Κυριακή, 02 Φεβρουαρίου 2025 19:53

Διακρατικές Συμφωνίες και Διαχειριστικές Επιτροπές

Διακρατικές Συμφωνίες και Διαχειριστικές Επιτροπές

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (Scuola Archeologica Italiana di Atene, SAIA) εποπτεύει και συντονίζει αρχαιολογικές αποστολές που συγκροτούνται και αναπτύσσονται στην Ελλάδα από ιταλικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.
Από τον ιδρυτικό νόμο της «Σκοπός της Σχολής είναι να προωθήσει την ανώτατη αρχαιολογική μόρφωση, να εφοδιάσει τους αποφοίτους της Σχολής Αρχαιολογίας της Ρώμης και τους πτυχιούχους των κλασσικών σπουδών των Ιταλικών Πανεπιστημίων και των Ανωτέρων Ινστιτούτων, το μέσον για να τελειοποιήσουν τις σπουδές γενικότερα αρχαιολογίας, και ελληνικών αρχαιοτήτων ειδικότερα, καθώς επίσης και να μπορέσουν να εξερευνήσουν την ελληνική ανατολή με ταξιδιά, έρευνες και ανασκαφές. Αυτή θα εξυπηρετήσει ακόμα σαν κέντρο και σταθμός των ιταλών αρχαιολόγων που πηγαίνουν στην Ελλάδα για ειδικές σπουδές, θα είναι μέρος συναντήσεων μεταξύ ιταλών και ελλήνων λογίων, και το μέσο για να διευκολυνθούν και να παγιωθούν οι επιστημονικές σχέσεις μεταξύ των δύο εθνών που έχουν κοινούς τους δεσμούς και τις παραδόσεις του κλασικού πολιτισμού».
Σύμφωνα με τα αρχεία της ιταλικής βουλής, την 9η Μαΐου του 1909    «Έχει ιδρυθεί στην Ελλάδα, με έδρα την Αθήνα, ένα Ιταλικό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας με το όνομα Scuola Archeologica Italiana di Atene», η οποία αντικαθιστούσε την προηγούμενη Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κρήτη(Missione Archeologica Italiana di Creta) που είχε ιδρυθεί δέκα χρόνια πριν. Η ιταλική αποστολή είχε ήδη βρει, το 1908,    τον δίσκο της Φαιστού.
Μετά τον Β´ παγκόσμιο πόλεμο για να επαναλειτουργήσει το Ιταλικό Ινστιτούτο έπρεπε να υπάρξει αδειοδότηση από το ελληνικό κράτος. Αυτό έγινε με την αντίστοιχη αμοιβαία αδειοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία.
Συγκεκριμένα, η ιδέα της ίδρυσης του ελληνικού Ινστιτούτου ανήκει στον Επτανήσιο διπλωμάτη και ποιητή Μαρίνο Σιγούρο. Αυτός το 1922, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, είχε συλλογιστεί πως «ο μόνος τρόπος που θα έσωζε τ’ απομεινάρια της μεγάλης περιουσίας και την ιστορική παράδοση του εκεί ελληνισμού, ήταν η ίδρυση ενός Ινστιτούτου μεταβυζαντινών μελετών, που θα μπορούσε ν’ αφομοιώσει και ν’ αντικαταστήσει τη χρεοκοπημένη ελληνική παροικία…».
Αυτή η σκέψη του Σιγούρου έγινε πραγματικότητα 25 χρόνια αργότερα, όταν το 1947, με δική του πρωτοβουλία, συνομολογήθηκε μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος η συμφωνία του πρεσβευτή της Ελλάδας με τον υπουργό εξωτερικών Carlo Sforza. Με βάση αυτήν, το ιταλικό κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να επιτρέψει την ίδρυση στην Ιταλία Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και αμοιβαία το ελληνικό κράτος να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα και της αρχαιολογικής αποστολής στην Κρήτη, αποδίδοντας ταυτόχρονα στην ιταλική κυβέρνηση τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των ιδρυμάτων. Η συμφωνία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα το 1949.
Η σύσταση του ελληνικού Ινστιτούτου ως οικονομικά αυτοδύναμου επιστημονικού ιδρύματος έγινε δυνατή χάρη στην προς αυτό δωρεά, το 1953, της περιουσίας της Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας. Μπροστά στη διαφαινόμενη διάλυση της Κοινότητας, με την προτροπή του προέδρου της Γεράσιμου Μεσσήνη, η Κοινότητα μεταβίβασε στο Ινστιτούτο την ακίνητη περιουσία της και «άπασαν την εις καλλιτεχνήματα περιουσία ανήκουσα εις την Κοινότηταν και την Εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων».
Το Ινστιτούτο ανέλαβε την υποχρέωση να συντηρεί την Κοινότητα, για να εκπληρώνει τους σκοπούς της, καθώς και να φροντίζει για τη διατήρηση της ελληνορθόδοξης θρησκείας στη Βενετία. Σε περίπτωση διάλυσης του Ινστιτούτου, η περιουσία επιστρέφει στην Κοινότητα. Ο νόμος για τη σύσταση του Ινστιτούτου δημοσιεύτηκε το 1951 και ορίζει ότι το Ινστιτούτο αποτελεί νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και υπάγεται στην αρμοδιότητα των υπουργείων Εξωτερικών και Παιδείας.
«Ανοιχτό παράθυρο του ελληνισμού στην καρδιά της Ευρώπης, γέφυρα που διευκολύνει τη διακίνηση της ελληνικής ερευνητικής εμπειρίας στα διεθνή επιστημονικά κέντρα και πρεσβευτής του πολιτισμού της χώρας μας στο εξωτερικό….». Έτσι χαρακτηρίζει, με λίγα λόγια, η Χρύσα Μαλτέζου το Ινστιτούτο.
Κι όμως και σε αυτόν τον λαμπρό φάρο του ελληνισμού εμφανίστηκε, από το 1982 μέχρι το 1988 και από το 2008 μέχρι το 2012, η γραφειοκρατία του προξενείου που είχε βάλει στο στόχαστρο τη διοίκηση του Ινστιτούτου και προφανώς και τη διαχείρισή του. Κύριος στόχος ήταν η ακύρωση του ιδρύματος ως επιστημονικού κέντρου. Ο τρόπος ήταν η άμεση κατηγορία τουλάχιστον δύο διευθυντών του για κακοδιαχείριση και ….κλοπή.
Κατηγορήθηκαν, σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, δύο διευθυντές του. Ο Μανούσακας και η Μαλτέζου. Με αστείες μεθοδεύσεις και κατηγορίες που τελικά κατέπεσαν με πάταγο, το υπουργείο προσπάθησε, μετά από εισηγήσεις, να μετατρέψει το Ινστιτούτο σε Πολιτιστικό Κέντρο στελεχωμένο με υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών και να αναθέσει σε ιταλικό φορέα τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Ινστιτούτου!
Φυσικά όλα αυτά είναι αντίθετα με την Πράξη Δωρεάς και τέτοιες προσπάθειες, θα συναντούν πάντοτε την εναντίωση όλων αυτών που σέβονται την προσφορά και τον επιστημονικό χαρακτήρα του μακρινού Ινστιτούτου κρατώντας μακριά επιβουλές που οδηγούν σε παρακμή την μεταπολιτευτική Ελλάδα.