Πρόσφατα, δημοσιεύθηκε η λίστα κατάταξης των 23 (!) δημοσίων πανεπιστημίων που λειτουργούν στη χώρας μας, με βάση συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια. Γνωστό είναι πως η κατάταξη των Πανεπιστημίων μας έχει, μεταξύ άλλων, και οικονομική αξία, αφού αυτή συνδέεται με το 30% της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης. Το υπόλοιπο 70% κατανέμεται με αντικειμενικά κριτήρια και καλύπτει τα λειτουργικά έξοδά τους.
Τα ποιοτικά κριτήρια αξιολόγησης και κατάταξης έχουν διεθνή χαρακτήρα και είναι οι επιδόσεις στην έρευνα, το ποσοστό των ενεργών φοιτητών, ο αριθμός των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ο αριθμός των τεχνοβλαστών (startups), η διεθνοποίηση με κριτήριο το ποσοστό αλλοδαπών φοιτητών και τον αριθμό ξενόγλωσσων προγραμμάτων, το πλήθος των επιστημονικών συνεδρίων και αρκετά άλλα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την αξιολογική κατάταξη των Πανεπιστημίων μας για το 2024, που πραγματοποιήθηκε από την εθνική αρχή ανώτατης εκπαίδευσης, το ΕΜΠ κατατάσσεται πρώτο στην αξιολόγηση μεταξύ των 23 πανεπιστημίων μας και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου προτελευταίο (!), με τελευταία την ΑΣΠΑΙΤΕ.
Το γεγονός της χαμηλής ή αρνητικής αξιολόγησης πρέπει να σημάνει συναγερμό στην τοπική πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και στο σύνολο των Πελοποννησιακών αρχών ή φορέων, γιατί η διαπιστωμένη ποιότητα του Πανεπιστημίου μας, σε μια κοινωνία ανταγωνιστικότητας, συνδέεται άρρηκτα με την προκοπή και την ανάπτυξη του τόπου μας.
Μπορεί, κατά τη δημιουργία του, η ίδρυση σχολών με περιορισμένη προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης, άρα και ελκυστικότητας, η διαλυτική λειτουργία του στις πέντε (!) πελοποννησιακές πόλεις, η ανεπαρκής στελέχωση, ο κραδασμός από την ενσωμάτωση του ΤΕΙ και πολλά άλλα, να αποτελούν εγγενείς αδυναμίες και πηγή δύσκολων ζητημάτων. Όμως, η δυναμική και ποιοτική παρουσία του Πανεπιστημίου στην Πελοπόννησο, η γνώση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και αδυναμιών της περιοχής, η σύνταξη τεκμηριωμένων μελετών και η συμβολή του στην οικονομική και την πολιτιστική ανάπτυξη της Πελοποννήσου, αποτελούν αίτημα, ελπίδα και προσδοκία των κατοίκων της και επιπλέον το βασικό λόγο της δημιουργίας του.
Εξάλλου, η πραγματικότητα ίδρυσης και λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων (ενδεχομένως στην Καλαμάτα ή και την Κόρινθο), λέγεται από φέτος το Σεπτέμβρη, το γεγονός πως πάνω από το 50% των φοιτητών μας προέρχεται από την Αττική, η χαμηλή ελκυστικότητα και αξιολόγηση, είναι βέβαιο πως θα θέσουν ζητήματα βιωσιμότητας για το Πανεπιστήμιό μας. Για τούτο επιβάλλεται να υπάρξει -έστω και τώρα- κινητοποίηση, διεκδίκηση, μεγάλες αλλαγές και κυρίως εγκατάλειψη της δημοσιούπαλληλικής νοοτροπίας, που δυστυχώς αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στα πανεπιστήμιά μας.
Η αναπροσαρμογή πανεπιστημιακών αντικειμένων και τμημάτων, η καθημερινή παρουσία των καθηγητών στις σχολές τους, η οργάνωση της παρουσίας του Πανεπιστημίου στην κοινωνική, την οικονομική και την πολιτιστική ζωή, η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των ανθρωπιστικών σπουδών, με τη χρησιμοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης και πολλά άλλα, αποτελούν πλέον όρους επιβίωσης και συνέχειας για όλα τα ανώτατα ιδρύματα και ιδιαίτερα για το πανεπιστήμιό μας.
Συμπερασματικά, η αρνητική αξιολόγηση για το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και για το 2024, οι ανεπαρκείς δικαιολογίες της πρυτανείας για αυτό το δυσάρεστο γεγονός και η νέα κατάσταση, με τη λειτουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων, επιβάλλουν την κινητοποίηση πνευματικών δυνάμεων και φορέων, την κατάθεση ιδεών, την αφιέρωση στο Πανεπιστήμιο από τους λειτουργούς του και τη συνεχή επιδίωξη θετικής αξιολόγησής του στην Ελλάδα και διεθνώς. ‘Όλα αυτά αποτελούν μονόδρομο για την επιβίωση και την ανάπτυξη.
pan.e.nikas@gmail.com