Mαθαίνει κανείς όσο περιπλανάται στο απέραντο ή στο περατό της πορείας προς έναν κόσμο που έχει ενδυθεί το περίκλειστο και απαρνηθεί το νόημα σε καιρούς όπου η αμφισβήτηση των εννοιών και των φραστικών οδών κατευθύνει την σκέψη σε ολοένα και πιο περίπλοκες ατραπούς, σε εποχές όπου η κάθε κίνηση εκτιμάται από την αντανάκλασή της στο ενδοκοσμικό πεδίο ή την διάθεσή της στο ευρύ κοινό της τεχνητής αποστασιοποίησης.
Είναι η μάστιγα της εποχής τέτοια που δημιουργεί και συνυφαίνει τα περάσματα προς την πνευματική ερημιά, εκεί όπου το ακαλαίσθητο γίνεται ένα με το αμαθές και το απότομο στην συμπεριφορά συνταυτίζεται με το συναρπαστικό της στιγμής που αφορά την αιφνίδια αλλαγή διάθεσης, μια νόσος που διατρανώνεται μέσα από την υπερπεπάρκεια της σκεπτικής φθήνιας και επιπεδότητας.
Αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να αναδιαπραγματευθούν την θέση τους στο Είναι, εξελισσόμενοι αναφανδόν στο ρέον Γίγνεσθαι, αν η ίδια η επιθυμία τους γινόταν προσταγή στο να αλλάξουν τα δεδομένα της συμμετοχής τους στο κοσμικό παιχνίδι, αν εντέλει η εντολή αυτή υπερκερνούσε την επιβολή των κανόνων και των συνοδών θεσμικών περιορισμών, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά στο γήινο πεδίο που σε κάθε περίπτωση ανατέμνεται και αναδιατάσσεται από την διαφοροποίηση και την εξαίρεση.
Είναι ο δρόμος σκοτεινός ή η ίδια η ύπαρξη της πεπερασμένης ζωής αναθεωρεί τους κοσμικούς κανόνες; Υπάρχει άραγε κάτι Υψηλό και αδιατάρακτο που να υποθέσει κανείς πως η καταφυγή σε αυτό οδηγεί στην ανατολή των πνευματικών κραδασμών ή το συνολικό τοπίο περιβάλλεται πάντα από γόνιμες ιδέες και αδήριτη σιωπή;
Το τοπίο της γόνιμης ιδέας που συνυπάρχει με την αδήριτη σιωπή γίνεται a priori μια υπόμνηση ότι κάθε εποχή, όσο αντιφατική και αν φαντάζει, είναι ένας τόπος όπου το σκοτάδι δεν εξορίζει το φως αλλά το προκαλεί.
H πορεία συνεχίζεται, όχι με βεβαιότητες αλλά με μια παράξενη, διαυγή εγρήγορση, την εγρήγορση του ανθρώπου που ξέρει πως ο δρόμος δεν φωτίζεται εκ των προτέρων, αλλά φωτίζεται μόνο όταν τολμά να τον βαδίσει.
Και καθώς ο άνθρωπος βαδίζει αυτόν τον αχαρτογράφητο δρόμο, όπου το βήμα του γίνεται άλλοτε δισταγμός κι άλλοτε ρήξη, ανακαλύπτει πως κάθε κίνηση που τον φέρνει πιο κοντά στην ουσία του δεν είναι προϊόν κάποιας εξωτερικής καθοδήγησης αλλά αποτέλεσμα μιας εσώτερης ώθησης, μιας ανάγκης να υπερβεί τα δεσμά που ο ίδιος —από συνήθεια, φόβο ή ευκολία— είχε αποδεχθεί.
Το νόημα δεν του αποκαλύπτεται ως θέσφατο παρά αναδύεται σαν άηχη υπόσχεση μέσα από το ίδιο του το βλέμμα, όταν στρέφεται προς τον κόσμο χωρίς να φοβάται την αντανακλαστική του σκοτεινότητα.
Έτσι, εκεί όπου το περίκλειστο φαίνεται αδιαπέραστο, σχηματίζεται μια λεπτή χαραμάδα. Είναι το σημείο όπου το Υψηλό και το ταπεινό συνδιαλέγονται. Δεν πρόκειται για σύγκρουση, αλλά για έναν αμοιβαίο φωτισμό. Το Υψηλό αποκαλύπτει την κρυμμένη δυνατότητα του ανθρώπου, ενώ το ταπεινό υπενθυμίζει πως καμιά άνοδος δεν στεριώνει χωρίς ρίζες. Το φως και το σκοτάδι δεν είναι αντίπαλοι, αλλά δύο τρόποι με τους οποίους η ύπαρξη δοκιμάζει το εύρος της.
Και μέσα σε αυτή την αέναη δοκιμασία, ο άνθρωπος μαθαίνει πως η σιωπή δεν είναι η άρνηση της φωνής, αλλά η προϋπόθεση για την αληθινή της εκφορά. Η γόνιμη ιδέα δεν συλλαμβάνεται μέσα στον θόρυβο των βεβιασμένων εντυπώσεων – τουναντίον ωριμάζει εκεί όπου η σιωπή γίνεται έδαφος, προετοιμάζοντας την αναλαμπή του στοχασμού που μπορεί να μεταμορφώσει τα δεδομένα.
Τελικά, η πορεία δεν είναι ένα μονοπάτι που αναζητά εξωτερικούς ορίζοντες, αλλά μια κίνηση που χαράζει τον εσωτερικό χώρο. Και κάθε βήμα —όσο αβέβαιο κι αν είναι— γράφει μια μικρή επανεκκίνηση του κόσμου.
Γιατί ο δρόμος, όσο κι αν μοιάζει σκοτεινός, δεν ζητά προκαθορισμένη γνώση, ζητά μόνο το θάρρος να ανοιχτεί κανείς στο άγνωστο, γνωρίζοντας πως το φως δεν προηγείται της πράξης, αλλά γεννιέται μέσα από αυτήν.
Μαθαίνει κανείς εν κατακλείδι από αυτό που φαντάζει ασύλληπτο που ενίοτε αποκαλύπτεται με μικρά ανοίγματα.
Μαθαίνει από την περιπλάνηση και την πορεία προς το τελευταίο Αίνιγμα που μέλλει να λυθεί όσο η γόνιμη σκέψη κάνει τους δημιουργικούς της κύκλους, αναμειγνύοντας και αποκαλύπτοντας το εύρος της σε μεγάλη απόσταση από το καθημερινό και συνετό.
Μαθαίνει από τα ίχνη μιας απαράμιλλης θέλησης για το ίδιο το Είναι και το νόημα που εμπερικλείεται σε αυτό.
Μαθαίνει γιατί η ίδια η μάθηση αναλάμπει στην φαινομενική σκοτεινιά του Απέραντου, μη νοητού αλλά σκεπτικά προσεγγίσιμου.
zachfil64@gmail.com
