Τετάρτη, 21 Οκτωβρίου 2020 14:13

Επί Τάπητος: Το τελευταίο “σημάδι” της πόλης των Φαρών...

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: Το τελευταίο “σημάδι” της πόλης των Φαρών...

Ενώσαμε τη φωνή μας στην απαίτηση “Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής” και όπως δείχνουν τα πράγματα μπορούμε να τα καταφέρουμε χάρη στην ευρύτατη υποστήριξη του αιτήματος που διατύπωσε η ομώνυμη διαδικτυακή ομάδα που συγκεντρώνει “αβίαστα” 3.000 μέλη.

Ενα αίτημα που διαχύθηκε στην τοπική κοινωνία μέσα από τις εφημερίδες, κάποια ραδιόφωνα, έναν τηλεοπτικό σταθμό και πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες. Και κινητοποίησε σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής συναντώντας την πάνδημη υποστήριξη. Είμαστε ένα βήμα πριν τις οριστικές αποφάσεις και ελπίζουμε ότι η πρωτοφανούς υποδοχής πρωτοβουλία θα οδηγήσει και στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων.
Με την ελπίδα αυτή θα έπρεπε να επισημάνω ένα ιδιαίτερο στοιχείο της προσπάθειας, τη λειτουργία της ομάδας ως “σχολείου τοπικής ιστορίας” με την παρουσίαση υλικών από μελέτες και έρευνες το οποίο γνωρίζουν ελάχιστοι από εκείνους που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία της πόλης. Με δεδομένο το γεγονός ότι δεν έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση στο διαδίκτυο, θα προσπαθήσω συνοπτικά να παρουσιάσω κάποια από αυτά τα στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα της σωστικής ανασκαφής στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας Υπαπαντής. Το αίτημα της ανασκαφής έχει ηλικία... 145 χρόνων. Εκεί στα 1875 ο σχολάρχης Αθανάσιος Πετρίδης, προσωπικότητα των γραμμάτων εκείνη την εποχή, έδωσε μια διάλεξη στη λέσχη “Δημακόπουλος” της Καλαμάτας, με θέμα “Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμών”. Η ομιλία – πραγματεία εκδόθηκε σε βιβλίο με δαπάνη του Δήμου Καλαμάτας επί δημαρχίας Εμμ. Μπενάκη. Από το κείμενο που έχει διασωθεί ένα μικρό απόσπασμα με ευρήματα και υπογράμμιση της ανάγκης ανασκαφής: «Εν ταις σημεριναίς Καλάμαις διεσώθησαν τινά λείψανα αρχαίων μνημείων Ελληνικών, οίον, τα εις την παρά την λεγομένην “Φραγκόλιμναν” κτήμα του κ. Εφεσίου ανακαλυφθέντα πανάρχαια ερείπια [...] Και περί των ερειπίων τούτων δεν δυνάμεθα να αποφανθώμεν οριστικώς σήμερον, διότι πρέπει να γένωσι ανασκαφαί, αίτινες μέλλουσι να υποδείξωσιν έως που εξετείνοντο τα ερείπια και οποίαν οικοδομήν απετέλουν κλ.». Το σημείο στο οποίο αναφέρεται είναι η περιοχή ανάμεσα στην οδό Φάριος και τη Μητροπολίτου Μελετίου, όπου υπάρχει ο Αγιος Νικόλαος Εφεσίων.
Μετά το σχολάρχη Αθανάσιο Πετρίδη, θέμα ανασκαφών έθεσε ο αρχαιολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου Ανδρέας Σκιάς το 1901 όταν εντόπισε “πύργο τείχους” όπως τον χαρακτηρίζει στο κτήμα του Δ. Καριζόπουλου. Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η υπόθεση καθώς ο Σκιάς προσδιορίζει τη θέση στην οποία βρήκε τον πύργο: «Η θέσις ήν κείται ο ευρεθείς πύργος, απέχει περίπου 250 μ. από της προς βορράν κειμένης μεσαιωνικής ακροπόλεως, περίπου δε 50 βήματα βορείως του αγίου βήματος της μικράς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου της κειμένης κατά το βόρειον πλευρόν της ευρείας οδού της αγούσης εκ της Φραγκολίμνης εις το νεκροταφείον, ανηκούσης δε εις την οικογένειαν Εφεσίου. Επομένως ο αρχαίος τούτος πύργος κείται περίπου