήσουν κάθε τι το απολεσθέν από το ανεξάντλητο απόθεμα των λελογισμένων ικανοτήτων πολλών ονομαστών ή μη προσωπικοτήτων από τον χώρο της επιστήμης, της έρευνας, της φιλοσοφίας, της ποίησης και της λογοτεχνίας, δεν θα άφηναν ποτέ ανεκμετάλλευτο το πνευματικό δυναμικό των περασμένων εποχών.
Μετρά όμως περισσότερο αυτή η επιπλαστότητα και η ψευδεπίγραφη παραίνεση για παρουσία στους δρόμους και τα πεζοδρόμια και ειδικά όταν αυτή η «αγωνιστική» παρουσία συνδυάζεται με «κινηματικές αλχημείες» μέσω ασυνάρτητων βωμολοχιών αλλά πάνω απ΄όλα γηπεδικών συνθημάτων στην πολιτική που δεν υφίσταται ως τέτοια.
Μιλάμε δηλαδή για ρητή αποσάρθρωση των ελάχιστων εναπομεινάντων θεμελίων ενός πνευματικού επιπέδου που έγινε απλά η επίστρωση που καλύπτει κάθε δημιουργία και ξεχωριστό επίτευγμα.
Άντληση από τα σκεπτικά αποθέματα θα σήμαινε παραίτηση από αποθεωτικές διατρανώσεις του υλικού πανηγυριού, απεμπολή όλων εκείνων των αποπροσανατολιστικών λεκτικών εκκρίσεων που στάζουν χολή από ιδεοληψίες και ανοσιουργήματα της τυχάρπαστης σκέψης και νοηματικής παραλυσίας.
Πρέπει λοιπόν να επέμβει ο καθείς στον εαυτό του και να αντλήσει από το βάθος της ψυχής του ενάντια στην καθημερινή ψυχοσωματική γήρανση.
Πρέπει πάλι να εισπνεύσει τις λεκτικές ευωδίες του παρελθόντος αν θέλει πραγματικά να αποτινάξει τη νοσηρότητα.
Πρέπει να πει για πρώτη και τελευταία φορά να παραδεχθεί πως κάνει λάθος που ξεχνά. Γιατί λήθη σημαίνει ερημιά. Και η ερημιά δεν αφήνει ίχνη, όπου ακολουθώντας τα μπορείς να βρεις τους χαμένους θησαυρούς των νοημάτων.