Νοτιοανατολικά του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας, κάθετα στην οδό Ηλιού «βγαίνει» ένα μικρό αδιέξοδο στενό, με το όνομα «οδός Βίνκελμαν». Ποιος ήταν όμως αυτός ο Βίνκελμαν;
8 Ιουνίου 1768 στο λιμάνι της Τεργέστης. Ο Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Johann Joachim Winckelmann διαμένει πια τρεις ημέρες στο καλύτερο πανδοχείο της πόλης, το Locanda Grande. Μετά τη βράβευσή του από τη Maria Theresa στη Βιέννη, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Εδώ και τρεις ημέρες ψάχνει να βρει πλοίο για την Ανκόνα. Στο ίδιο πανδοχείο μένει κι ένας συνταξιδιώτης του στο ταξίδι της επιστροφής από τη Βιέννη. Είναι ο Francesco Arcangeli που «άρεσε» στον Winckelmann και είχαν γίνει φίλοι. Η ομοφυλοφιλία του πενηντάχρονου Γερμανού διανοούμενου τον είχε οδηγήσει στον Arcangeli. Συνομιλούν στο δωμάτιο του Winckelmann. Σε λίγη ώρα ο Arcangeli του επιτίθεται με σκοπό την αφαίρεση τιμαλφών καθώς και των μεταλλίων που του είχε απονείμει η Maria Theresa. Τον μαχαιρώνει και προσπαθεί να τον πνίξει. Την ίδια στιγμή ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου τον βλέπει. Ο Arcangeli προσπάθησε να διαφύγει. Ο Winckelmann πέθανε το ίδιο απόγευμα αφού πρόλαβε να καταθέσει στους αστυνομικούς που έφτασαν στο πανδοχείο.
Το άγγελμα του θανάτου του Winckelmann αναστάτωσε όλους τους διανοούμενους της Ευρώπης. Ο Γερμανός ιστορικός ήταν πρωτοπόρος στην ανάλυση των αρχαιολογικών ευρημάτων και θεωρείται ο πατέρας και ιδρυτής της σύγχρονης επιστημονικής αρχαιολογίας.
Ο Winckelmann γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια στο Stendal, του Βρανδεμβούργου. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης. Τα πρώτα χρόνια του νεαρού ήταν γεμάτα δυσκολίες, αλλά τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα τον οδήγησαν πολύ ψηλά. Αργότερα στη Ρώμη, όταν έγινε διάσημος λόγιος, έγραψε γι’ αυτό το ξεκίνημα της ζωής του:
«Εδώ κακομαθαίνει κανείς· αλλά ο Θεός μου το χρωστούσε αυτό· στα νιάτα μου υπέφερα πάρα πολύ».
Πώς όμως έφτασε ο Winckelmann στη Ρώμη;
Ο Winckelmann τελείωσε το γυμνάσιο στο Βερολίνο και στο Salzwedel. Το 1738, σε ηλικία 21 ετών, πήγε ως φοιτητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Halle. Όμως, δεν ήθελε να γίνει θεολόγος. Από νωρίς είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για τους Έλληνες κλασικούς και σύντομα αφοσιώθηκε στη μελέτη των ελληνικών και των λατινικών ενώ ταυτόχρονα άρχισε να παρακολουθεί τις διαλέξεις του Alexander Gottlieb Baumgarten απ’ όπου πήρε γνώσεις για την αισθητική της τέχνης.
Συνέχισε να εργάζεται ως δάσκαλος στην ισχυρή οικογένεια Lamprecht. Τότε εκδήλωσε την ομοφυλοφιλία του που εκφράστηκε με τον ενθουσιασμό του για την ανδρική μορφή και την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γλυπτική. Τότε σε ένα δοκίμιό του ανέφερε: «Ο μόνος τρόπος για να γίνουμε σπουδαίοι, ή ακόμα και αμίμητοι, είναι να μιμηθούμε τους αρχαίους Έλληνες».
Το 1755 άλλαξε το δόγμα του και από τον Προτεσταντισμό πέρασε στον Καθολικισμό και μετακόμισε στη Ρώμη. Αυτή η θρησκευτική μεταστροφή του ήταν πιθανώς μια υπολογισμένη κίνηση για να βελτιώσει τις πιθανότητές του να βρει υποστήριξη στη αιώνια πόλη.
Κατά τον Winckelmann, υπήρχαν τέσσερις κύριες φάσεις στην ελληνική τέχνη, τις οποίες καθόρισε στο έργο του «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας» το 1764:
Η πρώτη ήταν η «ευθεία και σκληρή φάση, που περιλαμβάνει κυρίως γλυπτική της Αρχαϊκής περιόδου, πριν από τον Φειδία,
Η δεύτερη ήταν η «μεγάλη και τετράγωνη» φάση, με γλυπτά από την πρώιμη κλασική περίοδο, όπως του Φειδία και του Πολυκλείτου,
η τρίτη, από την ύστερη κλασική περίοδο, ονομαζόταν «όμορφη και ρέουσα», και συμπεριλάμβανε τα έργα του Πραξιτέλη και
η τέταρτη φάση που περιλαμβάνει σχεδόν οτιδήποτε έγινε μετά την τρίτη φάση, θεωρήθηκε από τον Winckelmann απλά μιμητική και επομένως κατώτερη.
Το μικρό, αδιέξοδο στενό στη Γούβα θα θυμίζει πάντοτε τον ελληνολάτρη Γερμανό λόγιο που αν και δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, εμπνεύστηκε από την αρχαία ελληνική τέχνη και θεμελίωσε τη σύγχρονη αρχαιολογία.