Κυριακή, 13 Απριλίου 2025 20:56

Το μπαούλο

Γράφτηκε από τον

Το μπαούλο

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Στις αρχές Απρίλη του 1904 ένας νεαρός άνδρας 25 ετών, ξεκινάει για το ταξίδι στη γη της επαγγελίας. Αφήνει τον τόπο του, τη Λιγούδιστα της Τριφυλίας και με δώδεκα δολάρια στην τσέπη, ποιος ξέρει με ποιον τρόπο τα εξασφάλισε, ξεκινάει για το μεγάλο ταξίδι. Ο τόπος είναι ανάστατος. Ταξιδιωτικοί πράκτορες περιδιαβαίνουν τα χωριά και υπόσχονται ευκαιρίες δουλειάς στον «νέο κόσμο», στην Αμερική. Παντού υποσχέσεις για δουλειά και χρήμα. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα είναι εύκολη λεία. Χάνει το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της με υποσχέσεις για μια καλύτερη και πιο εύκολη ζωή. Γεροί άντρες, δυνατά εργατικά χέρια φεύγουν. Φεύγουν για την αναζήτηση μια καλύτερης ζωής, μιας καλύτερη τύχης. Μακριά από τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Το ταξίδι είναι δύσκολο. Από τις υποσχέσεις των ταξιδιωτικών γραφείων, στη σκληρή πραγματικότητα. Από τη Λιγούδιστα στον Πύργο κι από ’κει στο Κατάκολο. Το πλοίο έρχεται από την ανατολική Μεσόγειο κι αφού πάρει μαζί του τα μπράτσα του Μοριά, συνεχίζει το ταξίδι του για την Ιταλία. Από εκεί με τραίνο, όλοι μαζί, Εβραίοι, Έλληνες και Ιταλοί, θα φτάσουν στην Αμβέρσα για να πάρουν το υπερωκεάνιο για την Αμερική. Για τους άβγαλτους κι αθώους μετανάστες είναι ταξίδι ζωής. Μια μοναδική στιγμή, ένα ορόσημο στη ζωή τους. Οι περισσότεροι δεν έχουν εμπειρίες από θαλασσινά ταξίδια. Μπορεί και να βλέπουν θάλασσα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Κι όμως ατρόμητοι και θαρραλέοι βλέπουν σ’ αυτό το ταξίδι την ευκαιρία για μια νέα αρχή, μια καινούργια ζωή.
Μπήκε στο «Kroonland», το πλοίο της Red Star Lines, την Παρασκευή 2 Απριλίου 1904. Το καράβι παλεύει με τα κύματα του Ατλαντικού. Το εισιτήριο, στην τρίτη θέση (steerage), στο δεύτερο κατάστρωμα. Κι αυτοί εκεί, αποφασισμένοι, υπομένουν κάθε κακουχία και το ρίχνουν στο τραγούδι και τον χορό. Αθώοι κι ανυπόμονοι βλέπουν το υπερατλαντικό ταξίδι σαν τη μοναδική ευκαιρία της ζωής τους. Μοναδική κι ας είναι μόλις δεκαοχτώ ή είκοσι ή εικοσιπέντε ετών. Πίσω τους στην πατρίδα έχουν αφήσει τη δυστυχία και τους «μεγάλους», περίπου πενηντάχρονους γονείς και τ’ αδέρφια τους και πάνε στο ταξίδι στ’ όνειρο, στο ταξίδι στην Αμέρικα. Δεν γνωρίζουν τί τους περιμένει. Ελπίζουν όμως. Ταξιδεύουν πάνω στα θεόρατα κύματα ελπίζοντας.
Έφτασαν τη Δευτέρα του Πάσχα, 12 Απριλίου. Το Ellis Island τους υποδέχεται. Κοινή η μοίρα για όλους. Με σκληρές ιατρικές εξετάσεις και ερωτήσεις. Ακόμα και αδιάκριτες. Τα άλογα πριν τ’ αγοράσουν, τα κοιτάζουν στα δόντια. Και πρέπει να απαντήσουν σε όλες και να τους πείσουν όλους ότι μπορούν να δουλέψουν για την Αμερική, τη χώρα που τους υποδέχεται. Θέλουν δουλειά. Και ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή. Κι είναι έτοιμοι τα δώσουν όλα γι’ αυτό.
