Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 ανακοινώθηκε ότι η Ιταλία αποσύρθηκε από τη συμμαχία με τη χιτλερική Γερμανία και τον Άξονα και συνθηκολόγησε, άνευ όρων, με τις συμμαχικές δυνάμεις. Τη συνθηκολόγηση ανακοίνωσε από την Αλγερία όπου βρισκόταν ο Αμερικανός στρατηγός Eisenhower:
«Η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε τις ένοπλες δυνάμεις της, άνευ όρων. Οι εχθροπραξίες μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των Συμμάχων Εθνών και της Ιταλίας τερματίζονται αμέσως. Όλοι οι Ιταλοί που τώρα βοηθούν έμπρακτα στην εκδίωξη του Γερμανού επιδρομέα από το ιταλικό έδαφος, θα έχουν την βοήθεια και την υποστήριξη των Συμμάχων Εθνών».
Λίγο αργότερα ο επικεφαλής της κυβέρνησης της φασιστικής Ιταλίας, στρατάρχης Pietro Badoglio επιβεβαίωσε:
«Η ιταλική κυβέρνηση, αφού αναγνώρισε την αδυναμία συνέχισης του άνισου αγώνα ενάντια στη συντριπτική αντίθετη εξουσία, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω και σοβαρότερη ζημιά στο έθνος, ζήτησε μια ανακωχή από τον στρατηγό Eisenhower αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Αγγλοαμερικανικών Δυνάμεων. Το αίτημα έγινε αποδεκτό. Κατά συνέπεια, κάθε πράξη εχθρότητας ενάντια στις αγγλοαμερικανικές δυνάμεις πρέπει να σταματήσει από τις ιταλικές δυνάμεις παντού. Ωστόσο, θα αντιδράσουν σε τυχόν επιθέσεις από οποιαδήποτε άλλη πηγή».
Η «άλλη πηγή» αντέδρασε. Και μάλιστα πολύ βίαια. Οι Γερμανοί, με την «επιχείρηση Άξονας» προσπάθησαν να αφοπλίσουν τους πρώην συμμάχους τους.
Έτσι έγινε και στην Κεφαλονιά. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, η ιταλική 33η μεραρχία πεζικού Άκουι αντιστάθηκε στην προσπάθεια αφοπλισμού της από τους πρώην συμμάχους της. Η αντίσταση των Ιταλών άντεξε μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου. Τότε τους τελείωσαν τα πυρομαχικά και παραδόθηκαν. Οι απώλειες των Ιταλών ήταν βαριές. Συνολικά 1.315 Ιταλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη, 5.155 εκτελέστηκαν στις επόμενες ημέρες της παράδοσης μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα 3.000 Ιταλοί χάθηκαν στη θάλασσα όταν τα γερμανικά πλοία που τους μετέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τορπιλίστηκαν και βυθίστηκαν από τα συμμαχικά υποβρύχια.
Αυτή η σφαγή των ανδρών της μεραρχίας Άκουι που είχε παραδοθεί, από τους πρώην συμμάχους της, της 1ης ορεινής μεραρχίας, ήταν μια από τις φρικαλεότητες των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Η ιταλική μεραρχία Άκουι είχε εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά τον Μάιο του 1943 αφού μετά την κατάληψη της Ελλάδας τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1941, η χώρα είχε χωριστεί σε ζώνες κατοχής. Οι Ιταλοί πήραν την ηπειρωτική χώρα και τα περισσότερα νησιά. Η μεραρχία αποτελούνταν από 11.500 στρατιώτες και 525 αξιωματικούς. Η ιταλική μεραρχία διέθετε επίσης ναυτικές παράκτιες πυροβολαρχίες, τορπιλακάτους και δύο αεροσκάφη. Διοικητής της ήταν ο στρατηγός Antonio Gandin που είχε παρασημοφορηθεί στο ρωσικό μέτωπο.
Από τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί υπό τον φόβο της παράδοσης των ιταλικών δυνάμεων στους συμμάχους άρχισαν να επιτηρούν τους συμμάχους τους. Μια δύναμη 2.000 ανδρών με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Johannes Barge, έφτασε και στην Κεφαλονιά.
Αφού είχε ανακοινωθεί η ανακωχή της Ιταλίας, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1943, η ιταλική στρατιωτική ηγεσία διέταξε τον Gandin, να αντισταθεί στον αφοπλισμό της μεραρχίας Άκουι από τους Γερμανούς, αφού ήταν πια εχθροί. Την ίδια μέρα ο Barge έστειλε στον Gandin ένα τελεσίγραφο, που ουσιαστικά τον καλούσε σε παράδοση. Παρά τις ρητές εντολές της ιταλικής στρατιωτικής ηγεσίας, ο Gandin συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς. Αρχικά συμφώνησε να αποσύρει τις δυνάμεις του στα Καρδακάτα και στη συνέχεια ενημέρωσε τον Barge ότι θα αφοπλίσει τη μεραρχία Άκουι! Οι κατώτεροι Ιταλοί αξιωματικοί αντέδρασαν στις επιχειρούμενες συμφωνίες του Gandin με τους Γερμανούς και τον απείλησαν με εξέγερση.
Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πράγματα ακολούθησαν τη μοίρα τους. Το ιταλικό πυροβολικό άνοιξε πυρ σε πέντε γερμανικά αποβατικά πλοία που κατέφθαναν στο Αργοστόλι, βυθίζοντας δύο από αυτά. Το τελεσίγραφο του Barge έληξε στις 14 Σεπτεμβρίου. Ακολούθησε η σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Άκουι από τις 22 μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 1943.
Ο στρατηγός Antonio Gandin εκτελέστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1943 από τις γερμανικές δυνάμεις. Ο Johannes Barge πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου, στη Γερμανία σε ηλικία 94 ετών.