“Για... ένα λεπτό τ' αφήνω, να πεταχτώ σε μια δουλειά κι έρχομαι!”. Ολοι, κι αν όχι όλοι, οι περισσότεροι οδηγοί που αφήνουν με τα αλάρμ αναμμένα το αυτοκίνητο μπροστά στη ράμπα αναπήρων ή πάνω στον πεζόδρομο, χρησιμοποιούν αυτό σαν δικαιολογία. Ένα λεπτό, που στη διάρκειά του ένας άνθρωπος σε αναπηρικό καρότσι, ένας γονιός με το μωρό του ή ο ηλικιωμένος, που θα τύχει να περνούν από εκεί, θα ψάξουν ελεύθερο πέρασμα για να κατέβουν από το πεζοδρόμιο και να περάσουν το δρόμο. Κι ας βρέχει και γλιστράει ή βράζει ο ήλιος μες στο κατακαλόκαιρο...
Να κλείνουν τις ράμπες αναπήρων δήθεν για λίγο, πολλοί οδηγοί το κάνουν συστηματικά. Ή να παρκάρουν σε σημεία τέτοια (πεζόδρομους, πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομους) μην αφήνοντας περιθώριο να περάσει κανείς, με κινητικό πρόβλημα ή μη.
Η ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών στις αστικές περιοχές είναι ευθύνη κάθε σύγχρονης κοινωνίας, που οφείλει να δίνει έμφαση στην ασφαλή και απρόσκοπτη κίνηση όλων ανεξαιρέτως σε κάθε χώρο. Θέλοντας έτσι να ενθαρρύνει το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των μελών της στην ενεργή οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου -και ιδιαίτερα των ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων όπως είναι τα ΑμεΑ ή οι ηλικιωμένοι.
Η ελεύθερη και εύκολη πρόσβαση στο κέντρο και τις γειτονιές της πόλης είναι ένα ζήτημα που συνδέεται άρρηκτα με την ποιότητα ζωής των πολιτών. Οι ελληνικές πόλεις έχουν μείνει πίσω στο θέμα της προσβασιμότητας, με συνέπεια τη στέρηση του δικαιώματος για απρόσκοπτη μετακίνηση στον δημόσιο χώρο και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων με αναπηρία, όπως και άλλων ευάλωτων ομάδων πληθυσμού.
Η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών είναι το πρώτο ζητούμενο. Το δεύτερο είναι η λήψη αποτρεπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάχρησης του δημόσιου χώρου και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο οι ίδιοι οι πολίτες αντιμετωπίζουν την πόλη και τις ανάγκες των άλλων.