Μια περιγραφή της Καλαμάτας το 1885 έθετε το αυτονόητο αίτημα ενός σχεδίου που θα βλέπει στο μέλλον, αλλά χρειάστηκαν 20 χρόνια προκειμένου αυτό να γίνει πραγματικότητα το 1905. Με την πεποίθηση ότι είναι ώρα αλλαγών για τις οποίες δεν πρέπει να περάσουν άλλα... 20 χρόνια, παραθέτω στη συνέχεια αποσπάσματα από επιστολή που έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα “Το ενεστός” με τον απαραίτητο σχολιασμό.
Η κατάσταση των δρόμων περιγράφεται γλαφυρά με έμφαση στα προβλήματα υγιεινής αλλά και κυκλοφορίας: “Αι μεν οδοί είναι τοσούτον στεναί, ώστε ούτε ο αήρ δύναται ελευθέρως να διέλθη ούτε φως αρκούν εισέρχεται ούτε ηλικιακαί ακτίνες, αν αμφoτέρωθεν υπάρχωσιν υψηλαί οικίαι, αδύνατος δε καθίσταται η κατασκευή ευρέων υπονόμων. Ούτω τα μεν ακάθαρτα ύδατα πανταχού σχηματίζονται τέλματα, δηλητηριώδη μιάσματα εις την ατμόσφαιρα διεσπείροντο, ελλείπει χώρος προς κατασκευήν πεζοδρομίων, ώστε πας οικοδομών οικίαν καλύπτει δι’ επιχωματώσεων την οικίαν του γείτονος, και τέλος αρκεί και μιας μόνης αμάξης η δίοδος να διακόψη την συγκοινωνίαν, ήτις εν πολλοίς οδοίς ουδέ διά μίαν άμαξαν είναι κατορθωτή”.
Παλιά “τέχνη” η παραβίαση του υπάρχοντος σχεδίου πόλης (τότε έφθανε μέχρι την Πολυχάρους και υπήρχε ξεχωριστό για την Παραλία) και η καταπάτηση των προβλεπόμενων δρόμων που είχε σαν αποτέλεσμα η κυκλοφορία να γίνεται από... απερίφραχτα οικόπεδα: “Λέγουσιν ότι υπάρχει σχέδιο, κατά το οποίον οικοδομούσιν οι οικοδομούντες. Αλλ’ ημείς τότε μόνον δυνάμεθα να συμβιβάσωμεν την ύπαρξιν αυτού προς τα γινόμενα, όταν υποθέσωμεν ότι σκοπόν έχει την βλάβην και όχι την ωφέλειαν. Διότι από πολλών ετών, πάσας τα οικοδομουμένας οικίας εν τε ταις παλαιαίς συνοικίαις και εν ταις νέες και εν αυτή τη παραλία ακόμη βλέπομεν ακολουθούσας ιδίαν εκάστοτε γραμμήν και να καταστρέφωσιν οδούς καλώς εχούσας, και ταύτα κατόπιν αδείας του αρμοδίου μηχανικού. Η τοιαύτη δ’ ανωμαλία παρατηρείται μάλιστα εν ταις νέαις συνοικίαις, εν αις αν φραχθώσι πάντα τα οικόπεδα, ίσως ουδέ διαβάτης θα δύναται να διέλθη”.
