Για αυτά σίγουρα δεν ευθύνονται τα άψυχα, τα οποία άλλωστε είναι όλα ευνοϊκά (κλιματολογικές συνθήκες, ποικιλίες δένδρων, εξοπλισμός παγίων, μακραίωνη παράδοση, πακτωλός επιδοτήσεων), αλλά οι άνθρωποι που τα διαχειρίστηκαν. Επίσης, είναι προφανές ότι οι ευθύνες κατανέμονται όχι εξίσου αλλά ανάλογα με το μερίδιο διαχείρισης που ο καθένας άσκησε τα τελευταία χρόνια.
«Οσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος» λέει ο λαός. Κατ’ αρχήν, τόσα χρόνια, θα έπρεπε οι ίδιοι οι επαγγελματικοί φορείς και οι οργανώσεις (των συνεταιρισμένων ελαιοπαραγωγών, των αγροτικών συλλόγων, των ελαιοτριβείων, των βιομηχάνων και βιοτεχνών τυποποίησης, των εμπόρων) να έχουν βάλει τάξη «στα του οίκου τους», να έχουν οργανώσει τον τομέα, να έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, τις αθρόες χρηματοδοτήσεις, τα προγράμματα, να έχουν κάνει τέλος πάντων ό,τι ήταν δυνατόν για την ανάπτυξη της ελληνικής ελαιοκομίας.
Να σημειώσουμε ότι και οι ίδιοι οι επαγγελματικοί φορείς είχαν πολύ μεγάλα έσοδα από παρακρατήσεις επί των επιδοτήσεων (του παραγωγού, του ΕΛΓΑ, της τυποποίησης/κατανάλωσης). Κι όμως, «οι γονείς, άφησαν το παιδί τους ορφανό και απροστάτευτο», ζητώντας μάλιστα επιπλέον χρηματοδοτήσεις μέσω της επιβολής υποχρεωτικής εισφοράς (φόρου) ανά κιλό ελαιόλαδου (tax parafiscal).
Τα παραπάνω συμπυκνώνονται στο παράδειγμα της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιόλαδου και Επιτραπέζιας Ελιάς (ΕΔΟΕΕ). Πρόκειται για μια παταγώδη αποτυχία. Από τα 9 ιδρυτικά μέλη, μόνο 3 είναι σήμερα ενεργές και ταμειακώς εντάξει οντότητες, ενώ και οι επιτραπέζιες ελιές διασπάστηκαν από το ελαιόλαδο. 13 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΔΟΕΕ, το μόνο ουσιαστικά έργο που έχει να επιδείξει είναι η «απορρόφηση» των 17 περίπου εκατ. ευρώ των προγραμμάτων Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων (ΟΕΦ), τα οποία χρηματοδοτούνται από το παρακράτημα 2% της ενιαίας ενίσχυσης των ελαιοπαραγωγών (11-15 εκατ. ευρώ ετησίως).
Αγνωστο πόσα από αυτά πραγματικά αξιοποιήθηκαν, καθώς ορισμένες δράσεις συνιστούσαν εξόφθαλμα πανάκριβες σπατάλες, ενώ ο δειγματοληπτικός έλεγχος της Κομισιόν το 2010 εντόπισε κάποιες από αυτές, αν και, ευτυχώς για τον εθνικό προϋπολογισμό, δεν προχώρησε στην επιβολή καταλογισμών (προστίμων).
Ολο αυτό το διάστημα των 13 ετών, η ΕΔΟΕΕ απέτυχε να αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες -όπως π.χ. η συγκέντρωση και δημοσίευση αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων- οι οποίες, αν και μηδενικού σχεδόν κόστους, θα είχαν σημαντική θετική επίδραση στη διαφάνεια και την οργάνωση του ελαιοκομικού τομέα.
Αντιθέτως, η ΕΔΟΕΕ υιοθέτησε την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πρόταση να επιτρέψει η Ελλάδα το καθεστώς της «Ενεργητικής Τελειοποίησης» (ΤΡΑ)*, κάτι που θα επέτρεπε την εισαγωγή ελαιόλαδων τρίτων χωρών, με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις όχι μόνο στις τιμές παραγωγού στην Ελλάδα, αλλά θα υπέσκαπτε και το μόνο επιχείρημα, αυτό της υψηλής ποιότητας, των ελληνικών έξτρα παρθένων ελαιόλαδων.
