«Πολλά αμαρτάνοντες υπό των νεκρών σώζοιντο» Ιούλιος Καίσαρ
Στις 14 Απριλίου 2025, η UNESCO αποφάσισε να καθιερωθεί η 9η Φεβρουαρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, τιμώντας όχι μόνο το ότι η γλώσσα αυτή ομιλείται αδιαλείπτως για πάνω από 35 συνεχείς αιώνες αλλά και την αναμφισβήτητη επιρροή της στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού αλλά και στην εδραίωση του χριστιανισμού.
Για τους περισσότερους Έλληνες, η είδηση αυτή πέρασε στα ψιλά και θα ξεχαστεί γρήγορα. Το ίδιο όμως αναμένεται δυστυχώς να συμβεί και με την ελληνική πολιτεία, καθώς η τελευταία, ενεργώντας ως πάσχουσα από ανίατο κόμπλεξ κατωτερότητας, πεισματικά αρνείται να αναδείξει διαχρονικά σύμβολα, όπως η γλώσσα μας, ως εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής της χώρας διεθνώς.
Κι όμως, επί αιώνες η γλώσσα αυτή αποτέλεσε το όχημα εμπέδωσης της κυριαρχίας μεγάλων αυτοκρατοριών, από την ελληνική-μακεδονική αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την ελληνική-ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο μεν Μέγας Αλέξανδρος με τις κατακτήσεις του καθώς και οι επίγονοί του καθιέρωσαν ατύπως την ελληνική ως «lingua franca» στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, όλοι οι εκπρόσωποι των ανωτέρων τάξεων της περιοχής και μετέπειτα οι Ρωμαίοι αριστοκράτες μορφώνονταν μαθαίνοντας έργα Ελλήνων ποιητών και φιλοσόφων. Μερικά δε χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού Χριστού, τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκαν στα ελληνικά ώστε να είναι κατανοητές στους κατοίκους της ανατολικής Μεσογείου, ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης. Στη συνέχεια, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην επονομασθείσα «Κωνσταντινούπολη», με κυρίαρχη την ελληνική κουλτούρα, ενώ από την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού τα ελληνικά καθιερώθηκαν και ως γλώσσα των έως τότε λατινοκρατούμενων νόμων του κράτους. Η ελληνική γλώσσα και ο χριστιανισμός αποτέλεσαν λοιπόν τα μόνα συνδετικά στοιχεία της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας επί σχεδόν χίλια χρόνια. Από τις ελληνικές επιγραφές στο ουγγρικό στέμμα, εθνικό σύμβολο της Ουγγαρίας, έως τον εκχριστιανισμό των Σλάβων από τα Βαλκάνια έως την αχανή Ρωσία, η πολυπράγμων βυζαντινή διπλωματία αξιοποίησε πάντοτε την ελληνική γλώσσα ως σύμβολο γεωπολιτικής ισχύος. Ακόμα και σήμερα, παρά την πολυκύμαντη ιστορία τους, οι λαοί αυτοί παραμένουν ορθόδοξοι χριστιανοί.
Αλλά και μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης εργαλειοποίησε ευφυώς ως στοιχείο της εξουσίας του επί των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου την ελληνική γλώσσα, την οποία μάθαιναν οι χριστιανοί ευγενείς ώστε να έχουν πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό των Οθωμανών έως και τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με λαμπρό παράδειγμα τους λεγόμενους Φαναριώτες, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν ήταν μεν ελληνικής καταγωγής, αλλά ενεργούσαν ως Έλληνες. Ταυτόχρονα, με τη φυγή Ελλήνων λογίων στη Δύση μετά την Άλωση της Πόλης, οι δυτικοί αξιοποίησαν το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων μέσα από τα ελληνικά χειρόγραφα και πολλοί αριστοκράτες και λόγιοι μάθαιναν ελληνικά ως στοιχείο υψηλής κουλτούρας. Έτσι, η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα αποτέλεσε έμπνευση για τους μεγαλοαστούς πρωτεργάτες της αμερικανικής ανεξαρτησίας αλλά και τη βάση του κινήματος του φιλελληνισμού, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη θετική στάση των ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων ως προς την Ελληνική Επανάσταση και τη μετέπειτα κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας το 1830.
