Παρασκευή, 08 Αυγούστου 2025 21:00

Από το πανωγράψιμο στο... πανωκλέψιμο: Μισός αιώνας σε λάθος μονοπάτι

Γράφτηκε από την

Από το πανωγράψιμο στο... πανωκλέψιμο: Μισός αιώνας σε λάθος μονοπάτι

 

Του Γιώργου Κόκκινου

Προέδρου Δ.Σ. ΑΕΣ-ΟΠ “Νηλέας”

Το 1981 η χώρα μας εισήλθε με «δόξα και τιμή» στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως το δέκατο μέλος και έγινε κομμάτι της «Ευρωπαϊκής οικογένειας». Από τότε έχει χυθεί πολύ μελάνι από ευρωλάγνους, ευρωσκεπτικιστές και αντιευρωπαϊστές για το αν η χώρα έχει βγει ωφελημένη ή ζημιωμένη από την ένταξη στην ΕΕ, κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη τη δουλειά του ιστορικού του μέλλοντος που θα κληθεί να απαντήσει.

Η αλήθεια είναι ότι η απάντηση είναι εξαιρετικά σύνθετη διότι η ιστορία δεν γράφεται με το «αν», και κυρίως δεν προκύπτουν ασφαλή συμπεράσματα. Το ερώτημα όμως που επικεντρώνεται στο «αν είχαμε αξιοποιήσει ως χώρα καλύτερα την είσοδο και παραμονή μας στην ΕΕ» έχει πολύ «ζουμί», και εκεί κρύβεται η ουσία και όχι στο αν έπρεπε να γίνουμε μέλος του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Μια λογική σκέψη είναι ότι η είσοδος σε μια ένωση κρατών από μόνη της δεν εγγυάται οφέλη. Αυτά προκύπτουν από τους στόχους και τις στρατηγικές που θέτει κάθε κράτος-μέλος. Το μείζον ερώτημα που γεννάται αφορά στους στόχους που έθεσε η χώρα μας και επιδίωξε να πετύχει από την είσοδο και παραμονή της στην ΕΕ. Ένας πολιτικός θα μπορούσε να θεωρητικολογεί για μέρες προσπαθώντας ανεπιτυχώς -ορμώμενος από την κομματική του ταυτότητα- να απαντήσει στο ερώτημα. Όμως, κρίνοντας πάντα από το αποτέλεσμα, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο και καμία επιδίωξη πέρα από τον «δυτικό προσανατολισμό» και τη μικροπολιτική από την μοιρασιά, κυρίως μέσα από τη διαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων. Ποιος από τους παλαιότερους δεν θυμάται τα πανωγραψίματα, που στην ουσία έκλεβε ο ένας τον άλλο, αφού η πίτα ήταν συγκεκριμένη; Ποιος δεν θυμάται την αλλαγή με την ΚΑΠ το 2003 που εισήγαγε την επιδότηση από την παραγωγή στα ιστορικά δικαιώματα και στην ουσία επιδοτήθηκαν οι πανωγράφοντες; Ποιος δεν θυμάται τα περίφημα προγράμματα των ΟΕΦ (2003-2013) με τις απίθανες μελέτες που έκαναν οι ΕΑΣ ως Οργανώσεις Ελαιοκομικών Φορέων και το όργιο διασπάθισης των κοινοτικών πόρων; Το ότι φτάσαμε λοιπόν στους «φραπέδες» δεν ήταν τίποτα άλλο από τη φυσική εξέλιξη μιας εκφυλισμένης κατάστασης και ενός κράτους που οι μόνες επιδόσεις που συνεχώς βελτιώνει είναι στον στίβο της διαφθοράς και της διαπλοκής, αιχμάλωτο πάντα του κόμματος που κυβερνάει. Απλά αυτή τη φορά το ζήτημα πήρε εγκληματικές διαστάσεις που θα πληρώσουν και πάλι οι συνήθεις ύποπτοι -δηλαδή οι Έλληνες φορολογούμενοι- και μάλιστα πολύ ακριβά.

 

Το φεγγάρι και το δάχτυλο

Η ιστορία των επιδοτήσεων στην Ελλάδα θυμίζει τη ρήση «Έδειχναν στον ηλίθιο το φεγγάρι και αυτός κοιτούσε το δάχτυλο». Πριν το 1981, η χώρα είχε ένα πολυσυλλεκτικό σύστημα παραγωγής το οποίο ερχόταν από τα βάθη των αιώνων, εναρμονισμένο με το ανθρωποπεριβάλλον, ώστε να διαχέεται η εργασία σε ετήσια βάση με τη συνεργασία των μελών της κοινότητας, να μην υπάρχει εξάρτηση από ένα μόνο προϊόν, με βασικούς κανόνες την αυτάρκεια και την κυκλική οικονομία. Η ΕΟΚ έχοντας ως στόχο την οργάνωση των αγορών, με το εργαλείο των επιδοτήσεων οδήγησε σταδιακά στη μονοκαλλιέργεια, μεταβάλλοντας το τοπίο της ελληνικής γεωργίας. Αυτό που σήμερα για πολλούς φαίνεται ως φυσιολογική εξέλιξη ήταν στην πραγματικότητα προϊόν πολιτικής επιλογής. Αν αντί για εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, είχαμε επενδύσει στον εκσυγχρονισμό του πολυσυλλεκτικού παραδοσιακού μας μοντέλου και τη σύνδεσή του με την τοπική ταυτότητα, ο αγροδιατροφικός τομέας θα είχε σήμερα περισσότερη ανθεκτικότητα, βιωσιμότητα και προοπτική – και ίσως είχαμε αποφύγει τα εκφυλιστικά και άκρως εγκληματικά φαινόμενα των φραπέδων και χασάπηδων.

