Στην τουριστική βιβλιογραφία οι μετανάστες που επισκέπτονται την πατρογονική τους πατρίδα αναφέρονται ως «τουρίστες της διασποράς», «τουρίστες της επιστροφής» και «ταξιδιώτες που ανακαλύπτουν τις ρίζες τους».
Ο «τουρισμός της διασποράς» ή «απόδημος τουρισμός» ή «ομογενειακός τουρισμός» είναι μια νέα ταξιδιωτική τάση με διαρκώς αυξανόμενη δυναμική και περιλαμβάνει όλους εκείνους που ξενιτεύτηκαν από τις πατρίδες τους και διαμένουν σε άλλες χώρες (Proyrungroj, 2022). Επίσης, περιλαμβάνει τα παιδιά, τα εγγόνια και όλους τους απογόνους τους που επιθυμούν να επισκεφθούν την πατρίδα των προγόνων τους, να μάθουν την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Μάλιστα μια υποκατηγορία της ειδικής αυτής μορφής είναι και ο «τουρισμός DNA ή προγονικός τουρισμός» , όπου περιλαμβάνει ανθρώπους, οι οποίοι ανακαλύπτουν την καταγωγή τους και έτσι τους γεννάται η επιθυμία να επισκεφθούν τη χώρα ή τις χώρες που έχουν κάποια “βιολογική” σύνδεση.
Κοινό χαρακτηριστικό των κοινοτήτων της διασποράς είναι η ισχυρή επιθυμία να παραμείνουν συνδεδεμένες με την πατρίδα τους ή ακόμη και να επιστρέψουν σε αυτή. Η «νοσταλγία» είναι μια έννοια που αναφέρεται στη λαχτάρα των ατόμων να ξαναζήσουν ή να αναπαραστήσουν εμπειρίες του παρελθόντος (αποκαλείται και «νοσταλγικός τουρισμός») (Kimm et al., 2019). Οι κοινότητες της «διασποράς» διακατέχονται πολύ συχνά από συναισθήματα νοσταλγίας και οικειότητας, που διαπνέονται από θετικά συναισθήματα ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης.
Κάποιοι μελετητές (Karayanni et al. ,2019; Otto et al. , 20219b κ.α.) κάνουν λόγο για τον ‘’Νόστο’’ που αντιπροσωπεύει τη λαχτάρα για επιστροφή στα πάτρια εδάφη, την δική τους «Ιθάκη». Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στους μετανάστες πρώτης γενιάς με την επιστροφή στον τόπο καταγωγής να αποτελεί στόχο ζωής. Το αίσθημα της «αναζήτησης/επανασύνδεσης με τις ρίζες» διακατέχει πολύ έντονα τις κοινότητες της διασποράς. Η απουσία από τον τόπο καταγωγής είναι πολιτισμικά επεξεργασμένη στα ελληνικά με την έννοια ‘’ξενιτιά’’, η ξένη γη που κάποιος ξενιτεύεται, που περικλείει τα οδυνηρά συναισθήματα νοσταλγίας και απώλειας εκείνων που φεύγουν ακούσια και εκείνων που μένουν πίσω. Η ‘’ξενιτιά’’ συνδυάζει ένα ισχυρό ήθος επιστροφής και την πεποίθηση ότι όποιος ανήκει στην Ελλάδα πρέπει μια μέρα να επιστρέψει εκεί.