Ωστόσο, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η γεωπολιτική σημασία της ελληνικής σταδιακά υποβαθμίστηκε, καθώς η γλώσσα ταυτίστηκε δυστυχώς με το μικρό εδαφικά κράτος και η ελληνική άρχουσα τάξη καταλήφθηκε από αυτοκαταστροφική ξενομανία στο πλαίσιο της τάσης που ανέδειξε αρχικά τη γαλλική και στη συνέχεια την αγγλική ως παγκόσμιες γλώσσες, ενώ ο ανερχόμενος εθνικισμός στα Βαλκάνια εξοστράκισε την ελληνική προς όφελος των τοπικών γλωσσών. Η δε επίσημη ελληνική πολιτεία ελάχιστα έπραξε διαχρονικά και εξακολουθεί δυστυχώς να πράττει για την ανάδειξη της ελληνικής ως οικουμενικού συμβούλου της Ελλάδας, ενώ οι Έλληνες του εξωτερικού σταδιακά αποξενώνονται από την ελληνική παιδεία και γλώσσα, παρά τα μέσα εκμάθησης που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία.
Στον αντίποδα, χώρες με ελάχιστη ιστορία έχουν κατορθώσει σήμερα να καθιερωθούν ως παγκόσμια σημεία αναφοράς και να ασκούν σημαντική γεωπολιτική επιρροή. Αυτό αφορά κυρίως τις απόλυτες μοναρχίες της αραβικής χερσονήσου (Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία) που, αξιοποιώντας τα μεγάλα έσοδα από την πώληση υδρογονανθράκων και διατηρώντας τον πυρήνα της ισλαμικής τους παράδοσης, έχουν ανοιχθεί στη δυτική κουλτούρα και προσελκύουν εκατομμύρια επισκεπτών, ενώ επηρεάζουν καθοριστικά κορυφαία διεθνή ζητήματα, όπως το Μεσανατολικό.
Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν καταληφθεί εσχάτως από τη μανία να γευτούν τη λεγόμενη «Σοκολάτα Ντουμπάι». Αυτό όμως που χρειάζεται η σύγχρονη Ελλάδα είναι μια στρατηγική τύπου Ντουμπάι, ώστε να αξιοποιηθεί ξανά η ελληνική γλώσσα ως σύμβολο οικουμενικότητας αλλά και μιας αναγεννημένης πατρίδας με αυτοπεποίθηση. Όταν οι Αθηναίοι ικέτευαν τον Ιούλιο Καίσαρα να μην καταστρέψει την κοιτίδα της δημοκρατίας εξ αιτίας της αφελούς στήριξής τους στον αντίπαλό του Πομπήιο κατά το ρωμαϊκό εμφύλιο, εκείνος-μορφωμένος με ελληνική παιδεία ως Ρωμαίος αριστοκράτης- τους συγχώρησε λέγοντας περίπου: «ως πότε τα ανδραγαθήματα των προγόνων σας θα καλύπτουν τα ατοπήματα τα δικά σας;». Μερικούς αιώνες αργότερα, μόλις πριν λίγες ημέρες, στην κηδεία του εκλιπόντος Πάπα Φραγκίσκου, ακούστηκαν στη Ρώμη και σε παγκόσμια μετάδοση το «Χριστός Ανέστη» και η νεκρώσιμη ακολουθία στα ελληνικά, ως πρώτη γλώσσα των Ευαγγελίων. Αρκεί η ερμηνεία του υψηλού αυτή συμβολισμού για να δρομολογηθεί και η «ανάσταση» της Ελλάδας.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr