Η κριτική και ο σχολιασμός στο διαδίκτυο επί παντός επιστητού, αγγίζει πλέον ύψη στρατόσφαιρας.
Οι πάντες με ένα πληκτρολόγιο στο χέρι δικάζουμε, καταδικάζουμε, αθωώνουμε, ευτελίζουμε ή εξευτελίζουμε εν ριπή οφθαλμού, ανθρώπους, υποστάσεις, προσωπικότητες και χαρακτήρες δίχως ίχνος νοητικής ανατροφοδότησης, παρά μόνο απόλυτης υπακοής στο «κυβερνείο» των συναισθημάτων μας.
Αποτέλεσμα; Ο διασυρθείς ακόμα κι αν δικαιώνεται ελλείψει ουσιαστικών στοιχείων, στη βίβλο της μνήμης εγγράφεται ως ένοχος για το επαχθές φορτίο που εξοντωτικά τοποθετήσαμε στους ώμους του.
Κι αν οι ώμοι κάποιου, διαθέτουν την οικονομική δύναμη ενός Άτλαντα και την κοινωνική επιφάνεια ενός αναγνωρίσιμου, τότε η «συγνώμη» καθίσταται απαιτητή και το στίγμα μέσω τηλοψίας ή εντύπων και ηλεκτρονικών ιστοσελίδων εξαφανίζεται. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο κατακρεουργημένος στην κοινή γνώμη αποκαθίσταται.
Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση ενός άσημου ή φτωχοδιάβολου συνανθρώπου μας;
Ο πέλεκυς της πλάνης ή της αδικίας, τον χτυπά αλύπητα άνευ διόρθωσης, αποκατάστασης, ή έστω μιας λεκτικής επίφασης του τύπου «λυπάμαι».
Τελικά ποιος ευθύνεται περί της ανθρωποφαγίας αυτής; Δηλαδή, να είμαστε όλοι εν δυνάμει και πολλοί ήδη εν ενεργεία, όμηροι ενός διαδικτυακού συστήματος που ενώ φαίνεται ψηφιακό στην πραγματικότητα είναι απολύτως έμψυχο;
Γιατί μικρή σημασία έχει ποια προγράμματα χρησιμοποιείς ή σε ποιες πλατφόρμες εισέρχεσαι, αλλά ποιος είναι εκείνος που πληκτρολογεί και ποιες οι προθέσεις του.
Ομάδες Αλήθειας και Αναλήθειας υπάρχουν παντού, τόσο στον «αόρατο» κόσμο της νέας τεχνολογίας, όσο και στον ορατό της τηλεοπτικής υποκουλτούρας.
Δημοσιογράφοι μαριονέτες, κομπορρημονούντες εκπομπάρχες με ύφος καρδιναλίων, ειδήμονες του «λόγου» και της «πένας», επαίρονται πως γνωρίζουν τα συμβάντα εκ των έσω και πως οι δήθεν πληροφορίες τους είναι τεκμηριωμένες.
Με το γνωστό αυτοϊκανοποιούμενο ύφος του επαΐοντος, επικαλούνται το εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ που ισχυρίζονται πως έχουν, ασχέτως αν η έρευνά τους συνίσταται σε ένα απλό: «γράψε ότι σου είπα » ή «πες το όπως στο λέω», του εκδότη ή του καναλάρχη.
Κι εφόσον οι αναγνώστες ή οι τηλεθεατές σταδιακά συνειδητοποιούν ότι εισπράττουν παραμυθίες και ονειρικές φαντασιώσεις, μοιραία και συνεπαγωγικά οδηγούνται στον ατομικό θάλαμο της «επαναστατικής» πληκτρολόγησης.
«Ψόφα καριόλη», «πέθανε ηλίθια», «απατεώνα υπουργέ», «γκάνγκστερ επιχειρηματία», «κλέφτη τραγόπαπα» και πλείστα άλλα, με τον κατήφορο των στηλιτεύσεων, των ύβρεων και των άθλιων επικρίσεων να χτυπά κόκκινο.
Δυστυχώς όμως, τούτο δεν επιφέρει ουδεμία συστολή στον υβριστή, ένεκα του ότι ως ανερυθρίαστος σώμα και ψυχή, δεν κινδυνεύει να τον αντικρύσουν οι ακόλουθοί του.
Οι καρδούλες, οι φατσούλες και τα σχόλια ενεργοποιούνται άμεσα από τους θιασώτες των ψηφιακών βοθρολυμάτων και ο απροστάτευτος όμηρος, καταλήγει νοκ άουτ στο ρινγκ μιας εθισμένης κοινωνίας στην ηδονική απόλαυση δολοφονίας χαρακτήρων.