Αρκετά μέλη των διασπορικών κοινοτήτων εκλαμβάνουν την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στη χώρα των προγόνων τους, ως μια εμπειρία που πρέπει να συμβεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, ενώ μερικοί θεωρούν το ταξίδι της επιστροφής στον τόπο καταγωγής ως ένα ετήσιο προσκύνημα. Όσον αφορά τους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής ή τη γη των προγόνων, η «οικογενειακή επανένωση», η «διατήρηση των οικογενειακών δεσμών» η «εκπλήρωση οικογενειακών υποχρεώσεων» (γάμοι, κηδείες κα) ή η επιβεβαίωση των κοινωνικών δεσμών αποτελούν ισχυρά κίνητρα ταξιδιού . Συχνά ο διασπορικός τουρίστας ταξιδεύει με κύριο σκοπό την «επίσκεψη σε συγγενείς και φίλους», την αναζήτηση των ριζών, τη «συμμετοχή σε φεστιβάλ ή γιορτές» και την ενίσχυση/αναβίωση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας» Σημαντικό κίνητρο αποτελεί και η «χρήση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης» στη χώρα καταγωγής σημαντικός παράγοντας έλξης λόγω κοινής ιατρικής κουλτούρας, διαθεσιμότητας χρόνου «για το διάστημα που βρίσκονται στο σπίτι τους», επικοινωνίας στη μητρική γλώσσα, δεύτερης ιατρικής γνώμης, ποιότητας και προσιτής τιμής ή δυσαρέσκειας από το υπάρχον σύστημα στη χώρα μόνιμης κατοικίας τους.
Και ενώ είχαμε μάθει να ταξινομούμε τους τουρίστες σε εγχώριους και διεθνείς, στην περίπτωση του ‘’τουρίστα της διασποράς’’ έχουμε να κάνουμε με μια ενδιάμεση κατάσταση: ενώ θεωρούνται τεχνικά «ξένοι» στη χώρα καταγωγής τους, μοιράζονται το ίδιο πολιτιστικό υπόβαθρο και την ίδια σχέση με τον προορισμό όπως και οι εγχώριοι τουρίστες.
Δεν είναι λοιπόν καινούργιο το ότι κάθε χρόνο ο οι Έλληνες του εξωτερικού επιστρέφουν στην πατρίδα για να δουν οικογένεια, συγγενείς και φίλους αλλά και για να απολαύσουν τις διακοπές τους σε γνώριμα εδάφη. Ωστόσο η μεγάλη αυτή επιθυμία των Ελλήνων της διασποράς να ταξιδέψουν στη χώρα καταγωγής τους συχνά προσκρούει σε σημαντικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όταν θέλουν να κλείσουν τις διακοπές τους στην πατρίδα, να φέρουν εκτός από την οικογένειά τους, τους φίλους τους, τους συγγενείς τους και πάει λέγοντας. Δυσκολίες που δεν εστιάζονται τόσο στο κόστος όσο στη διευκόλυνση του Έλληνα ομογενή να έρθει στην Ελλάδα περισσότερες φορές το χρόνο.
Ελάχιστοι έως τώρα έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους στην αγορά αυτή, που αν και μικρή, αποδεδειγμένα μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα στην τοπική οικονομία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το ότι ‘’υπάρχει μία ακόμη Ελλάδα εκτός συνόρων’’ μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, όμως έχει σε ένα μεγάλο βαθμό βάση. Μπορεί το τρίτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης που γνωρίζει η χώρα να μην έχει τη δυναμική που είχαν τα δύο προηγούμενα (το πρώτο στις αρχές του περασμένου αιώνα και το δεύτερο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) όμως ενισχύει σημαντικά τη δεύτερη αυτή Ελλάδα.
Με βάση τα τελευταίες εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού σήμερα, περισσότεροι από 5.000.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων, διεσπαρμένοι σε 140 χώρες της υφηλίου. Μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού ελληνικής καταγωγής παρατηρούμε στις ΗΠΑ (περί τα 3.000.000), με δεύτερη την Ευρώπη (1.000.000)- συμπεριλαμβανομένων και των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης-, την Αυστραλία (650.000 με 700.000), τον Καναδά (περί τις 350.000), την Ασία – Αφρική (περί τις 100.000) και την Κεντρική και Νότια Αμερική (περί τις 60.000).
Στην Ευρώπη η μεγαλύτερη κοινότητα βρίσκεται στη Γερμανία (υπολογίζεται μεταξύ 400.000 και 450.000) και ακολουθείται από τη Βρετανία όπου οι ελληνικής καταγωγής πολίτες υπολογίζονται σε 400.000 -μαζί όμως με την κυπριακή κοινότητα- ενώ από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες ισχυρή παρουσία υπάρχει στη Ρωσία (98.000) και την Ουκρανία (90.000).