Φυσικά τους πείθουν. Τα σκληρά νιάτα της μετανάστευσης καταφέρνουν να κερδίσουν την είσοδο στο «αμερικάνικο όνειρο». Πρόθυμοι μπαίνουν σε σκληρές, «βρώμικες» κι ανθυγιεινές δουλειές. Βυρσοδεψεία, φούρνοι, εργοστάσια και σιδηρόδρομοι χρειάζονται νέο αίμα, γερά μπράτσα και δύναμη, πολλή δύναμη. Κι αυτά οι εργοδότες τα βρίσκουν στους νέους μετανάστες από την Ευρώπη, την Ιρλανδία, τη Ρωσία και τη Μεσόγειο. Οι νεοφερμένοι, οι αγρότες με τους ηλιοψημένους σβέρκους, οι «red neck», είναι το καλύτερο υλικό για εκμετάλλευση.
Αρκετοί τα κατάφεραν. Εδραιώθηκαν και πρόκοψαν. Οι περισσότεροι όμως βολόδερναν. Δουλειές του ποδαριού και αντιμετώπιση δεύτερης κατηγορίας. Η θέση τους στην κοινωνία ήταν μαζί με τους έγχρωμους εργάτες. Αγωνία, αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης από πόλη σε πόλη, πολιτεία σε πολιτεία, ο μετανάστης από τη Λιγούδιστα έφτασε να περιδιαβαίνει τις αμερικάνικες πολιτείες από τη Βοστώνη μέχρι το Τέξας. Τα χρόνια περνούσαν κι η προκοπή δεν φαινόταν να ’ρχεται. Απλή επιβίωση κι αγώνας.
Και φτάνει η πρόσκληση του βασιλιά για τους μετανάστες, τον Σεπτέμβρη του 1912. Τους καλούσε να γυρίσουν και να καταταγούν στον στρατό εθελοντές στους βαλκανικούς πολέμους. Το φιλότιμο υπερισχύει. Ο Γιαννάκης το αποφασίζει αμέσως. Με μια σημαία στον ώμο κι ένα μπαούλο με τα υπάρχοντά του, από την πολύχρονη περιπλάνησή του στη «γη της επαγγελίας» μπαίνει στο πλοίο για το ταξίδι στην Ελλάδα. Φτάνει ξανά στη Λιγούδιστα, αφήνει το μπαούλο και φεύγει από την Καλαμάτα, εθελοντής στη στρατιά της Ηπείρου.
Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του στη γενέτειρα, ματαιώνει το ταξίδι της επιστροφής στην Αμερική και μένει στη Χώρα για να παντρέψει την αδερφή. Δεν μίλησε ποτέ για την περιπέτεια της μετανάστευσης… Το μπαούλο έμεινε στο σπίτι.
Πολλά χρόνια αργότερα, το μπαούλο πέρασε στα χέρια του εγγονού. Αυτός τον θαύμαζε. Το μπαούλο συντηρήθηκε, ξαναγέμισε με ρούχα και κλειδώθηκε. Όμως, το ταλαιπωρημένο κλειδάκι της παλιάς αμερικάνικης κλειδαριάς “Eagle Lock co”, δεν άντεξε. Έσπασε κάτω από το βάρος των εκατό και περισσότερων χρόνων.
Και τότε φάνηκε η «προστασία» του παππού. Πότε βρέθηκε στο αμερικάνικο eBay ένα άλλο κλειδάκι της ίδιας μάρκας με το σπασμένο, πότε αυτό ήρθε στα χέρια του εγγονού και για ποτε αυτός με το Dremel κατάφερε να το κάνει πανομοιότυπο με το αρχικό, κανείς δεν το κατάλαβε.
Το μπαούλο ξεκλειδώθηκε! Κι η μνήμη του Έλληνα μετανάστη στην Αμέρικα, παρέμεινε ζωντανή, συντροφεύοντας τους απογόνους.