Η πρώτη μεταπολεμική συζήτηση έγινε το 1952 σε σύσκεψη μηχανικών του παραρτήματος Καλαμάτας του ΤΕΕ, στην οποία εισηγητής ήταν ο αρχιτέκτονας Ι. Σταμπολτζής. Από αυτή την πρωτοβουλία έχει διασωθεί η εισήγηση, καθώς δημοσιεύτηκε σε συνέχειeς στο “Θάρρος” και ως εκ τούτου έχει ενδιαφέρον να δούμε ορισμένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της.
Αρχικά o Ι. Σταμπολτζής παρατηρεί ότι “όλα τα σχέδια και αι αποτυπώσεις έχουν ένα βασικόν σημείον, παρακολουθούν και προσπαθούν να ρυθμίσουν την προς θάλασσαν εξάπλωσιν της πόλεως. Είναι δυνατόν ακόμη να διαπιστώσωμεν ότι διά μεν την παλαιάν πόλιν το σχέδιον ηκολούθει την εξέλιξίν της, ενώ διά την Παραλίαν την ερύθμιζεν εξ υπαρχής. Ανάλογος παρατήρησις ισχύει και διά τον πέραν του Νέδοντος τομέα: η παρά τας όχθας του χειμάρρου περιοχή του σχεδίου εχαράχθη επί παρθένου σχεδόν εδάφους, ενώ οι απώτερον, επί των πρανών των λόφων συνοικισμοί έμειναν εκτός σχεδίου”. Ενώ παρατηρεί ότι στο μεταξύ ήδη έχουν χαθεί ελεύθεροι χώροι: “Η συνάντησις με το ορθογωνικόν σύστημα το οποίον καλύπτει όλην την Παραλίαν, φθάνον μέχρι του Ναού των Αγίων Ταξιαρχών γίνεται παρά την συνοικίαν Εδεμ, όπου εις τα οικόπεδα Κακοτυλιμμένου, προεβλέπετο αρχικώς η δημιουργία ανοικτών χώρων επί πλείστων οικοδομικών τετραγώνων. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι η χωρίζουσα την άνω και την νέαν πόλιν γραμμή, ταυτίζεται με την οδόν την προβλεπομένην από της Διοικήσεως Χωροφυλακής (παρά τον Σταθμόν) διά των Αγίων Ταξιαρχών προς Φυτειάν”.
Θέτονας για πρώτη φορά το θέμα των χρήσεων και των αντίστοιχων περιοχών στην πόλη, στην εισήγηση ο Ι. Σταμπολτζής συνέχιζε με το θέμα των αυθαιρέτων: “Αλλη φροντίς λαμβάνεται διά την διοχέτευσιν του οικοδομικού ρεύματος προς την περιοχήν του σχεδίου, ζώναι δε όπου δεν επιτρέπεται η οικοδόμησις, προβλεπόμεναι πέριξ των πόλεων έχουν σκοπόν να εμποδίσουν την δημιουργίαν ζωνών εκτός σχεδίου. Η παρ’ ημίν νομοθεσία και κυρίως ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του Κράτους, ισχύων από του 1926 καθ’ όλην την επικράτειαν προνοεί διά την δημιουργίαν ζωνών, προβλέπει κυρώσεις διά τους εκτός σχεδίου οικοδομούντας και απαγορεύει την παροχήν πάσης δημοτικής αντιλήψεως εις την εκτός σχεδίου περιοχήν. Εάν λοιπόν κατακρίνωμεν τους ιδιώτας, τους εκτός της πόλεως οικοδομούντας, δεν πρέπει να ανγοήσωμεν ότι όχι μόνον ουδεμία προσπάθεια ελήφθη εκ μέρους του κράτους ή του δήμου διά να εμποδισθούν, αλλά και ότι εκ των υστέρων έτυχον πάσης περιποιήσεως, αφού έγιναν εις τους παρανόμους οικισμούς και δημοτικά έργα και παροχαί ρεύματος, ύδατος κλπ. Δυστυχώς δε και κατά την αποκατάστασιν των προσφύγων όλοι σχεδόν οι συνοικισμοί κατεσκευάσθησαν εις τας παρυφάς του σχεδίου, εντός της απηγορευμένης ζώνης. Ούτω μέγα ποσοστόν των κατοίκων της πόλεως διαμένει εκτός σχεδίου. Μόνον εις το βορειοδυτικόν τμήμα εκείθεν του Νέδοντος υπάρχουν περί τας 450 οικοδομάς, αποτελεούσαι τας συνοικίας Ράχης, Φραγκοπήγαδου, Αβραμιού, Αγίας Τριάδας και Κοκκορόγιαννη”.
