Καμιά φορά οι καιροί είναι γενναιόδωροι με την Ελλάδα. Της χαρίζουν ανθρώπους που φαίνεται να χωρούν πολύ περισσότερα απ’ όσα αντέχουν τα μέτρα της εποχής. Έτσι έγινε και πριν από εκατό χρόνια, το 1925, όταν μέσα στην ίδια χρονιά γεννήθηκαν δύο πρόσωπα που έμελλε να σημαδέψουν την ελληνική τέχνη και την αυτογνωσία μας: ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Πολίτες του κόσμου από γεννησιμιού τους, κρητικής καταγωγής αλλά μεγαλωμένοι σε άλλα μέρη, έφεραν την Ελλάδα όπου κι αν πήγαν, και γύρισαν από παντού κάτι δικό τους πίσω σε εμάς.
Για τον Θεοδωράκη μίλησα σε προηγούμενο σημείωμά μου. Το σημερινό είναι αφιερωμένο στον Μάνο Χατζιδάκι - όχι τόσο στον μουσουργό που όλοι αγαπήσαμε, αλλά στον άνθρωπο που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα με τον λόγο, το ήθος και την παρουσία του. Γιατί αν τα τραγούδια του μας μεγάλωσαν, η στάση του μας ενηλικίωσε.
Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει τις μελωδίες του; Ποιος δεν έχει συγκινηθεί από τη μουσική του στις ταινίες που συνόδευσαν την παιδική και νεανική μας ηλικία; Ποιος δεν έχει νιώσει, χάρις σε ένα τραγούδι του, κάποια ευαίσθητη χορδή να πάλλεται μέσα του, αποκαλύπτοντας συναισθήματα που ίσως δεν γνώριζε καν ότι είχε; Όμως σήμερα θέλω να κοιτάξουμε πέρα από τον συνθέτη. Να δούμε τον ολοκληρωμένο Έλληνα, τον άνθρωπο που με ευαισθησία, πνεύμα και γενναιότητα εξέφρασε μιαν Ελλάδα που μας λείπει - και ταυτόχρονα μένει δυνατόν να υπάρξει.
Ο Χατζιδάκις ήξερε ότι ο άνθρωπος, η κοινωνία, η ζωή δεν χωρούν σε εύκολες κατηγορίες. Δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «η παλέτα έχει αμέτρητα χρώματα», κι αυτό είναι η ομορφιά του κόσμου. Γι’ αυτό κι έψαχνε την ουσία των πραγμάτων πέρα από ταμπέλες και πρόχειρες ερμηνείες. Με μια δόση χιούμορ αλλά και αυτογνωσίας, είχε περιγράψει κάποτε τον εαυτό του: «Ως συμπεριφορά, είμαι μεγαλοαστός. Ως καλλιέργεια, είμαι ποιητής. Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία, είμαι λαϊκός». Ίσως σε αυτήν τη μικρή φράση να συμπυκνώνεται όλη του η πολυπλοκότητα - και η γοητεία.
Εμείς οι Έλληνες βιαζόμαστε συχνά να κατατάξουμε τους ανθρώπους· κι έτσι τον βάλαμε στη Δεξιά, προφανώς γιατί δεν έμοιαζε αρκετά αριστερός για τους αριστερούς. Μα ο τόπος μας θα ήταν ευτυχέστερος αν οι αριστεροί ήταν τόσο αριστεροί και οι δεξιοί τόσο δεξιοί όσο ο Χατζιδάκις. Γιατί ο ίδιος δεν πίστευε στις παρατάξεις αλλά στην ευθύνη του ανθρώπου. Δεν μιλούσε με όρους ιδεολογίας, αλλά με όρους ήθους.
Στον Εμφύλιο στάθηκε απέναντι σε κάθε μισαλλοδοξία, όχι με θυμό αλλά με καθαρότητα. Τον αντιμετώπιζε ως το μεγάλο, συλλογικό μας τραύμα, όχι ως ευκαιρία να θριαμβεύσει μια πλευρά έναντι της άλλης. Δεν χάιδευε αυτιά - ούτε των “δικών του”, ούτε των “άλλων”. Ήξερε πως όποιος χρησιμοποιεί την Ιστορία για να δικαιώσει τον εαυτό του, στο τέλος την ακυρώνει. Κι αυτό, σε μια χώρα που συχνά ζει εγκλωβισμένη στις αφηγήσεις της, είναι πράξη θάρρους.