Στη συνέχεια επισημαίνεται ότι οι μόνοι ελεύθεροι χώροι ήταν αυτοί που απέμειναν από τον περιορισμό της κοίτης του Νέδοντα στον δυτικό κλάδο, αλλά αυτοί διανεμήθηκαν στους γείτονες εκτός από τη (σημερινή) Αριστομένους και ένα μικρό τμήμα στη (σημερινή) πλατεία, που χρησίμευε για... σταθμός αμαξών. Ενώ οι γείτονες απειλούσαν να περιφράξουν και το χώρο του περιπάτου (σημερινή οδός Σπάρτης) και το κράτος είχε πουλήσει οικόπεδα μέχρι το... κυμοθάλασσο. Ετσι εξηγούνται και ορισμένα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στο μεσοπόλεμο σχετικά με τα ιδιοκτησιακά της πλατείας, αλλά και οι ιδιοκτησίες δίπλα στο κύμα: “Περί διά των αγρών συγκοινωνίας ουδέ λόγος δύναται να γίνη. Διότι όλως ουδ’ υπάρχουσιν όλως οδοί, αλλ’ αι ατραποί στενώταται και πολλάκις μόλις εις τον πεζόν διαβάτην διαβαταί ή λείπουσι και αύται, η δε συγκοινωνία γίνεται διά των αφράκτων κτημάτων. Διά την μετά της παραλίας συγκοινωνίαν όμως ο παραρρέων χείμαρρος παρείχεν εις ημάς την μόνην ευρείαν και ευθείαν διέξοδον, ήτις εχρησίμευσε και ως οδός και ως δημόσιος περίπατος και ως πεδίο των στρατιωτικών γυμνασίων. Αν δεν υπήρχε ο χείμαρρος, αμφιβάλλομεν αν θα υπήρχε οδός, δι’ ης να διέρχωνται δύο άμαξαι αντιμέτωποι, καθ’ όσον τουλάχιστον δύναται τις να κρίνη εκ των άλλων. Αλλ’ η κατασκευή του λιμένος απήτησε την απομάκρυνσιν της κοίτης του χειμάρρου, ο δε καταληφθείς αδέσποτος χώρος ο αποτελών τον μόνον των Καλαμών περίπατον, το μόνον πεδίον των γυμνασίων του στρατού, διανέμεται εις τους γείτονας, καταλείπεται δε μόλις η αμαξιτή οδός με μικράν μόνον προσθήκην και τις παρά την πόλιν πλατεία ως σταθμός των αμαξών, ήτις και αύτη θεωρείται πολυτέλεια και διά τούτο γείτονες ετοιμάζονται να ματαιώσωσι και τούτου του έργου την εκτέλεσιν! Μετ’ολίγον λοιπόν οι ευδαίμονες κάτοικοι των Καλαμών θα ίδωσι φραττόμενον τον μόνον αυτών περίπατον, τον δυνάμενον να διατηρηθή άνευ δαπάνης προς αποζημίωσιν ουδενός, και δεν θα δύνανται να ίδωσι την παραλίαν χωρίς να εισπνεύσωσι τον φοβερόν της μιας και μόνης απολειφθησομένης οδού κονιορτόν, ον το πλήθος των αμαξών θα εγείρη. Αλλά και αύτη η παραλία απεφράχθη μέχρις αυτών των κυμάτων, διότι η κυβέρνησις έσπευσε να πωλήση, ως Εβραίος κερδοσκόπος, όσα οικόπεδα ηδύνατο”.
Ο επιστολογράφος (πίσω από τον οποίον κατά τη συνήθεια της εποχής “κρύβεται” συντάκτης της εφημερίδας) επισημαίνει ότι το πρόβλημα θα εμφανισθεί με ένταση όταν ο πληθυσμός της πόλης μεγαλώσει σημαντικά, κάτι που έγινε τις επόμενες δεκαετίες: “Ας ελπίση, λοιπόν, όστις θέλει, ότι τοιαύτη πόλις δύναται να περιμένη πρόοδον και διά μεν των λαβυρινθοειδών ατραπών της να συγκοινωνή μέγας οπωσούν πληθυσμός, να διασταυρούνται πανταχού αι τώρα σχεδόν μόνον προς την παραλίαν βαδίζουσαι άμαξαι, να ανεγερθώσιν υψηλά οικοδομήματα, χωρίς τα κάτω πατώματα να φωτίζονται νυχθημερόν διά λύχνων, ότι δύναται τέλος ν’ αναπνεύση πλήθος ανθρώπων εντός της πνιγηράς αυτής τρώγλης, ην μόνον αβελτηρία μηδεμίαν καταλείπουσαν υπερβολήν δύναται να ανέχηται. Επί του παρόντος το μεν ολιγάριθμον του πληθυσμού δύναται ακόμη να αποφύγη την ασφυξίαν, η ταπεινότης των πλείστων οικοδομημάτων επιτρέπει να βλέπωμεν το ζωογόνον φως του ηλίου, τα δε παρημελημένα κτήματα δεν έχουσι φραγμούς, ίνα εμποδίσωσι τον περίπατόν μας. Αλλά τις θα δύναται να ζήση ενταύθα, όταν προοδευούσης της γεωργίας φραχθώσι τα άφρακτα κτήματα, κτισθώσι πάντα τα σήμερον κενά οικόπεδα, τους δε ταπεινούς οικίσκους αντικαταστήσουν υψηλαί οικοδομαί, και διά την μετά της παραλίας συγκοινωνίαν δεν απομείνει παρά μία μόνον οδός θύελλα κόνεως υψούσα εις τον αέρα; Ή θα ανοιχθώσι τότε οδοί, ότε αι αποζημιώσεις θα είναι κολοσιαίαι;”.