Ο εισηγητής εμμέσως έβλεπε μια πόλη με μικρά σπίτια στο υφιστάμενο σχέδιο πόλης: “Εν τούτοις εις το μεταξύ της πόλεως και Παραλίας άκτιστον τμήμα υπάρχει αφθονία οικοπέδων και θα ήτο δυνατόν να στεγασθούν τουλάχιστον 50.000 κατοίκων με τας συνήθεις εις την Καλαμάτα μονορόφους και διωρόφους οικοδομάς". Και έδινε μια ενδιαφέρουσα εξήγηση για την εκτός σχεδίου δόμηση: “Οι κάτοχοι εκτάσεων εις τας παρυφάς της πόλεως, κυρίως εις τα επί των λόφων άγονα σχετικώς εδάφη, έχουν κάθε συμφέρον να πωλήσουν τας ιδιοκτησίας των εις οικόπεδα. Τα κατατέμνουν λοιπόν εις μικρά τμήματα και τα πωλούν, καταστρατηγώντας τον νόμον, ως εκτάσεις με δήθεν ημιτελείς οικοδομάς, τας οποίας κατασκευάζει ο ίδιος ο αγοραστής. Πρόκειται συνήθως περί μικρών εργατικών κατοικιών που οικοδομούνται εκ των ενόντων και συχνά εναντίον όλων των κανόνων της δομικής αλλά δυστυχώες και της υγιεινής. Σημαντικόν ρόλον έχει και ο ψυχολογικός παράγων, λόγω του οποίου όλοι οι νέοι κάτοικοι επιδιώκουν να κατοικήσουν εις την πλευράν της πόλεως, η οποία επικοινωνεί αμεσώτερον με τον τόπον της καταγωγής των”.
Παρατηρώντας ότι τα προβλήματα δόμησης εμφανίζονταν με παραβιάσεις και εντός σχεδίου (κυρίως κατατμήσεις με στενούς και στρεβλούς δρόμους) έθετο το ζήτημα του κόστους που είχε η δυσανάλογη με τον πληθυσμό χωρική επέκταση της πόλης: “Ολα αυτά τείνουν εις την δυσανάλογον προς τον πληθυσμόν επέκτασιν της πόλεως και καθιστούν πολύ δαπανηράν και πολλάς φοράς οικονομικώς ακατόρθωτον την διασκευήν και συντήρησιν των οδών, την κρασπέδωσιν, τους υπονόμους, επιμηκύνουν δυσαναλόγως τα δίκτυα ηλεκτρικής ενεργείας, υδρεύσεως και τηλεφώνων, δυσχεραίνουν την επίλβεψιν και ασφάλειαν. Μοιραίως ο κάθε κάτοικος καλείται να αναλάβη αμέσως ή εμμέσως την δαπάνην διά το αναλογούν εις αυτόν μέτρον μήκους των οδών και ο Δήμος ουδέποτε θα δυνηθή να ανταπεξέλθη οικονομικώς”.
Πέρα από τις διαπιστώσεις που βοηθούν να φωτιστούν ορισμένες πλευρές της πολεοδομικής ιστορίας, ο Ι. Σταμπολτζής παρουσίασε μια σειρά από προτάσεις τροποποιήσεων στο σχέδιο πόλης. Μια ενότητα περιλάμβανε προτάσεις για πλατείες και χώρους πρασίνου: “Να σχηματισθή παρά την είσοδον του νεκροταφείου ευρεία πλατεία με διέξοδον προς βορειοανατολικά οδόν άγουσαν προς την εθνικήν οδόν Καλαμών - Σπάρτης. Η πλατεία θα ηδύνατο να προβλέπεται περιλαμβάνουσα προς ανατολάς πυλώνα του νεκροταφείου, συνδυαζομένη ίως με τον νάρθηκα μιας νέας εκκλησίας, Η υφισταμένη τότε εις το νεκροταφείον θα κατεδαφίζετο ώστε να εξαρθή ο υπάρχων εκεί διπλούς καθαρώς βυζαντινός ναΐσκος. Να εξωραϊσθούν αι παρά το Β' Δημοτικόν, παρά την οικίαν Πάστρα και τον Ναόν του Αγ. Γεωργίου υφιστάμεναι μικραί πλατείαι καθώς και το φαρδύ τμήμα της οδού Κρήτης. Να εξετασθεί η δυνατότης δημιουργίας πάρκου εις τον χώρον μεταξύ οδών Μαυρομιχάλη και Λακωνικής, μεταξύ του περιβόλου των στρατώνων και του τελευταίων οικοδομικών τετραγώνων. Να επιδιωχθεί η δημιουργία άλλου πάρκου εις βάρος της κοίτης του Νέδοντος, από των Κρεοπωλείων μέχρι της εκείθεν της σημερινής αρχής της εθνικής οδού Καλαμών - Σπάρτης. Να γίνη αξιοποίησις του Κάστρου ως πάρκου και μνημείου διά της διανοίξεως της οδού Βιλλαρδουΐνου και άλλων έργων”.
