Κυριακή, 29 Ιουνίου 2025 15:43

Κραυγαλέα αποτυχία στην εμπορία ελαιολάδου

Γράφτηκε από τον

Κραυγαλέα αποτυχία στην εμπορία ελαιολάδου

Του Γιώργου Παναγόπουλου

Η Ελλάδα παράγει ένα από τα ποιοτικότερα ελαιόλαδα στον κόσμο. Κι όμως, ο Έλληνας ελαιοπαραγωγός πληρώνεται λιγότερο ακόμα και από συναδέλφους του σε τρίτες χώρες. Η περίπτωση της Τυνησίας, όπου το ελαιόλαδο πωλείται προς 3,78 ευρώ το κιλό ενώ στη Μεσσηνία μόλις 3,50 ευρώ, είναι ενδεικτική της στρέβλωσης που κυριαρχεί στον τομέα της εμπορίας. Και αυτό δεν είναι ούτε φυσιολογικό, ούτε τυχαίο.
Δεν συζητάμε καν για τη διαφορά με την Ιταλία, όπου η τιμή του ελαιολάδου βρίσκεται σταθερά πάνω από 9 ευρώ το κιλό. Εκεί μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική κατηγορία, με δομημένη αλυσίδα αξιοποίησης του προϊόντος και έμφαση στην επωνυμία και την προστιθέμενη αξία.
Έχει επικρατήσει -και ορθώς- η αντίληψη ότι η τιμή προϊόντων, όπως το ελαιόλαδο, καθορίζεται σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, όταν οι Έλληνες παραγωγοί αμείβονται με τιμές χαμηλότερες ακόμη και από αυτές που απολαμβάνουν παραγωγοί τρίτων χωρών, όπως η Τυνησία, τότε γίνεται φανερό πως η αρχή της τιμής σε διεθνές επίπεδο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Η στρέβλωση αυτή έχει άμεσες συνέπειες στο εισόδημα των παραγωγών και, κατ’ επέκταση, στην οικονομία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η δική μας.
Πρόκειται για εναρμονισμένες πρακτικές με τις ευλογίες -ή τουλάχιστον την ανοχή- της κυβέρνησης, ώστε να κρατηθεί τεχνητά χαμηλή η τιμή του ελαιολάδου -ενός βασικού προϊόντος στη διαμόρφωση του δείκτη πληθωρισμού- προκειμένου να παρουσιαστεί "μείωση"; Μήπως ο καθένας κάνει ό,τι θέλει με στόχο το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος; Πρόκειται για τη φυσιολογική συνέπεια του γεγονότος ότι η αγορά λειτουργεί μέσω μεσαζόντων και μεταπωλητών, που εμπορεύονται «αέρα» και κερδοσκοπούν απροκάλυπτα;
Όποιος κι αν είναι ο πραγματικός λόγος, το αποτέλεσμα είναι ότι οι ελαιοπαραγωγοί της Μεσσηνίας χάνουν 30 με 40 λεπτά το κιλό σε σχέση με τους Τυνήσιους και πάνω από 5 ευρώ σε σύγκριση με τους Ιταλούς -ποσό τεράστιο, που δεν δικαιολογείται από τους κανόνες μιας υγιούς λειτουργίας της αγοράς.
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα του ελληνικού ελαιοκομικού τομέα είναι η εμπορία. Το ελαιόλαδο, παρότι τελικό προϊόν, συχνά πωλείται χύμα και αντιμετωπίζεται σαν πρώτη ύλη. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός χάνει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην προστιθέμενη αξία του προϊόντος του.
Η αποτυχία των ελληνικών εταιρειών να διεκδικήσουν ηγετικό ρόλο στις διεθνείς αγορές, σε αντίθεση με τις ιταλικές, οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων: από τη διάρθρωση της εσωτερικής αγοράς και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, μέχρι την απουσία στρατηγικής εξωστρέφειας. Παρά την αφήγηση περί ελληνικής «επιχειρηματικότητας που διαπρέπει», η πραγματικότητα δείχνει ότι κυριαρχούν μοντέλα εμπορίας με όρους μεσάζοντα -χωρίς ρίσκο, χωρίς επένδυση, με εύκολο κέρδος.
Η ανάγκη για τυποποίηση και παραγωγή τελικού επώνυμου προϊόντος επαναλαμβάνεται συνεχώς σε συνέδρια, πολιτικές εξαγγελίες και στρατηγικά σχέδια. Κι όμως, τίποτα ουσιαστικό δεν γίνεται. Ο λόγος είναι απλός: Δεν υπάρχει ένα συγκροτημένο σχέδιο, ούτε οι υποδομές και οι επενδύσεις που απαιτούνται, για να στηριχθεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Η επιτυχία στις διεθνείς αγορές δεν έρχεται τυχαία -απαιτεί πόρους, χρόνο και στήριξη από την εσωτερική αγορά.
Η εσωτερική αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα είναι πρακτικά ανύπαρκτη σε ό,τι αφορά την προώθηση επώνυμων προϊόντων. Σε αντίθεση με άλλους κλάδους, όπως η γαλακτοβιομηχανία, που έχει παρουσία και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ο ελαιοκομικός τομέας στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις πωλήσεις χύμα προϊόντος με βυτίο στο εξωτερικό και με τενεκέ στο εσωτερικό.
Παρά τις αντιξοότητες, μικρές ελληνικές εταιρείες έχουν καταφέρει να διεκδικήσουν θέση στις διεθνείς αγορές με προϊόντα υψηλής ποιότητας και διαφοροποίησης. Αν και οι ποσότητες είναι μικρές, αποδεικνύουν ότι η είσοδος και η καθιέρωση του ελληνικού επώνυμου ελαιολάδου στις ξένες αγορές δεν είναι ακατόρθωτη.
Το κεντρικό πρόβλημα είναι η αδυναμία διαμόρφωσης μιας εθνικής στρατηγικής για τα ελληνικά προϊόντα. Οι πολιτικές δυνάμεις συχνά βολεύονται στη διαχείριση μικροσυμφερόντων και αρνούνται να συγκρουστούν με τις παγιωμένες καταστάσεις. Όταν οι υποστηρικτές σου είναι οι μεσάζοντες, δεν μπορείς να αναπτύξεις πολιτικές που θα αλλάξουν τα δεδομένα, θα δημιουργήσουν υπεραξία και θα ενισχύσουν πραγματικά την οικονομία της παραγωγής.
Όταν ο Τυνήσιος παραγωγός πληρώνεται περισσότερο από τον Μεσσήνιο, αυτό δεν είναι «κανονικότητα». Είναι κραυγαλέα αποτυχία. Και υπάρχουν πολιτικές ευθύνες γι’ αυτό.

 

panagopg@gmail.com

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ευαισθησίες, προπαγάνδα και κυνικά συμφέροντα