Κι όταν επιχειρηματίες, βιομήχανοι, εφοπλιστές και επενδυτές, ενοχλούνται για κάποιο λόγο με τα κυβερνητικά τους υποχείρια, που με ιδιοτέλεια υποδύονται προέδρους, πρωθυπουργούς, υπουργούς ή δημάρχους κλαρινογαμπρούς, τότε δίνεται η εντολή στα έντυπα, στις ιστοσελίδες και κυρίως στην ειδησεογραφία των οκτώ, να επέλθει ρήξη με αυτούς, παρά το γεγονός ότι λίγο καιρό πριν αποτελούσαν την σπουδαιότερη «βακτηρία» τους.
Ακολουθούν οι στατιστικές, τα γκάλοπ και οι προβλέψεις, με τους μέχρι πρότινος «καταλληλότερους» να καθίστανται αυθωρεί και παραχρήμα ανεπαρκείς, οι δε σιωπηλοί και σε χειμερία νάρκη πρώην αξιωματούχοι, εν είδει ρεζέρβας, εμφανίζονται στο προσκήνιο.
Στη συνέχεια, οι τελειωμένες πολιτικές υπάρξεις, αναγορεύονται σε «σωτήρες» της αριστεράς ή της δεξιάς, αναλόγως του ακροατηρίου και της επιδιωκόμενης στόχευσης.
Κάπως έτσι, η Ελλάδα των πλέον προκλητικών σκανδάλων συμβιώνει με «αγρότισσες» που οργώνουν το χωράφι τους με δίκυκλο, ενίοτε δε και με λαμποργκίνι, την ώρα που οι αυθεντικοί αγρότες μαραζώνουν, καθώς τα ροζιασμένα χέρια τους παράγουν πλούτο προϊόντων, που καταλήγουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ έναντι πινακίου φακής, για να θησαυρίσουν τα καρτέλ των επιχειρηματιών διατροφής.
Σταδιακά το ένα κατάντημα φέρνει το άλλο, εφόσον η κριτική μας εξαντλείται στα πλήκτρα του κινητού ή του λάπτοπ με διάθεση εντελώς εμμονική. Έτσι ανεχόμαστε η καζινοχώρα Ελλάς, να εκχωρεί τα κόκκινα δάνεια των πολιτών της σε αδίστακτα φανς, με αποτέλεσμα σπίτια αξίας χιλιάδων ευρώ να αγοράζονται έναντι ταπεινών πεντοχίλιαρων, για να απαιτήσουν στη συνέχεια απ΄ τον καταχρεωμένο το σύνολο του ποσού που οφείλει.
Στο ίδιο μοτίβο απαξίωσης των πολιτών του, το κράτος της συγκάλυψης, εξακολουθεί να διαγράφει τις ευθύνες του ακόμα και σε μέγιστες τραγωδίες, είτε αφορούν στα Τέμπη, είτε στο Μάτι και κάπως έτσι τα σκάνδαλα αποσιωπώνται και ο λαός λειτουργεί με δύο αντίρροπες δυνάμεις.
Η μία εκείνων που αγωνίζονται με αλληλεγγύη στα πεζοδρόμια! Η άλλη εκείνων που αγωνίζονται στα πληκτρολόγια των υπόγειων ομάδων αλητείας!
Αυτή είναι λοιπόν η χώρα μας! Οπλίζει την Ουκρανία ως δήθεν ισχυρή βαλκανική δύναμη, ενώ στην ουσία δεν έχει ούτε που να απλώσει τα σώβρακα της λεηλατημένης της ύπαρξης.
Είναι η ίδια χώρα που αναζητεί φρέσκα κόμματα με μπαγιάτικους κομματάρχες, για να δημιουργηθεί ένα νέο μαντρί εντός του οποίου θα ξανασφαχτούν, όχι τα πολυταξιδεμένα εκατομμύρια αιγοπροβάτων της απάτης, αλλά τα εθισμένα δίποδα που ελπίζουν στην μεγάλη ανατροπή.
Και οι «Ιθακήσιοι» εξακολουθούν να συνεδριάζουν για το μέλλον του παρελθόντος…δίχως αναφορές στους μπασκλάς αγρότες με τα θορυβώδη τρακτέρ τους… καθότι στα σαλόνια το τσάι σερβίρεται ζεστό.