Παράλληλα για πρώτη φορά προτεινόταν πεζοδρόμηση στην Καλαμάτα: “Να εξετασθή ο ενδεχόμενον ανυψώσεως όλων των στενών οδών που καταλήγουν εις την οδόν Αριστομένους μεταξύ των δύο πλατειών, προς δημιουργίαν πράγματι εξυπηρετικών πεζοδρομίων”. Στις προτάσεις υπήρχε και μια μεγάλη παρέμβαση στην παραλιακή ζώνη: “Να επιδιωχθή εν συνεργασία μετά της Λιμενικής Επιτροπής, η κρηπίδωσις του προλιμένος έως 100 περίπου μέτρα από της σημερινής οικοδομικής γραμμής της οδού Ναυαρίνου και η κατασκευή μονίμων εγκαταστάσεων θαλασσίων λουτρών έξω του προλιμένος”.
Ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στο Νησάκι με μια σειρά από προτάσεις με επίκεντρο το τρένο και τους χώρους που είχε στην ιδιοκτησία της η εταιρεία, που αποτελούσαν πάντα αντικείμενο προβληματισμού: “Να εξετασθεί η χρησιμοποίησις του χώρου των ΣΠΑΠ από της δεξαμενής του λιμένος μέχρι Μηχανοστασίου και να εκτραπεί η εθνική οδός από της Αριστομένους εις την Υδρας εν συνδυασμώ με το ενδεχόμενον κατασκευής κάτω διαβάσεων προς συνοικίαν Νησάκι. Ευρυτέρας προοπτικής θα ήτο η μετάθεσις του σταθμού απέναντι της Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων (αφιεμένου φυσικά του σημερινού κτηρίου επιβατών ως στάσεως). Η λύσις αυτή θα απέδιδε μεγάλην αξίαν εις την συνοικίαν Νησάκι”.
Δυο προτάσεις για τους δρόμους φαντάζουν σήμερα περίεργες, είχαν αξία όμως για τα δεδομένα της εποχής. Προκειμένου να συνδεθεί η δυτική με την ανατολική πλευρά της πόλης διατυπωνόταν η σκέψη μέσω Κολοκοτρώνη και καμπής στον Αγιο Νικόλαοο να συνδεθούν Αθηνών και Λακωνικής: “Να διευρευνηθή η δυνατότης αποκαταστάσεως επικοινωνίας των εθνικών οδών Αθηνών και Γυθείου διά καμπής προς νότος του Ναού Αγίου Νικολάου”. Ενώ διατυπωνόταν η σκέψη για λεωφόρο από την οδό Εδεμ (Βασ. Κωνσταντίνου σήμερα) μέχρι την άκρη της Ανατολικής Παραλίας: “Να μελετηθή η ανάγκη διανοίξεως ευρείας λεωφόρου από του ύψους της οδού Εδεμ, διαγωνίως προς το τέρμα του σχεδίου πόλεως παρά την Ανατολικήν Παραλίαν”. Μέσα στο σχέδιο προτείνονταν πρασιές: “Διά τας οδούς καθ' εαυτάς θα έπρεπε να γίνη σκέψις αφού ληφθεί απόφασις της τροποποιήσεως ή όχι της κάτω πόλεως. Θα προκύψη ίσως η ανάγκη διακρίσεως οδών κυκλοφορίας και οδών προσβάσεως και η διά κανονισμών ρύθμισις αναγκαστικών πρασιών”. Υπήρχε δε και μια παρατήρηση-πρόλβεψη για τη Φαρών: “Ας μη λησμονηθή διά το αισθητικόν μέρος ότι η οδός Φαρών, η πλέον χαρακτηριστική της πόλεως, όσον οικοδομείται, τόσον χάνει το χρώμα της και τείνει να καταλήξη ένας απλούς συνοικιακός δρόμος”.
Τέλος, αναγνωρίζοντας τη διαμορφωμένη κατάσταση και την ανάγκη διασφάλισης κανόνων οικοδόμησης ο Ι. Σταμπολτζής πρότεινε: “Να τακτοποιηθούν οι συνοικισμοί διά επί μέρους σχεδίων και αναλόγως προς τας ανάγκας των οικοδομικών κανονισμών. Να μελετηθή βασική τροποποίησις του σχεδίου πόλεως κάτω της συνοικίας Εδέμ με τετράγωνα όχι βαθύτερα των δύο οικοπέδων”.
Συζητήσεις σε μακρινές εποχές που δεν καρποφόρησαν παρά μόνον μετά από δεκαετίες. Φυσικά κάτω από άλλες συνθήκες, άλλους όρους και νομικές ρυθμίσεις σε μια πόλη η οποία δυστυχώς είχε καταστραφεί με τον τρόπο που οικοδομήθηκε εκεί που οι μελετητές τότε έβλεπαν ότι θα έπρεπε να αναπτυχθεί η πόλη. Αλλά το εννοούσαν εντελώς διαφορετικά από τα συμπαγή πολυώροφα τσιμεντένια τετράγωνα χωρίς ίχνος ελεύθερου χώρου και πρασίνου.