Ετσι, τελικά, ανατρέχοντας τη διαδρομή της ΕΔΟΕΕ, μάλλον επιβεβαιώνονται οι επιφυλάξεις που από ορισμένες πλευρές είχαν εξ αρχής εκφραστεί και οι οποίες διέβλεπαν ότι η σύσταση της ΕΔΟΕΕ δεν αποτελούσε καρπό ώριμων διεργασιών, με στόχο τη διεπαγγελματική συνεννόηση για μια εθνική ελαϊκή πολιτική και οργάνωση του τομέα, αλλά μάλλον μια βιαστική κίνηση, εν όψει των προγραμμάτων των ΟΕΦ, των οποίων τότε είχε εγκριθεί το νομικό τους πλαίσιο και θα άρχιζε η εφαρμογή.
* Σύμφωνα με το καθεστώς της «Ενεργητικής Τελειοποίησης», μια κοινοτική χώρα (ιδίως Ιταλία και Ισπανία) εισάγει ελαιόλαδα από τρίτες χώρες (Τυνησία, Μαρόκο κ.λπ.), προκειμένου να τα επανεξάγει αφού τα επεξεργαστεί. Ως επεξεργασία θεωρείται όχι μόνο ο εξευγενισμός (ραφινάρισμα) των λαμπάντε αλλά και η απλή μίξη και τυποποίηση συσκευασίας, για επανεξαγωγή των βρώσιμων παρθένων.
ΙΣΠΑΝΙΑ: Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
Η παραπάνω κριτική δεν «πετάει στα σύννεφα». Υπάρχει το επιτυχημένο χειροπιαστό παράδειγμα των ισπανικών διεπαγγελματικών οργανώσεων (ΔΟ), αρχικά του ελαιόλαδου, αργότερα της επιτραπέζιας ελιάς, και ήδη εδώ και λίγες ημέρες ακόμη και του πυρηνέλαιου(!).
Το 2011, στο διεθνές συνέδριο του περιοδικού "ΕΛΙΑ & ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ", είχαν συμμετάσχει η γενική διευθύντρια της ισπανικής ΔΟ και ο πρόεδρος της γαλλικής -εξίσου επιτυχημένο παράδειγμα με εμπειρίες δεκαετιών-, μόνο που οι Ελληνες συνάδελφοί τους δεν έδειξαν το απαιτούμενο ενδιαφέρον να ακούσουν αυτές τις χρήσιμες εμπειρίες.
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί, ότι οι ισπανικές ΔΟ απέφυγαν να εμπλακούν σε χρηματοδοτούμενα προγράμματα ΟΕΦ. Αλλωστε, όσοι παρακολουθούν τα πράγματα βλέπουν ότι τις δραστηριότητες αυτών των προγραμμάτων προτιμούν να τις υλοποιούν με αποκλειστικά δικούς τους πόρους και κανόνες.
Οι Ισπανοί είναι επικεντρωμένοι σε δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η θεσμική συνεννόηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων προς όφελος του ισπανικού προϊόντος. Ο δεύτερος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά απόρροια του πρώτου.
Πρόκειται για τις εκστρατείες προώθησης της κατανάλωσης, οι οποίες χρηματοδοτούνται όχι μόνο από τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα και τους εθνικούς (κρατικούς) πόρους, αλλά και από την ιδία συμμετοχή της ισπανικής ΔΟ. Για αυτόν τον λόγο, η ΔΟ έχει θεσπίσει την υποχρεωτική εισφορά (tax parafiscal) που αναφέραμε παραπάνω, κάτι που θέλει να μιμηθεί και η ελληνική ΕΔΟΕΕ.
Το ζήτημα, όμως, είναι πώς αξιοποιούνται αυτοί οι πόροι. Το ισπανικό ελαιόλαδο αξιοποιεί αυτά τα προγράμματα με τέτοιο τρόπο, ώστε σήμερα να αποτελεί την ηγέτιδα ελαϊκή δύναμη παγκοσμίως, να εκτοπίζει την Ιταλία, κατέχοντας πια την πρώτη θέση στις περισσότερες αγορές επώνυμων τυποποιημένων ελαιόλαδων, και να είναι αυτό που κυρίως ωφελείται από την συνεχή αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης. Προφανώς, δεν χαραμίζει πολύτιμους πόρους για ημερίδες σε κεντρικά ξενοδοχεία της Μαδρίτης και διάδοσης του ελαιόλαδου στην… Ανδαλουσία.
Βασίλης Ζαμπούνης