Η στάση του για την παράδοση ήταν ακόμη μια έκφραση της πνευματικής του καθαρότητας. Δεν την αντιμετώπιζε ως μουσειακή αναπαράσταση ούτε ως εθνική ρητορεία για χρήση σε εορτές και επετείους. Την έβλεπε ως ζωντανή πνοή, ως ποιότητα που έχει νόημα μόνο όταν γίνεται προσωπική καλλιέργεια και συλλογική εξέλιξη. Γιατί η παράδοση, έλεγε, «είναι ό,τι μας βοηθά να γινόμαστε καλύτεροι, όχι ό,τι μας κρατά καθηλωμένους σε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε». Θέλω να μείνω λίγο περισσότερο εδώ – στην άποψη του Χατζιδάκι για την παράδοση – και χρησιμοποιώ τα δικά του λόγια: «Κείνο που νιώθω σίγουρα είναι μια φυσική απέχθεια σ’ ό,τι χρειάζεται παράσταση, σε ό,τι γραφικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες του πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ’ εξυπηρετούν στο σήμερα. Κι αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης, τότε καλώς να υπάρξει. Γιατί δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική».
Από το 1975 έως το 1981, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, δημιούργησε έναν ραδιοφωνικό κόσμο που μοιάζει σήμερα σχεδόν μυθικός. Δεν επρόκειτο για έναν σταθμό ακόμη: ήταν ένα παραθυράκι σε μια άλλη Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα που διάβαζε, που άκουγε, που σκεφτόταν· μια Ελλάδα χωρίς φοβικά σύνδρομα, χωρίς κομπλεξικές ανασφάλειες, χωρίς την ανάγκη να αποδείξει συνεχώς την αξία της φωνάζοντας. Το Τρίτο της εποχής του ήταν ίσως η πιο “ευρωπαϊκή” στιγμή της ελληνικής ραδιοφωνίας - ακριβώς επειδή ήταν η πιο βαθιά ελληνική. Γιατί στηριζόταν όχι στην επιφάνεια, αλλά στην ποιότητα.
Κι όμως, παρά την αυστηρότητα που συχνά εξέπεμπε, ο Χατζιδάκις ήταν ένας βαθιά τρυφερός άνθρωπος. Είχε την ευγένεια εκείνη που δεν φωνάζει, την αξιοπρέπεια που δεν παρατάσσεται, την ευφυΐα που δεν επιδεικνύεται. Είχε μιαν εσωτερική περηφάνια, όχι για τον εαυτό του, αλλά για την Ελλάδα που πίστευε πως θα μπορούσε - και θα όφειλε - να είναι.
Σε μια εποχή σαν τη σημερινή, όπου ο δημόσιος λόγος συχνά κατακερματίζεται σε συνθήματα, κραυγές και εύκολες βεβαιότητες, ο Χατζιδάκις μοιάζει σχεδόν ανατρεπτικός. Μας θυμίζει ότι η καλλιέργεια είναι πράξη αντίστασης, ότι η ευγένεια είναι δύναμη, ότι η σκέψη είναι υποχρέωση και όχι πολυτέλεια.
Και κυρίως ότι ο πολιτισμός δεν είναι τα λόγια μας, αλλά οι πράξεις μας. Αυτός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις: ένας ωραίος Έλληνας. Όχι επειδή ήταν αλάνθαστος - κανείς δεν είναι. Αλλά επειδή κατάφερε να ενώσει την ευφυΐα με το ήθος, την ποίηση με την πράξη, την προσωπική αλήθεια με τη δημόσια ευθύνη. Κατάφερε να εκφράσει μια Ελλάδα που θα θέλαμε να είμαστε: λιγότερο θορυβώδη, περισσότερο ουσιαστική· λιγότερο διχασμένη, περισσότερο δημιουργική.
Και ίσως, στο τέλος, αυτό είναι που μας λείπει περισσότερο σήμερα.
(*) Δρ. Μηχανικός, τ. διευθυντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