Με το δημοσίευμα καλούνται οι “αρμόδιοι”, οι ωφελούμενοι και “οι κατά καθήκον πάντες οι πολίται” να αναλάβουν τις ευθύνες τους: “Εισέτι είνε καιρός να επανορθώσωσιν οπωσδήποτε τα πλημμελή, και μάλιστα παρίσταται διά τους αρμοδίους ευκαιρία να ευεργετήσωσι τα μέγιστα την πόλιν άνευ μεγάλων δυσκολιών. Αλλά πάντες οι έχοντες συμφέροντα απειλούμενα, οι ιδιοκτήται οικοπέδων ων η αξία άνευ καλού σχεδίου μειούται τα μέγιστα, οι έχοντες οικοδομάς κινδυνεύουσας να καταχωθώσιν εκ των κατ’ αρεσκείαν του γείτονος γενομένων επιχωματώσεων οδών, οι εξασκούντες προσοδοφόρα επαγγέλματα και εκ της προόδου της πόλεως δυνάμενοι να περιμένωσι κέρδη και κατά καθήκον πάντες οι πολίται ας σπεύσωσι να απαιτήσωσι την ταχίστην υπέρ της συγκοινωνίας και της διορθώσεως του σχεδίου της πόλεως πρόνοιαν αντί πάσης θυσίας. Ας αναβληθή και η μεταφορά ύδατος και παντός έργου δημοτικού η εκτέλεσις, χάριν της σπουδαιότητος ταύτης ανάγκης”.
Και ο επιστολογράφος καταλήγει στην ανάγκη να καταρτισθεί σχέδιο πόλης που θα πρέπει να περιλαμβάνει όλη την έκταση μέχρι την Παραλία, τη Φυτειά που είχε αρχίσει να κατοικείται και την περιοχή δυτικά του Νέδοντα που έχει ανάγκη κεντρικού δρόμου. Να χαραχθούν φαρδιοί δρόμοι και χώροι για πλατείες, προειδοποιώντας ότι αυτό να γίνει άμεσα γιατί αργότερα θα χρειαστούν μεγάλα ποσά για απαλλοτριώσεις: “Οθεν όσον δυνατόν τάχιστα πρέπει να γίνη προέκτασις του σχεδίου της πόλεως εις ευρείαν έκτασιν πέριξ, ώστε να ρυμοτομηθή καλώς πάσα η μέχρι παραλίας έκτασις, η νυν συνοικιζομένη Φυτειά και η κατά την δεξιάν όχθην του ποταμού συνοικία, ήτις προ πάντων έχει ανάγκην κεντρικής οδού διευθυνομένης προς τα επάνω, αι δε οδοί να χαραχθώσιν ευθείαι και κατά τόπους να αφεθώσι πλατείαι, διότι αι πόλεις πρέπει να αποτελώσι σώμα οργανικόν εξοικονομούν τας ανάγκας των κατοίκων. Της δε παλαιάς πόλεως το σχέδιον να κανονισθή συμφώνως προς τας από του παρελθόντος επιτρεπομένας βελτιώσεις. Είτα δε να γείνη πάσα προσπάθεια, ίνα ολοκλήρου της πόλεως το σχέδιον μένη πάντοτε αμετάβλητον, αν δεν απαιτεί την μεταβολήν δημοσία ανάγκη. Επί πάση δε κρίνομεν αξίαν ιδιαιτέρας μερίμνης την αποξηρανθείσαν κοίτην του ποταμού, τον μοναδικόν περίπατον, ίνα μη φραχθή υπό των ιδιοκτητών των παρακειμένων κτημάτων. Διότι είναι φοβερόν άλλαι πόλεις να υποβάλλωνται εις θυσίας προς απόκτησιν περιπάτων, ημείς να μη διατηρήσωμεν τον υπάρχοντα. Περί τούτων προσδοκώμεν την δραστηρίαν ενέργειαν παντός φιλοπάτριδος συμπολίτου. Διότι ο κίνδυνος είνε φοβερός απειλών και την πρόοδον της πόλεως και την υγείαν των κατοίκων, και βραδύνει μεν να επέλθη, αλλ’ η κατ’ ολίγον πορεία αυτού είνε ασφαλής”.
Τότε ήταν η υπόθεση του σχεδίου που είχε επείγοντα χαρακτήρα, σήμερα είναι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που απαιτούν “την δραστηρίαν ενέργειαν παντός φιλοπάτριδος συμπολίτου”. Γιατί ο κίνδυνος μπορεί να μην είναι “φοβερός”, αλλά απειλεί “την πρόοδον της πόλεως” για την ποιότητα ζωής αλλά και την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων. Μπορεί να μην διδάσκει η ιστορία, το βέβαιο είναι ότι μπορεί και πρέπει να προβληματίζει.