 

Το απατηλό όνειρο της περιφερειακής ανάπτυξης

Η σχέση που έχει το Ελληνικό κράτος με την περιφερειακή ανάπτυξη θυμίζει τον παχύσαρκο που ενώ ξέρει ότι πρέπει να αδυνατίσει και το λέει παντού, συνεχίζει να τρώει όλο και περισσότερο. Από το 1981 και μετά, οι επιδοτήσεις έγιναν το βασικό εργαλείο άσκησης πολιτικής χωρίς κανένα συγκροτημένο σχέδιο για τον αγροδιατροφικό τομέα. Σχεδόν μισό αιώνα μετά διαπιστώνουμε ότι δεν έχουμε καν ανάπτυξη, όσο για τον χαρακτηρισμό περιφερειακή αυτή μάλλον περιορίστηκε στις σωματικές περιφέρειες των ανθρώπων του πολιτικού συστήματος και των πραιτόρων του... Όλο αυτό το διάστημα των σαρανταπέντε χρόνων οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν ένα από τα κύρια εργαλεία για την άσκηση πολιτικής, τόσο από την ΕΕ όσο και από το Ελληνικό κράτος. Μόνο που το Ελληνικό κράτος δεν είχε ποτέ συγκεκριμένο σχέδιο για τον αγροδιατροφικό τομέα. Ελλείψει σχεδίου λοιπόν, τον λόγο είχε πάντα ο ευκαιριακός αυτοσχεδιασμός με στόχο την προσέλκυση εκλογικής πελατείας, άλλοτε δίνοντας τις επιδοτήσεις εκεί που θα έπιαναν κομματικό τόπο και άλλοτε ευνοώντας κομματάρχες τύπου Γκρούεζα, ώστε να έχουν τοπική ισχύ και να εξασφαλίζουν στο κόμμα την μακροημέρευσή του στην εξουσία.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι με κράτη που η δομή τους παραπέμπει στη φεουδαρχία και με τη δημοκρατία να έχει καταντήσει εκλόγιμη μοναρχία, δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Οι υγιείς δυνάμεις είτε θα περιθωριοποιούνται είτε θα φεύγουν από τη χώρα για να γλυτώσουν. Οι υπόλοιποι είτε θα περιμένουν κάτω από το τραπέζι του ηγεμόνα και του συστήματος που ελέγχει για να αρπάξουν τα ψίχουλα που θα τους πετάνε όταν χρειάζονται την ψήφο ή/και τις υπηρεσίες τους, είτε θα απέχουν ευνοώντας και διαιωνίζοντας στην ουσία το σύστημα του ηγεμόνα-μονάρχη. Όσο για τους πραγματικά υπεύθυνους θα φροντίζει η «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» δηλαδή η Βουλή των Ελλήνων… Ελπίζω αυτή τη φορά να εκπλαγούμε ευχάριστα από την εμπλοκή με το θέμα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας.

 

Ήτανε στραβό το κλίμα το έφαγε και ο γάιδαρος…

Οδεύοντας προς το 2027 και την αναθεώρηση της ΚΑΠ είναι βέβαιο ότι θα υπάρχει δραστική περικοπή των επιδοτήσεων. Εύλογο, συνεπώς, είναι το ερώτημα παραφράζοντας το στίχο του ποιητή «…και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τις επιδοτήσεις»; Το μέγα και συνάμα επίκαιρο ερώτημα είναι, αν και τι κέρδισε η χώρα μας από τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ. Αδιαμφισβήτητα θα ήταν άδικο να πει κανείς ότι δεν κέρδισε τίποτα, αλλά ποιος κέρδισε τελικά; Μπορεί να κέρδισε μεν η ελληνική οικονομία, αλλά κέρδισαν και οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες κυρίως με τα αγαθά που αγοράσαμε (καταναλωτικά και επενδυτικά). Μπορεί να βελτιώθηκε η θέση του Έλληνα αγρότη οικονομικά και κοινωνικά, αλλά δυστυχώς ο μεγάλος χαμένος από όλον αυτό τον κύκλο είναι η ίδια η Ελληνική γεωργία. Και αυτό δεν χωράει προσωπικές εκτιμήσεις, καθώς οι δείκτες είναι αμείλικτοι. Η απάντηση στο «γιατί» είναι απλή, και το περιγράφει εύστοχα η σοφή κινέζικη παροιμία που λέει ότι «όταν δεν ξέρεις που θέλεις να πας, όπου και να φτάσεις καλά είναι». Αν μάλιστα στο δρόμο σου καιροφυλακτούν φραπέδες και χασάπηδες όχι μόνο δεν θα φτάσεις πουθενά αλλά θα πληρώσεις και το μάρμαρο, όπως θα μπορούσε να λέει μια σύγχρονη σοφή ελληνική παροιμία.

Και επειδή στη Μεσσηνία είμαστε ελαιοκαλλιεργητές, ας θυμηθούμε το παράδειγμα της Ισπανίας με τη στρατηγική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που κατάφερε μέσα σε δύο δεκαετίες να ξεπεράσει την Ιταλία και να ηγηθεί παγκοσμίως στην ελαιοκομία. Αντίθετα, η Ιταλία πλήρωσε την αδράνεια και τις αδιαφανείς πρακτικές, τις οποίες προσπαθεί –καθυστερημένα– να διορθώσει.