Η νεανική βία και παραβατικότητα δεν είναι ένας κεραυνός εν αιθρία. Είναι το αποτέλεσμα της “εγκληματικής” επίδειξης αδιαφορίας μιας Πολιτείας, που στερείται κατάλληλων υλικοτεχνικών δομών και σωστά εκπαιδευμένου έμψυχου δυναμικού, ώστε να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες πρόληψης, προστασίας και επανένταξης των ανήλικων παραβατών.
Αυτά έγραφα και το 2012, και από τότε μέχρι σήμερα τα περιστατικά έχουν διαφοροποιηθεί κυρίως ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Άλλωστε το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας είναι διαχρονικό κι αυτό που θα έπρεπε να ανησυχεί είναι η εξάπλωση των ακραίων βίαιων περιστατικών, από τα προαύλια και τις σχολικές αίθουσες με τη μορφή του bullying στις σοκαριστικές επιθέσεις βίας και άγριου ξύλου από ομάδες ανηλίκων σε κεντρικούς δημόσιους χώρους, με κόσμο τριγύρω. Η ακραία σκληρότητα, η απάθεια για τον πόνο που προκαλούν και η αδιαφορία των νεαρών παραβατών για τις συνέπειες, που στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι αγόρια ηλικίας 12-17 ετών, πρέπει να μας βάλουν στη διαδικασία να αναρωτηθούμε γιατί αυτά τα παιδιά έχουν τόσο θυμό. Φταίει το καθεστώς της ατιμωρησίας και της έλλειψης ελέγχου, η απουσία ουσιαστικών σχέσεων στην οικογένεια, η απαξίωση του σχολείου; Ή μήπως και τα ίδια ζουν σε ένα τιμωρητικό περιβάλλον, όπου έμαθαν να χρησιμοποιούν τη βία για να διαχειρίζονται τα προβλήματά τους και να έχουν τον έλεγχο;
Επίσης, ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να μας προβληματίσει είναι αυτό της απάθειας κάποιων παιδιών, τα οποία παρακολουθούν χωρίς να παρεμβαίνουν και μάλιστα καταγράφουν με τα κινητά τους τηλέφωνα τους ξυλοδαρμούς, τους εξευτελισμούς ή και τους βιασμούς που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια τους. Θυμίζουμε ότι ένα ανάλογο βίντεο ανέβηκε στο Διαδίκτυο με τον ξυλοδαρμό ενός 35χρονου από μια ομάδα 10-15 νεαρών πριν περίπου δύο εβδομάδες στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας.
Είναι φανερό ότι η νεανική βία δεν αφορά πια μόνο την οικογένεια ή το σχολείο, αλλά αποκτά σκληρά χαρακτηριστικά και γίνεται ένας τρόπος ζωής και έκφρασης.