Μάλιστα σύμφωνα, με μελέτη του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (2020), μετά το 2010, ξενιτεύτηκαν περί τους 350.000 – 400.000 Έλληνες με κύριους προορισμούς τη Γερμανία (160.000), το Ηνωμένο Βασίλειο (65.000), την Ολλανδία (17.000), τις ΗΠΑ (14.000), την Αυστραλία (13.000), την Ελβετία (12.000), τη Σουηδία (10.000) και το Βέλγιο (8.000).
Σε αυτή τη νέα δυναμική και ανοδική τάση των ‘’τουριστών της διασποράς’’ θα πρέπει από την πλευρά της και η προσφορά να μπορεί να ανταποκριθεί με γρήγορα αντανακλαστικά, καινοτόμες υπηρεσίες και ψηφιακή τεχνολογία. Είναι καιρός να οργανωθούν και να παραχθούν νέες καινοτόμες υπηρεσίες για αυτά τα ειδικά τμήματα της αγοράς εκ μέρους των τουριστικών πρακτόρων και της τουριστικής προσφοράς εν γένει, ικανοποιώντας επαρκώς τις σύγχρονες απαιτήσεις τους, που απορρέουν από την επιθυμία των Ελλήνων και των φιλελλήνων του εξωτερικού να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα.
Επίσης, ιδιαίτερη δυναμική μπορεί να έχει και η προσέλκυση Ελλήνων ψηφιακών νομάδων, οι οποίοι θα μπορούσαν να μένουν δύο ή και περισσότερους μήνες στην Ελλάδα και να εργάζονται ταυτόχρονα απομακρυσμένα. Αυτό άλλωστε θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του λεγόμενου “brain drain”. Αλλά και ο ιατρικό τουρισμός , που μπορεί να προσελκύσει ένα σημαντικό μέρος των Ομογενών να επισκεφθούν την Ελλάδα καθώς, έχουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους Έλληνες γιατρούς.
Ο Έλληνας του εξωτερικού χρειάζεται κάποιον ειδικό για να του οργανώσει το ταξίδι του με βάσει τις ανάγκες του που, μεταξύ άλλων υπηρεσιών, περιλαμβάνει και εκδρομές εντός της χώρας. Ο έλεγχος του κόστους του ταξιδιού, είναι σημαντικός, ωστόσο, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι να ξέρει ο ταξιδιώτης από πριν, πού θα μείνει, πώς θα μετακινηθεί και τι εκδρομές μπορεί να κάνει. Απαιτείται να δημιουργηθεί μία στοχευμένη θεματική καμπάνια ώστε να μπορούν οι Έλληνες του εξωτερικού να φέρουν μαζί τους, τους εξ αγχιστείας αλλοδαπούς συγγενείς, τους αλλοδαπούς φίλους και συναδέλφους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό. Μια αποτελεσματική εκστρατεία προώθησης στον πυρήνα της οποίας θα βρίσκεται έντονα το αίσθημα της νοσταλγίας για την πατρίδα και ένα σύνολο υπηρεσιών που συνδέονται με το προφίλ του ομογενή τουρίστα.
Οι Έλληνες του εξωτερικού δεν είναι μία ομοιογενής ομάδα, καθώς έχουμε τους νέους που μετανάστευσαν την τελευταία δεκαετία και αυτούς που έφυγαν πριν το 2010. Επίσης, είναι η δεύτερης και τρίτης γενιάς Έλληνες που γεννήθηκαν και ζουν στο εξωτερικό, οι οποίοι παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά κι έχουν άλλα ταξιδιωτικά κίνητρα από τους υπόλοιπους.
Ωστόσο σχετική μελέτη (Greek Diaspora relations with the homeland. The travelling dynamics in the post – 2010 period, Πηγή: Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, 2020) εντοπίζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά:
Η παραμονή των Ελλήνων του εξωτερικού στην πατρίδα διαρκεί περισσότερες ημέρες σε σύγκριση με τους αλλοδαπούς τουρίστες.
