Τη Δευτέρα ξεκινά άλλη μία σχολική χρονιά χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικό σε αυτό που ονομάζουμε εκπαιδευτικό σύστημα. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει να κάνει διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης με παρεμβάσεις περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα και λιγότερο ουσίας. Οι χιλιάδες προσλήψεις, για παράδειγμα, εκπαιδευτικών που έγιναν φέτος αποτελούν σημαντικό βήμα στο πλαίσιο όμως του διαδικαστικού αυτονόητου, μιας και δεν αλλάζουν κάτι στην ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Οι προσλήψεις εκπαιδευτικών για να έχουν νόημα θα πρέπει να συνδέονται και με διαδικασίες αξιολόγησης. Η επέκταση του χρόνου παραμονής των παιδιών στα σχολεία χρειάζεται να συνδέεται και με ένα νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο και όχι με απλή φύλαξη μέχρι να τα παραλάβουν οι γονείς τους. Δεν είναι δυνατόν παιδιά δημοτικού αλλά και γυμνασίου να μην ολοκληρώνουν τη διαδικασία μάθησης εντός της σχολικής αίθουσας και να χρειάζονται μερικές ώρες ακόμα στο σπίτι ή στο φροντιστήριο. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει με τη διδασκαλία ξένων γλωσσών, οι οποίες υποτίθεται ότι παρέχονται εντός του δημοσίου σχολείου, αλλά μαθαίνονται και πιστοποιούνται σε ένα άλλο παράλληλο σύστημα.
Το λύκειο πόσα χρόνια άραγε ακόμα θα παραμένει δέσμιο των πανελλαδικών εξετάσεων και της προώθησης της στείρας παπαγαλίας;
Η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε ουσιαστικές αλλαγές σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακόμα και τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία που θέσπισε τα έχει αφήσει στην τύχη τους. Η υπουργός δίνει μάχες οπισθοφυλακής για την απαλλαγή από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, ενώ καθυστερεί η εφαρμογή νέων αναλυτικών προγραμμάτων και η έκδοση σύγχρονων βιβλίων. Η αλλαγή στα μεσαία στελέχη της εκπαίδευσης ακολουθεί την πεπατημένη χρόνων, η οποία έχει αποδειχθεί ότι δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό. Οι διαδικασίες αξιολόγησης εκπαιδευτικών μονάδων και εκπαιδευτικών καρκινοβατούν. Με δυο λόγια, τα πάντα βρίσκονται βαλτωμένα. Δεν υπάρχει όραμα που να κινητοποιεί. Κυριαρχεί η συντήρηση του παλιού μέσα από μια διακομματική συμφωνία, που ενώ διαπιστώνει αδυναμίες και προβλήματα δεν θέλει να αλλάξει τίποτα.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στα πανεπιστήμια. Η ψήφιση πριν από μερικές εβδομάδες ενός πολυσέλιδου νόμου δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτα ουσιαστικό στη λειτουργία των πανεπιστημίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από μερικές ημέρες παραιτήθηκε ο γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης Αποστόλης Δημητρόπουλος, ο οποίος στην επιστολή παραίτησής του σημειώνει: "Ο νέος νόμος για τα πανεπιστήμια, στη σύνταξη του οποίου είχα την τιμή να συμμετέχω, δίνει αναμφίβολα μεγάλες δυνατότητες και ελευθερίες που, αν αξιοποιηθούν σωστά, θα επιτρέψουν στα ιδρύματα να κάνουν σημαντικά βήματα μπροστά. Φοβάμαι όμως ότι στο σύνολό του ο νόμος δεν περιέχει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που θα έπρεπε να συνοδεύουν τις ελευθερίες που παρέχει. Προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά δεν έπεισα για αυτό".
Απουσία ουσιαστικών αλλαγών στα πανεπιστήμια, προτάσσεται η ενεργοποίηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας για να δοθεί η μάχη για ένα... πουκάμισο αδειανό. Η κυβέρνηση προβάλλει το “νόμος και τάξη” και χρησιμοποιεί τους “χρήσιμους ηλίθιους” που νομίζουν ότι κάνουν επανάσταση για να πουλήσει μεταρρύθμιση στους... νοικοκυραίους. Τα πανεπιστήμια δεν θέλουν αστυνομία αλλά δομικές αλλαγές. Χρειάζονται κανόνες στη λειτουργία τους, οι οποίοι θα απομονώνουν αυθαιρεσίες από ομάδες συμφερόντων. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι μπαχαλάκηδες αλλά όλες οι ομάδες και τα κλειστά κυκλώματα, που κάνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παιχνίδι στο εσωτερικό τους. Δεν είναι δηλαδή μόνο η αυθαιρεσία των κουκουλοφόρων αλλά και αυτών που φορούν γραβάτα -και οι δεύτεροι είναι χειρότεροι των πρώτων. Αυτοί δίνουν το ρυθμό και βεβαίως χρησιμοποιούν τους πρώτους για να επιβάλουν την ατζέντα και τα συμφέροντά τους. Η επιβολή κανόνων διαφάνειας και λογοδοσίας και η αξιολόγηση με βάση στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα είναι αυτό που απαιτείται αλλά διαρκώς αναβάλλεται μέσα από πολυσέλιδα, ανεφάρμοστα στην πράξη, νομοθετήματα.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας χρειάζεται συνολικό επαναπροσδιορισμό. Το να ξεκινά ο μαθητής από το νηπιαγωγείο με στόχο την είσοδο στο πανεπιστήμιο αποτελεί την απόλυτη στρέβλωση. Οι μαθητές δεν λαμβάνουν χρήσιμες για τη ζωή τους γνώσεις, δεν καλλιεργούνται δεξιότητες, ενώ η εκπαίδευση είναι αποκομμένη από την αγορά εργασίας. Δεν έχουμε έτσι τεχνικούς και παράγουμε πτυχιούχους, που δεν έχουν καμιά προοπτική στην αγορά εργασίας. Το χειρότερο είναι ότι χρηματοδοτούνται σπουδές, την υπεραξία των οποίων εισπράττουν τρίτες χώρες. Σπουδάζουμε δηλαδή παιδιά για να τα στείλουμε στο εξωτερικό. Και μόνο αυτό ως αποτέλεσμα θα πρέπει να αλλάξει τα πάντα από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο.
Είναι φανερό ότι τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να προχωρήσουν αλλαγές που θα καταστήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία χαρά και όχι βάρος για μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Μια διαδικασία που θα δίνει εφόδια για τη ζωή και την εργασία. Θα κοινωνικοποιεί και δεν θα απομονώνει, θα δημιουργεί πολίτες και όχι παπαγάλους, που κυνηγούν χαρτιά χωρίς περιεχόμενο και αξία. Μια σχολική χρονιά που δεν θα είναι... γκρίζα αλλά χαρούμενη και αισιόδοξη.
panagopg@gmail.com