Κατά κυριολεξία. Σε ένα ποτήρι κρασί. Αγιωργίτικο, ασύρτικο, μαλαγουζιά, ξινόμαυρο, μοσχάτο, ό,τι τέλος πάντων ευφραίνει ου μόνον τον ουρανίσκο αλλά και τις καρδιές μας. Οπως η «Σεμέλη» που έχει κατακτήσει και τα δυο παιδιά μου.
Διάβασα στην «Καθημερινή» ένα εμπεριστατωμένο δημοσίευμα για την ανοδική πορεία των εξαγωγών και τις εντυπωσιακώς καλές κριτικές που αποσπούν τα ελληνικά κρασιά διεθνώς. Τα οποία έχουν παρουσιάσει, την τελευταία πενταετία, αύξηση των υπερατλαντικών εξαγωγών τους κατά 55% στον Καναδά και κατά 39% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μια εκδήλωση που οργανώθηκε τελευταίως σε φημισμένο αμερικανικό κατάστημα προϊόντων οινοποιίας, όπου σχηματίσθηκαν ουρές καταναλωτών, απέδειξε ότι κάθε άλλο παρά επρόκειτο για άτομα ελληνικής καταγωγής που είχαν προσέλθει να τιμήσουν ένα κρασί από τον τόπο τους. Οι περισσότεροι ήταν Αμερικανοί, μέσου και ανώτερου εισοδήματος που έχουν γίνει πιστοί εραστές ελληνικών οίνων.
Είναι μια τάση η οποία δεν έχει διαφύγει της προσοχής των ισχυρότερων αμερικανικών μέσων ενημέρωσης. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα από το δημοσίευμα:
«Κατά μάλλον ειρωνικό τρόπο, μία από τις χειρότερες οικονομικές περιόδους για την Ελλάδα συμπίπτει με μία από τις πιο ακμαίες για τα κρασιά της», έγραψε το "Forbes". «Βοηθήστε την ελληνική οικονομία... πίνοντας», προέτρεψε τους αναγνώστες του το "Βloomberg". «Ωδή στα λευκά ελληνικά κρασιά» ήταν ο τίτλος εκτενούς αφιερώματος της "Wall Street Journal", που εκθείαζε το ασύρτικο, τη μαλαγουζιά και το μοσχοφίλερο. Στο ίδιο κλίμα, οι "New York Times" έπλεξαν το εγκώμιο του ασύρτικου, συγκρίνοντας τη σαντορινιά ποικιλία με τα φημισμένα Sancerre και Chablis.
Οι πάνω από πενήντα συνεταιριστικές και κοντά εξακόσιες ιδιωτικές μονάδες παραγωγής και τυποποίησης ελληνικών οίνων δείχνουν ακριβώς τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα: Τον δρόμο της συνεχούς ποιοτικής βελτίωσης των επωνύμων προϊόντων της, αυτών που της χαρίζει το υπέροχο κλίμα της. Οπως το κρασί, το λάδι, που επίσης βελτιώνει την εξαγωγική του θέση, αλλά υστερεί ακόμη, τα τυριά μας και τα φρούτα μας. Αρκεί να κάνουμε σωστή δουλειά και όχι κουτοπονηριές.
Γ. Π. ΜΑΣΣΑΒΕΤΑΣ