κατά το μέσον μεταξύ του νεκροταφείου και της οδού της διερχομένης εκ βορρά προς νότον κατά την ανατολικήν πλευράν τη Φραγκολίμνης». Ο Σκιάς είχε πληροφορίες ότι σε δύο ιδιοκτησίες δυτικότερα εκείνου του σημείου είχαν βρεθεί και άλλα ίχνη του τείχους και θέτει ζήτημα ανασκαφής: «Το συνεχόμενον όπως εκατέρωθεν προς τον πύργον τούτο μέρος του τείχους δεν είδον, επειδή το μέρος ήτο συγκεχωσμένον, αγνοώ δε αν σώζεται ή έχει καταστραφή. Ηκουσα όμως ότι ομοίως κατεσκευασμένον τείχος έχει ευρεθεί εν παρακειμένη προς δυσμάς οικία του Φουντούκη και εν τω έτι δυτικότερω κειμένω οικοπέδω των αδελφών Ν. Π. Στρούμπου, ώστε ίσως ανασκαφή τις δύναται να αποκαλύψη την συνέχειαν του περιβόλου [...] Αν τα προειρημένα εν τη οικία Φουντούκη και εν τω οικοπέδω του Ν. Π. Στρούμπου κτίρια ήσαν συνέχεια του τείχους, όπως πιστεύω, τότε δύναται τις ευλόγως να εικάση ότι η περαιτέρω προς δυσμάς συνέχεια του τείχους παράλληλος ούσα προς το τείχος της μεσαιωνικής ακροπόλεως θα διήρχετο διά της περιοχής των δύο οικιών της οικογένειας Παγώνη, ήτις σήμερον έχει μεταβληθεί εις πλατείαν, και έπειτα διά της προς νότον της εκκλησίας της Υπαπαντής μικράς πλατείας, όπου μέλλει καταλήξει ο νυν κατασκευαζόμενος ηλεκτρικός τροχιόδρομος». Με λίγα λόγια ο Σκιάς τοποθετεί τον πύργο στη μέση της ευθείας που ενώνει το νεκροταφείο με τη Χρυσοστόμου Θέμελη, επί της οποίας και βορείως αυτής βρέθηκε το αρχαίο κτίσμα το 1960 (στον σημερινό ελαιώνα της Μονής Καλογραιών).
Ο Σκιάς αποθησαυρίζει μια ακόμη ενδιαφέρουσα πληροφορία για ευρήματα στο κτήμα Εφεσίου που τα τοποθετεί ανατολικά και δίπλα στη Φάριος και θέτει πάλι ζήτημα ανασκαφών: «Υπό του προ ολίγου αποθανόντος ιδιοκτήτου της προειρημένης παρά το νεκροταφείον μικράς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου έμαθον ότι ότε εγένετο η επίχωσις της Φραγκολίμνης, αφαιρουμένου χώματος εκ του αύτοθι κτήματος αυτού ευρέθη παρά την προειρημένην οδό την άγουσαν εκ βορρά προς νότον παρά την ανατολικήν πλευρά της Φραγκολίμνης τείχος ομοίως διά πωρίνων πλινθίδων κατασκευασμένον, διευθυνόμενον εκ βορρά προς νότον, επομένως κάθετον προς την διεύθυνσιν του περιβόλου των Φαρών και έξω αυτού κείμενον [...] Περί του τείχους τούτου δύναται τις να εικάση ότι ήτο μέρος μακρών τειχών συνδεόντων την πόλιν των Φαρών προς την παραλίαν. Ισως ανασκαφή τις δύναται να επιβεβαιώση την εικασίαν ταύτην, διότι ενδέχεται να μην έχωσι καταστραφή τα τείχη ταύτα καθ’ άπαν αυτών το μήκος».
Το 1905 ο Δημήτριος Δουκάκης με βάση τις επιγραφές που είχαν ανακαλυφθεί στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου (που βρισκόταν ακριβώς βόρεια της συμβολής Μητροπολίτου Μελετίου και Υπαπαντής και κατεδαφίστηκε), εκτιμά ότι εκεί υπήρχε ο ναός της Νεδουσίας Αθηνάς. Εικασία, αλλά έχει τη δική της αξία από την άποψη ων ευρημάτων: «Εν τη περιοχή της οικίας Δ. Α. Κυριακού (σ.σ.: κοντά στη συμβολή Μητροπολίτου Μελετίου και Υπαπαντής) ανεσκάφη και στηλίδιον ενεπίγραφον, κοσμούν νυν το υπέρθυρον της αυλείου θύρας της αυτής οικίας. Και η επιγραφή αύτη μετά των άλλων, υποδηλοί ότι ο τόπος ούτος της αναθέσεως ήτο ου μόνον ιερός, αλλά και επισημότατος και επιφανέστατος, οίον ήτο το ιερόν της Νεδουσίας Αθηνάς, εν ώ έθυον πλείστοι, ούς η επιγραφή υπαινίσεται». Πολύ κοντά (ίσως στη Φραγκόλιμνα) «εν τη αρκτική πλευρά της οικίας Γ. Βολανόπουλου ανευρέθη η εξής επιτύμβιος επιγραφή, ούσα δ’ εγχαραγμένη επί κοινού λίθου έχει μήκος μεν 0,40 Γαλλ. Μέτρου, πλάτος δε 0,30. Η επιγραφή ταύτη προήχθη εις φως το πρώτον υπό του Αθ. Πετρίδου μετά τινων όμως αβλεπτημάτων. Και εκ της επιγραφής αυτής εξάγεται ότι το ιερόν της Νεδουσίας διεδέξατο χριστιανικός τις ναός, οίος ο Αγίου Αθανασίου, ένθα υπήρχε και χριστιανικόν νεκροταφείον». Ενδιαφέρον έχει η πληροφορία για χριστιανικό νεκροταφείο η οποία ενδεχομένως μπορεί να συνδυαστεί με το γεγονός ότι βρέθηκε σε πολύ μικρή απόσταση, στην αυλή του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου, ρωμαϊκός τάφος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και μέσα στο ναό είχαν εντοπιστεί αρχαιότητες ενώ δίπλα υπήρχε νεκροταφείο σύμφωνα με την Γαλλική Επιστημονική Αποστολή: «Η Αγία Τράπεζα, που είναι κατασκευασμένη από αρχαία μάρμαρα, ήταν αναποδογυρισμένη, ενώ κάποιοι αχρείοι είχαν σκορπίσει στο πέτρινο πάτωμα ανθρώπινα οστά, που είχαν αρπάξει από το διπλανό κοιμητήριο».
Μετά από πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια των εργασιών διαμόρφωσης της πλατείας Υπαπαντής, ο μπαρμπα-Γιάννης Ταβουλαρέας εντόπισε κτίσμα, κλήθηκε ο έφορος αρχαιοτήτων Νίκος Γιαλούρης ο οποίος στις ανακοινώσεις που έκανε τότε μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: «Εκ της όλης διατάξεως των ερειπίων προκύπτει ότι τα ευρήματα αποτελούν τμήμα οικοδομήματος του Δ’ αιώνος π.Χ. Του οποίου διατηρείται η συνέχεια της βόρειας πλευράς. Η δυτική προχωρεί εγκαρσίως εις το προαύλιον του εκκλησιαστικού φροντιστηρίου, η δε ανατολική πλευρά διακλαδίζεται προς μεσημβρίαν, βορράν και ανατολάς, προς την Επισκοπήν και τον προ αυτής δρόμον. Εις το ανατολικόν τμήμα πιθανόν να υπήρχε στοά. Το οικοδόμημα είναι αρίστης τέχνης, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι μετά την απελευθέρωσιν από τον Σπαρτιατικόν ζυγόν ανοικοδόμησαν τας πόλεις των χρησιμοποιήσαντες τους αρίστους αρχιτέκτονας και τεχνικούς». Ετσι οι Καλαματιανοί είχαν για πρώτη φορά την απόδειξη που ζητούσαν, ότι δηλαδή η πόλη τους είναι συνέχεια της πόλης των αρχαίων Φαρών. Βεβαίως ο μπαρμπα-Γιάννης Ταβουλαρέας είχε κάνει μια σειρά ακόμη από ανακαλύψεις, όπως ο ρωμαϊκός τάφος στη Μονή Καλογραιών, οι ρωμαϊκές αποθήκες στη δυτική πλευρά της Υπαπαντής, ρωμαϊκό δάπεδο επί της πλατείας Υπαπαντής, θραύσματα αγγείων στο χώρο που κατασκευάστηκε το Επισκοπείο και άλλα.
Το κτίσμα που ανακαλύφθηκε στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας, κάπου στο όριο του πεζοδρομίου με πλευρές κάθετα σε αυτό προς τη δυτική πλευρά της Χρυσοστόμου Θέμελη, είναι το μοναδικό μνημείο που υποδηλώνει ότι το κέντρο των κλασικών Φαρών ήταν στο κέντρο της Καλαμάτας. Ο,τι άλλο είχε βρεθεί καταστράφηκε, και ως εκ τούτου η σωτηρία και ανάδειξη των αρχαίων λειψάνων έχει τεράστια σημασία για την ιστορία της πόλης. Και με δεδομένο το γεγονός ότι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να γίνει αυτό, ελπίζω ότι θα γίνει κατανοητό από εκείνους που κρατούν τα κλειδιά των αποφάσεων. Με μια ακροτελεύτια παρατήρηση: Το μπάζωμα των αρχαίων που έγινε βιαστικά το 1961 και τρεις εμφανείς τομές δικτύων πάνω από το σημείο που βρίσκονται οι αρχαιότητες, δημιουργούν σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Γεγονός που καθιστά τη σωστική ανασκαφή κάτι περισσότερο από αναγκαία...

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 21 Οκτωβρίου 2020 08:37