Κυριακή, 06 Απριλίου 2025 19:00

Ο Γεώργιος Κορρές

Γράφτηκε από τον

Ο Γεώργιος Κορρές

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Οι απώλειες συνεχίζονται. Ο εξαιρετικός και διαπρεπής καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας Γεώργιος Στ. Κορρές έφυγε από τη ζωή στις 31 Μαρτίου 2025, σε ηλικία 85 ετών. Καταγόταν από τη Νάξο και έζησε στην Αθήνα. Με λαμπρές σπουδές ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στο Πειραματικό Σχολείο και στη συνέχεια σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1963 μέχρι το 1965, υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Προσηλωμένος στο έργο του και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ο Γεώργιος Κορρές διετέλεσε βοηθός και επιμελητής από το 1966 ως το 1973, επίκουρος καθηγητής από το 1973 ως το 1982 και τακτικός καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας από το 1982 ως το 2007. Διετέλεσε για μεγάλο διάστημα μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, υπερασπίζοντας μόνο τα μνημεία, συχνά μειοψηφώντας, αποδεικνύοντας έμπρακτα την αγωνία του για τη διάσωση των μνημείων όλων των περιόδων της ελληνικής ιστορίας. Ήταν επίσης τακτικό μέλος της Ακαδημίας Λάιμπνιτς του Βερολίνου και των ιδρυμάτων Koldewey Gesellschaft και Winckelmann καθώς και αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας του Γκέτεμποργκ.

Το πάθος του για την προϊστορική αρχαιολογία τον έφερε στη Μεσσηνιακή γη. Το 1973, ορίστηκε από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπεύθυνος των ανασκαφών στην Πύλο και τη Μεσσηνία. Έτσι με ιδιαίτερη επιμέλεια, από το 1973 μέχρι το 2005 προχώρησε σε γεωφυσικές και αρχαιολογικές ανασκαφές σχεδόν σε όλη τη Μεσσηνία. Το Περιφερειακό Αρχαιολογικό Έργο Πύλου (ή PRAP) είναι μια διαχρονική και διεπιστημονική αρχαιολογική αποστολή που ιδρύθηκε το 1990. Σκοπός του είναι να μελετήσει την ιστορία του προϊστορικού και ιστορικού οικισμού στη νοτιοδυτική Ελλάδα (σύγχρονη Μεσσηνία). Το επίκεντρο της αποστολής στοχεύει στην αποτύπωση του διοικητικού κέντρου της Εποχής του Χαλκού, γνωστό ως Παλάτι του Νέστορα. Ο Γεώργιος Κορρές είχε μεγάλη συμβολή και στην επίτευξη των στόχων του PRAP.

Οι αρχαιολογικές θέσεις στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας, πρωτοερευνήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη και Ανδρέα Σκιά. Ο Κουρουνιώτης ξεκίνησε τις τακτικές ανασκαφές σε συνεργασία με την αμερικανική αποστολή και τον καθηγητή Carl W. Blegen. Αυτές διακόπηκαν όμως λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1952 που ξανάρχισαν οι ανασκαφές ο Blegen πήρε την ανασκαφή του ανακτόρου και ο εκπρόσωπος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Σπυρίδων Μαρινάτος, ανέλαβε την αρχαιολογική έρευνα στους τάφους και τους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή του ανακτόρου, αλλά και οπουδήποτε αλλού υπήρχαν λείψανα μυκηναϊκού πολιτισμού. Στόχος του Μαρινάτου ήταν να αποκαλύψει την τοπογραφία της ομηρικής Πύλου. Και τα κατάφερε. Τις δεκαετίες 1980 και 1990, τις ανασκαφικές αναζητήσεις του Μαρινάτου στην περιοχή συνέχισε ο Γεώργιος Κορρές.

Ο καθηγητής Γεώργιος Κορρές ταυτοποίησε την Κουκκουνάρα, έναν οικισμό κοντά στου Χανδρινού, με την ka-ra-do-ro (Χάραδρο) ή την pa-ki-ja (Σφαγία), ονομασίες που αναφέρονται στις πινακίδες της γραμμικής Β του Μυκηναϊκού ανακτόρου του Εγκλιανού. Σ’ αυτή την αρχαιολογική θέση, εκτός από το «Μέγαρο» στο Καταρραχάκι, ανασκάφηκαν επτά θολωτοί τάφοι, που ανήκουν στα πρώιμα μνημεία αυτού του τύπου στην Πελοπόννησο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από αυτούς τους τάφους έφεραν στο φως χρυσά κοσμήματα, όπλα χάλκινα αγγεία, λίθινες αιχμές βελών και τμήματα από τυπικά μυκηναϊκά κράνη, που ήταν επενδεδυμένα με χαυλιόδοντες κάπρου. Τα οικιστικά κατάλοιπα στην περιοχή του σημερινού χωριού επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας αρκετά διευρυμένης οικιστικής εγκατάστασης με μεγάλο πληθυσμό που φαίνεται ότι ήταν ένα από τα σημαντικά κέντρα του βασιλείου του Νέστορα, στην αρχαία Πύλο.

Αυτή η πολύχρονη σχέση του καθηγητή Γεωργίου Κορρέ με τη μεσσηνιακή γη, που ο ίδιος έφτασε να την θεωρεί πατρίδα του, απέφερε καρπούς. Εκτός από την Κουκκουνάρα, ανάλογες έρευνες στην περιοχή έκανε και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της Πυλίας και της Τριφυλίας. Εκτός των άλλων, ο Γεώργιος Κορρές ανέλαβε την ευθύνη και για τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ανασκαφών που έμειναν ημιτελείς μετά τον θάνατο του Μαρινάτου. Συνέχισε τη διερεύνηση πολλών σημαντικών τοπικών προϊστορικών κέντρων, με κυριότερο τον χώρο της Βοϊδοκοιλιάς. Επίσης αντικείμενο των ερευνών του έγιναν και η Τραγάνα, η Περιστεριά στο Μύρο, τα καμίνια στα Κρεμμύδια, ο Άγιος Ιωάννης στα Παπούλια, η θέση Ρούτση στο Μυρσινοχώρι το 1989 και τα Βολιμίδια στη Χώρα το 2005.

Στη θέση Καμίνια στα Κρεμμύδια, ο καθηγητής Γεώργιος Κορρές «είδε» κάτω από έναν χαμηλό λόφο και ανέσκαψε έναν ταφικό τύμβο της Μεσοελλαδικής και Μυκηναϊκής εποχής (2200 μέχρι 1200 π.Χ.). Πολύ κοντά σε αυτόν τον τύμβο υπάρχουν ακόμα, τουλάχιστον δύο ανάλογοι λόφοι που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα και που η προϊστορική χρήση τους για ταφές είναι πολύ πιθανή. Επίσης στην περιοχή της Τραγάνας, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ακολούθησαν νεότερες έρευνες από τον Γεώργιο Κορρέ. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές ανέδειξαν, μεταξύ πληθώρας άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων και οικιστικά κατάλοιπα, λείψανα προϊστορικού οικισμού της Μυκηναϊκής εποχής καθώς και δύο θολωτούς τάφους (Τάφος Α, Τάφος Β').

Η απώλεια είναι τεράστια. Ένας σπουδαίος και παθιασμένος αρχαιολόγος, που έριξε φως στην αρχαιολογία της Μεσσηνίας, έφυγε προκαλώντας συγκίνηση και θλίψη σε όσους αγαπούν πραγματικά αυτόν τον τόπο.