Ενισχύουν την τοπική οικονομία καθώς προτιμούν τις τοπικές επιχειρήσεις για να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες και ακόμα και όταν δεν ταξιδεύουν σε άλλα μέρη πέραν του τόπου καταγωγής, επιλέγουν να συχνά να διαμένουν σε τοπικά ξενοδοχεία. Παρά το γεγονός, ότι συνολικά οι τουριστικές δαπάνες των ‘’τουριστών της διασποράς’’ στην Ελλάδα, δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο το 5% των συνολικών τουριστικών εισπράξεων, οι ομογενείς ενισχύουν αποτελεσματικά την τοπική οικονομία καθώς θα επιλέξουν να φάνε στο εστιατόριο της περιοχής, να επισκεφθούν καταστήματα του τόπου τους, κ.ο.κ.
Αμβλύνουν την εποχικότητα του τουρισμού. Οι Έλληνες του εξωτερικού επισκέπτονται την Ελλάδα τόσο το καλοκαίρι όσο και τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου. Μπορούν να έρθουν για Χριστούγεννα και Πάσχα καθώς και οποιαδήποτε άλλη στιγμή του φθινοπώρου, του χειμώνα ή της άνοιξης για να δουν τους δικούς τους ανθρώπους ή να συμμετέχουν σε κάποια κοινωνική εκδήλωση.
Τοποθετούν περισσότερους προορισμούς στον “τουριστικό χάρτη”. Επειδή για τους απόδημους η πατρίδα τους είναι λίγο πολύ γνωστή, θα προτιμήσουν εκτός από τα γνωστά τουριστικά μέρη να επισκεφθούν και λιγότερο τουριστικούς προορισμούς.
Νοιώθουν περισσότερο σαν ντόπιοι παρά σαν τουρίστες, καθώς σχεδόν όλοι γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική κουλτούρα και διατηρούν συναισθηματικούς δεσμούς με τη μητέρα – πατρίδα.
Ωστόσο οι Έλληνες εξωτερικού πρώτης γενιάς μεταναστών, έχουν την επιθυμία να επισκεφθούν την πατρίδα για να δουν την οικογένειά τους και τους φίλους τους. Οι δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι αυτοί που συχνά χρειάζονται ένα επιπλέον κίνητρο για να έρθουν στην πατρίδα των προγόνων τους ως τουρίστες.
Ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν το ρόλο των απόδημων πληθυσμών τους στην εθνική τους οικονομία και είναι πρόθυμοι να τους καλωσορίσουν, προτείνοντας δράσεις για την προσέλκυσή τους τόσο ως επενδυτές αλλά και ως τουρίστες. Βασίζονται σε μελέτες που αποδεικνύουν ότι αυτή η τόσο εξειδικευμένη αγορά, αν και με τις χαμηλότερες, συγκριτικά με άλλες αγορές, δαπάνες, συμβάλλει τα μέγιστα στην τοπική οικονομία, επιμηκύνει την τουριστική περίοδο, τοποθετεί στον χάρτη των ταξιδιών λιγότερο τουριστικούς προορισμούς και γίνεται ο καλύτερος πρεσβευτής του τουριστικού προϊόντος της πατρίδας του.
Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες, με την βοήθεια σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων στους τομείς της Παιδείας, της έρευνας και της καινοτομίας, τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν ανοιχτεί στον κόσμο, αναπτύσσοντας διεθνείς συνεργασίες και αυξάνοντας την απήχησή τους σε φοιτητές, καθηγητές και ερευνητές ανά την υφήλιο. Σε αυτό το επίπεδο η ελληνική Διασπορά, με την ισχυρή παρουσία της σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και επιστημονικά κέντρα ανά τον κόσμο, με το διαχρονικά έντονο ενδιαφέρον της για την Εκπαίδευση και με τη γνήσια διάθεσή της να προσφέρει στην ανάπτυξη της χώρας μας, μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην εξωστρέφεια των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Ελλάδας και να αποτελέσει σημαντικότατο πλεονέκτημα και μέσο για την επίτευξη του στόχου της διατήρησης, ισχυροποίησης και περαιτέρω διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικότητας.
*Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μαρινάκος, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τουριστικού Μάνατζμεντ του Παν/μίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων