Το σχέδιο-ορόσημο για την πόλη ήταν αυτό του 1905, το οποίο βεβαίως έφθασε μέχρι τις ημέρες μας πολλαπλώς τροποποιημένο και κυρίως αποψιλωμένο από πλατείες και κοινόχρηστους χώρους. Και δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να δοθεί η απάντηση σχετικά με το “γιατί”, είναι πασίγνωστη όταν μιλάμε για σχέδια, τα συμφέροντα –μικρά ή μεγάλα– καθορίζουν πολλά. Ετσι κι αλλιώς το σχέδιο του 1905 δεν ήταν παρά η έκφραση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων την εποχή του αστικού μετασχηματισμού. Με το λιμάνι έτοιμο το 1901 και το τρένο να έχει φθάσει λίγα χρόνια ενωρίτερα, η αξιοποίηση των θαλάσσιων δρόμων και των συνδυασμένων μεταφορών αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία. Το μεγαλεπήβολο του πράγματος, εξωπραγματικό για την εποχή, ήταν η τεράστια έκταση που εντασσόταν και η οποία αγνοούσε τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Γιατί το εγχείρημα δεν περιορίστηκε σε μια λογική επέκταση της πόλης γύρω από τον παλιό της πυρήνα και την Παραλία, με δρόμους σύνδεσης των δύο οικιστικών πυρήνων: Περιέλαβε όλη την ενδιάμεση περιοχή που μπορούσε να φιλοξενήσει κατοικίες για δεκάδες χιλιάδες κατοίκους.
Η προσδοκία οικοπεδούχων και σχεδιαστών δεν επιβεβαιώθηκε. Οι φτωχότεροι από τους νέους και παλιούς κατοίκους περιορίστηκαν στους συνοικισμούς οι οποίοι δημιουργήθηκαν περιμετρικά. Ετσι έμεινε μια τεράστια “τρύπα” με διάσπαρτα κτίσματα, μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια. Με γλαφυρό εκ συμφέροντος τρόπο, παρουσιάζει τη σχέση των δύο οικιστικών πυρήνων ο Γ. Κορφιωτάκης το 1924, όταν επεδίωκε την απόσχιση της Παραλίας από το Δήμο Καλαμάτας, με άρθρο στο “Θάρρος”: “Πρώτιστον ημών έργον ήθελεν είσθαι η επαναφορά της πόλεως Παραλίας εις το πρώην αυτής συνεπτυγμένον διάγραμμα το διά Βασιλικού Διατάγματος εγκεκριμμένον, ενώ ήδη ένεκα της ελευθέρας ελευθερίας προς οικοδόμησιν, έχει καταληφθή από διαφόρους οικίσκους φύρδην μύγδην ευρισκομένους, άνευ σχεδίου και ρυθμού ολόκληρος αιγιαλίτης γραμμή και παραλιακή έκτασις περί τα 3.000 μέτρα περίπου. Και το μεγαλείτερον κακόν έχει προξενηθή διά της ενώσεως των σχεδίων των δύο πόλεων κατά Μάρτιον 1905 ενεργηθείσα, ένεκα του οποίου εσχηματίσθησαν τεράστια διαστήματα με διεσπαρμένους συνοικισμούς δημιουργούντας μεγάλην ανωμαλίαν και ακαταστασίαν τας οποίας ουδέν θα δυνηθή να διορθώση. Και ίσως είναι ο σοβαρώτερος λόγος του διαχωρισμού των δύο πόλεων. Τότε και η πόλις των Καλαμών περιοριζομένου του απεράντου σχεδίου αυτής, θα αναπτυχθή επί άλλης λογικής βάσεως και θα δύναται να ανταποκριθή εις τας ανάγκας των κατοίκων, ως και η Παραλία”.
Δεν ήταν στην κόντρα μόνον η Παραλία με την Καλαμάτα, αλλά και περιοχές της πόλης μεταξύ τους. Το 1933 ξέσπασε πόλεμος για τη θέση του Δικαστικού Μεγάρου: Οι έχοντες συμφέροντα στην παλιά πόλη ζητούσαν να γίνει στη Φραγκόλιμνα και οι έχοντες στη νέα πόλη να γίνει κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί έκλινε και η κυβέρνηση, αλλά ξεσηκώθηκαν οι της παλιάς πόλης όπως μας πληροφορεί το “Θάρρος”: “Ο λαός των Καλαμών συνελθών επειγόντως όπως συσκεφθεί επί του φλέγοντος ζητήματος της κατασκευής του δικαστικού μεγάρου της πόλεως και ακούσας τον επί του θέματος τούτου ομιλήσαντα αλλά και γνωρίζων ότι η υπό των Καρβέλη, Μαργαρίτου. Βαλσαμάκη και Πολυχρονοπούλου αναλαμβανομένη κατασκευή του ανωτέρω μεγάρου παρά το μηχανοστάσιον του σιδηροδρόμου είνε μόνον τελείως ακατάλληλος λόγω του μεγίστου θορύβου της οδού Αριστομένους και του γειτνιάζοντος ηλεκτρικού εργοστασίου και των καπνών του σιδηροδρόμου και ανθυγιεινή λόγω του βαλτώδους εδάφους αλλά και καταστρεπτική διά την αγοράν της πόλεως προς δε θέλει νεκρώση αύτη τελείως το υγιεινότερον άνω τμήμα αυτής, όπες και τούτο έχει δικαίωμα να ζήσει”.
Αλλά και στη νέα πόλη οι ενδιαφερόμενοι δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, όπως συνεχίζει την άλλη ημέρα η εφημερίδα: “Η υπόθεσις της ανεγέρσεως δικαστικού μεγάρου τείνει να προσλάβη σοβαρότατον χαρακτήρα, δεδομένου ότι η πόλις μας εχωρίσθη εις δύο παρατάξεις τρόπον τινά, αλληλομαχομένας. Ούτε χθες το εσπέρας, εγένετο και άλλη συγκέντρωσις εις το κινηματοθέατρον “Εσπερος” των οικούντων παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οι οποίοι ζητούν να ανεγερθή εκεί το μέγαρον. Την άποψιν αυτήν υπεστήριξε και ο δικηγόρος κ. Αθαν. Κυβέλος ενώπιον των συγκεντρωθέντων, οι οποίοοι κατόπιν ενέκριναν σχετικόν ψήφισμα το οποίον κει επέδωκε επιτροπή επί τούτω εκλεγείσα προς τον αναπληρούντα τον απουσιάζοντα εντεύθεν Νομάρχην, Διευθυντήν της Νομαρχίας κ. Διδαχόν”. Τη συνέχεια τη γνωρίζετε, οι διαμάχες διευκόλυνανν την εγκατάλειψη του σχεδίου και το δικαστικό μέγαρο τελικά έγινε πριν από λίγα χρόνια, κατά σύμπτωση κοντά στο χώρο που είχε επιλεγεί το 1933.
Οι διαμάχες ήταν διαρκείς και είχαν να κάνουν και με το προς τα πού μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί η πόλη. Το σχέδιο του 1905 προέβλεπε την ένωση με δρόμο της πλατείας 23ης Μαρτίου με την πλατεία Ασκήσεων (Σύνταγμα). Πλην όμως και παρά την ίδρυση ακόμη και συλλόγου με αντικείμενο ουσιαστικά τη διάνοιξη του δρόμου, ήδη από τη δεκαετία του 1920, οι δημοτικοί παράγοντες δεν ικανοποιούσαν το εύλογο αίτημα. Αρθρογράφος της “Σημαίας” το 1937 ανέλυε την κατάσταση και τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να διανοιγεί ο δρόμος: “Ο χαράσσων τας γραμμάς ταύτας δεν έχει εις την παλαιάν πόλιν ούτε μέγαρα, ούτε οικόπεδα, ούτε μαγαζιά ώστε να υπεραμύνεται των ατομικών του συμφερόντων. Εχει μιαν καλύβην την οποίαν δεν πρόκειτια να εγκαταλείψει, ούτε εάν η πόλις συγκεντρωθεί έστω και εις την Κορώνην. Αλλ’ αντιλαμβάνεται ότι είναι δίκαιον το υγιεινώτερον κομμάτι της πόλεως να μη εγκαταλειφθή. Διά τον λόγον τούτον θα ήτο επιβεβλημένον, οπως εξυπηρετηθή εν τω μέτρω του δυνατού και η παλαιά πόλις. Θα εξυπηρετηθή δε όχι μόνον αν στο Δικαστικόν Μέγαρον ανεγερθή εις την περιοχήν της παλαιάς πόλεως αλλά και αν διανοιχθή η προς την πλατείαν των Ασκήσεων ευρεία λεωφόρος από της πλατείας 23ης Μαρτίου. Η προς τα εκεί επέκτασις της πλατείας ταύτης θα δώση κάποιαν ζωήν εις την παλαιάν πόλιν και συγχρόνως θα αποσοβήση τον κίνδυνον της οικονομικής καταστροφής. Αντί ως κατά το περελθόν να διασπαθίζεται το χρήμα του δήμου εις μεμονωμένας ρυμοτομίας ασκόπους, θα ήτο προτιμώτερον να διετίθετο διά την επέκτασιν της πλατείας 23ης Μαρτίου προς την πλατείαν των Ασκήσεων”. Τα δημοσιεύματα συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια ακόμη, αλλά ο δρόμος διανοίχθηκε κατά ένα μέρος του τη δεκαετία του 1990, καθώς στο μεταξύ είχαν κατασκευαστεί οικοδομές. Και ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί την μεγάλη αλλαγή που θα είχε επέλθει στην κατεύθυνση που θα είχε πάρει η οικιστική ανάπτυξη της πόλης, αν η διάνοιξη γινόταν σχεδόν ταυτόχρονα με τη διάνοιξη των δρόμων που οδηγούσαν στην παραλία. Οι άρχοντες της πόλης όμως είχαν πάρει τις αποφάσεις τους.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν και άλλες περιπτώσεις διαμάχης για την εφαρμογή του σχεδίου και τις χρήσεις γης, έχει ενδιαφέρον να δούμε όμως στον αντίποδα τι γινόταν με το σχέδιο όπως το περιγράφει ο αρθρογράφος στο “Θάρρος” το 1928: “Η πόλις δεν έχει σχέδιον. Αυτό είναι αναμφισβήτητον. Είναι μια αλήθεια έκδηλος. Κατά το παρελθόν οδοί κατελαμβάνοντο υπό οικοδομών. Τα σχέδια δεν υπήρχον ή ηχρηστεύηοντο. Δεν υπήρχε δηλαδή εις την ουσίαν δημόσια μηχανική υπηρεσία. Τότε υπήρχε μία δημιουργία. Η πολιτική, το ρουσφέτι, επί του προκειμένου είχον την αποσυνθετικήν των εκδήλωσιν. Αλλ’ εκ του γεγονός ότι προϋπήρξε μια τοιαύτη ανωμαλία, η οποία εμφανίζει ήδη την πόλιν μας άρρυθμον τουρκόπολιν, δεν έπεται ότι πρέπει να εξακολουθήση υφισταμένη η αυτή κατάστασις. Και το γραφείον του κ. Νομομηχανικού και η μηχανική υπηρεσία του δήμου είναι επιβεβλημένο να επιστήσουν αμέριστον την προσοχήν των εις τρόπον ώστε να μην παραβιάζεται το υπάρχον σχέδιον της πόλεως καίτοι τούτο είναι αναμφισβήτητον ότι χρήζει μεταρρυθμίσεως και επεκρατήσεως εκεί όπου είναι δυνατόν να γίνη και το πρώτον και το δεύτερον, διά να εξυπηρετηθούν πληρέστερον αι ανάγκαι της αλματωδώς επεκτεινομένης πόλεως της οποίας η πρόοδος δεν προεβλέφθη με το παλαιόν σχέδιον. Χρειάζεται σκληροτράχηλος εμμονή, αν υπάρχη όντως επιθυμία μελλοντικής μεταβολής της καταστάσεως και δημιουργία τμήματος νέας πόλεως, που να δίδη την εντύπωσιν πόλεως κατοικουμένης από πολιτισμένους ανθρώπους”. Πολύ απλά, η πόλη επεκτεινόταν πέρα από τις προβλέψεις του σχεδιασμού και εκ των πραγμάτων ετίθετο πλέον επιτακτικά η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης που είχε δημιουργηθεί. Κάτι που άρχισε να υλοποιείται μετά από... 50 ολόκληρα χρόνια.