Στη Χώρα, στην Καλαμάτα, στο Ηράκλειο της Κρήτης αλλά και στον Άγιο Παντελεήμονα, ανάμεσα στον Σχινιά και τη Νέα Μάκρη, υπάρχουν δρόμοι που φέρουν τιμητικά το όνομα του αρχαιολόγου, ανθρωπολόγου και ιστορικού της Τέχνης, Σπύρου Μαρινάτου.
Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς στις 4 Νοέμβρη του 1901 και πέθανε, σε ατύχημα, μέσα στον χώρο των ανασκαφών στον προϊστορικό μινωικό οικισμό, στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, την 1η Οκτώβρη του 1974.
Αφού τελείωσε τις σπουδές του στην αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας, το 1921, λίγα χρόνια αργότερα, το 1925, διορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης. Μετά από δυο χρόνια έφυγε για μετεκπαίδευση στη Γερμανία. Επιστρέφοντας, ξεκίνησε μια λαμπρή καριέρα. Την περίοδο 1937-39 τοποθετήθηκε διευθυντής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας. Το 1939 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1955 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την περίοδο 1955-1958 διετέλεσε για δεύτερη φορά διευθυντής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας. Το 1958 εκλέχθηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1967 ανέλαβε, ως Προϊστάμενος Γενικός Επιθεωρητής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τη Γενική Επιθεώρηση Αρχαιοτήτων.
Κι όμως μέσα από αυτές τις πραγματικά υψηλές θέσεις ο Σπύρος Μαρινάτος δεν ξέχασε την αρχαιολογική σκαπάνη. Πήρε μέρος σε ανασκαφές και έρευνες στην Κρήτη, στην Κεφαλονιά, στις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα, στη Μεσσηνία και φυσικά στον προϊστορικό οικισμό στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, κάτι που τον έκανε παγκόσμια γνωστό.
Η κυριότερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια προσφορά του στη μυκηναϊκή αρχαιολογία ήταν οι ανασκαφές και μελέτες του στη Μεσσηνία. Εκεί για δεκαπέντε χρόνια, αδιάκοπα, από το 1952 μέχρι το 1966, οργώνοντας κυριολεκτικά τη Μεσσηνιακή γη, ανέδειξε πολλούς θησαυρούς της. Ακάματος, περιπλανήθηκε παντού, σε κάθε πιθανό μέρος που θα μπορούσε να κρύβει την ιστορία του τόπου.
Το 1952 η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» επανέλαβε τις ανασκαφές στον Εγκλιανό της Χώρας, όπου ήδη από το 1939 είχε αρχίσει ανασκαφές ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης με τη συνεργασία της αμερικανικής αποστολής υπό τον καθηγητή Carl W. Blegen και είχαν διακοπεί λόγω του πολέμου. Η ανασκαφή ξανάρχισε με εκπρόσωπο της Εταιρείας τον καθηγητή της Αρχαιολογίας, Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Στόχος όλων ήταν η αναζήτηση του ανακτόρου. Οι δυο καθηγητές συμφώνησαν να μοιραστούν την έρευνα και ο καθηγητής Blegen με την ομάδα του να αναλάβει το ανάκτορο ενώ ο καθηγητής Μαρινάτος να ερευνήσει και να ανασκάψει τους τάφους και τους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή, αφού ήταν σίγουρο ότι παντού τριγύρω υπήρχαν λείψανα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Αρχικά ο Μαρινάτος οδηγήθηκε στη Χώρα, στις συστάδες των τάφων στα Βολιμίδια, περίπου έξι χιλιόμετρα βορειότερα, προς το Κεφαλόβρυσο. Ερευνώντας και ανασκάπτοντας τη Μεσσηνία έφτασε βόρεια μέχρι τα ανατολικά της Κυπαρισσίας, στην Περιστεριά και τη Μουριατάδα και νότια μέχρι το Χαροκοπιό και την Κορώνη.
Κάθε χρόνο τα αποτελέσματα των ερευνών του δημοσιεύονταν στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας και φυσικά αναμένονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατάφερε να διερευνήσει 18 μεγάλες και μικρότερες μυκηναϊκές εγκαταστάσεις. Σε αυτές βρέθηκαν 29 θολωτοί τάφοι, από τους οποίους οι δέκα ήταν μεγάλοι, κάτι που υποδηλώνει την ύπαρξη εκεί αντίστοιχων εδρών τοπικών αρχόντων και αξιωματούχων.
Η συνεργασία του Μαρινάτου με τον Blegen ανέδειξε τη Μεσσηνία ως μια περιοχή ανάλογης σημασίας και αξίας με τις περιοχές των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων της Αργολίδας και της Βοιωτίας. Ο Blegen με τους συνεργάτες του κατάφερε να δημοσιεύσει σε τρεις τόμους το ανάκτορο του Εγκλιανού, ο Μαρινάτος όμως, λόγω και της άμεσης εμπλοκής του στην ανασκαφή της Θήρας, δεν κατάφερε να δημοσιεύσει ενιαία τα αποτελέσματα των ερευνών του στην υπόλοιπη Μεσσηνία. Η εργασία του αυτή υπάρχει όμως στα Αρχεία της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» καθώς και σε μια έκδοση της Εταιρείας (αρ. 22).
Αμέσως μετά τη Μεσσηνία ο Σπυρίδων Μαρινάτος κατευθύνθηκε στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης. Τον Σεπτέμβριο του 1967, έκανε μια σημαντική ανακοίνωση για τα εκεί ευρήματα:
«…Απεδείχθη ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μεγάλου συγκροτήματος το οποίον περισσότερον φαίνεται να είναι ανάκτορον. (...) Τα δωμάτια είναι πλήρη παντός είδους αρχαιοτήτων. Αφθονωτάτη είναι η ζωγραφική κεραμική. (...) Ευρέθησαν σαφή ίχνη μεγάλου σεισμού, ο οποίος κατέρριψε τα οικοδομήματα προτού αρχίση η βροχή της κισήρεως και της τέφρας...».
Αυτά επιβεβαίωσαν τη θεωρία του ότι ο μινωικός πολιτισμός καταστράφηκε το 1500 π.Χ., από γιγαντιαία έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.
Το Ακρωτήρι εκτός από τόπος δόξας, έμελλε να είναι μοιραίος τόπος για τον μεγάλο αρχαιολόγο, αφού εκεί βρήκε τραγικό θάνατο, την 1η Οκτωβρίου του 1974.