Τώρα μετράμε πόσοι… διέφυγαν από τον αστυνομικό κλοιό για να φθάσουν στην Καλαμάτα. Κάποια στιγμή θα τελειώσει αυτή η ιστορία και θα επανέλθουμε στους “παλιούς καλούς καιρούς” αλλά και στους προβληματισμούς για το μέλλον του τόπου. Και μια σημαντική παράμετρο της προβληματικής που έχει να κάνει με τον τουρισμό.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πόσο θα αλλάξουν τα πράγματα σε αυτό τον τομέα, πόσοι επαγγελματίες θα επιβιώσουν μετά τις πολύμηνες και διαδοχικές καραντίνες, ποία θα είναι τα νέα χαρακτηριστικά. Κρίσιμη η περίοδος που θα ακολουθήσει μετά το Πάσχα, μεγάλη και αμφίπλευρη η ανησυχία για τις οικονομικές και υγειονομικές επιπτώσεις, ελπίζουμε και ευχόμαστε να πάνε όλα καλά, να διαψευσθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις. Μέχρι τότε ας δούμε λίγη ιστορία με τον τουρισμό, πάντα είναι χρήσιμη, πολύ περισσότερο καθώς ορισμένα πράγματα παρουσιάζουν μια διαχρονικότητα.
Πάμε πίσω λοιπόν 83 χρόνια και χωρίς δυσκολία μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι προσδοκίες και παραινέσεις εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με τους προβληματισμούς της προ πανδημίας εποχής. Εννοείται ασφαλώς κάτω από άλλες συνθήκες και με διαφορετικά μεγέθη. Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα του 1938 που ήταν μια εβδομάδα νωρίτερα από το φετινό, η “Σημαία” σε κύριο άρθρο έγραφε μεταξύ άλλων: “Επ' ευκαιρία της εαρινής περιόδου, η πόλις μας ήρχισε να δέχεται σχεδόν καθημερινώς ξένους επισκέπτας, οι οποίοι φθάνουν μέχρις εδώ είτε εκτελούντες ταξίδιον ανά την Πελοπόννησον, είτε ερχόμενοι απ' ευθείας εις τας Καλάμας διά να γνωρίσουν την πόλιν και τους κατοίκους της και να χαρούν τας υπάρχουσας φυσικάς και άλλας αρετάς της Μεσσηνιακής πρωτευούσης. Ηδη αναμένονται εντός των ημερών ομάδες εκδρομέων εξ Αθηνών απαρτιζόμεναι από εκλεκτά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Αλλά και όλας τας άλλας ημέρας δεν λείπουν σχεδόν οι ξένοι επισκέπται των Καλαμών. Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι την πόλιν μας από τινος ήρχισαν να επισκέπτονται ξένοι εκ του εξωτερικού προερχόμενοι, είτε ξένοι εγκατεστημένοι εις τας Αθήνας. Το πρόβλημα λοιπόν που τίθεται και πρέπει ζωηρώς να μας απασχολή είναι το πώς οι ξένοι αυτοί γίνονται δεκτοί εις τας Καλάμας, πώς διέρχονται τας ολίγας ημέρας της παραμονής των ενταύθα, και ποίας εντυπώσεις αποκομίζουν απερχόμενοι εντεύθεν. Είναι φυσικά ιδιαιτέρως ευχάριστον το γεγονός ότι η πόλις μας αρχίζει να αναγράφεται εις τα προγράμματα των ξένων επισκεπτών της χώρας μας και να αποτελή κέντρον άξιον λόγου διά τον εσωτερικόν και εξωτερικόν τουρισμόν”.
Οι αναλογίες είναι προφανείς, αλλά έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον η συνέχεια του άρθρου: “Δεν είναι όμως δευτερευούσης σημασίας και το γεγονός ότι οφείλει να εξετασθή ποία είναι η στάσις των κατοίκων αυτής της πόλεως έναντι των επισκεπτών της και ποία είναι η τουριστική συνείδησις και η πίστις ημών των ιδίων. Εχομεν υπ' όψιν μας ορισμένα σχετικά περιστατικά προς το κεφάλαιον αυτό. Ενα βιβλίον το οποίον εξέδωκεν ένας Γερμανός περί των εντυπώσεών του από τας Καλάμας περιέχει στοιχεία τα οποία θέτουν εν αμφιβόλω το λεγόμενον ότι ημείς κατοικούμεν την χώραν του Ξενίου Διός. Ο Γερμανός αυτός κατελθών εκ Μυστρά προς τας Καλάμας, υπέστη πολλά δεινά: Την εκμετάλλευσιν εν πρώτοις του αγωγιάτου, έπειτα του αμαξά, έπειτα ενός ξενοδόχου, έπειτα των κοριών του ξενοδοχείου, και τέλος δύο συμπολίται τον εξεδικήθηκαν με εν θέαμα που του παρέσχον πρωί-πρωί εντός της κοίτης του Νέδοντος. Αλλ' ίσως ο Γερμανός αυτός είναι υπερβολικός και μισέλλην και γράφει συκοφαντίες διά την πόλιν μας. Υπάρχουν όμως ακόμη και άλλα πρόσφατα περιστατικά. Το εν αναφέρεται εις την υποδοχήν της οποίας έτυχεν εκ μέρους ενός αμαξά ο εν Αθήναις ακόλουθος της Ουγγρικής πρεσβείας, μη γνωρίζων ελληνικά, και το άλλο, εις την όχι άμεμπτον μεταχείρισιν της οποίας έτυχον αι δύο κόραι του εν Αθήναις γενικού προξένου της Αμερικής, όταν επεσκέφθησαν την παραλίαν μετά δύο νέων συνοδών των”. Οπως γίνεται αντιληπτό, ορισμένα φαινόμενα έχουν... διαχρονική πορεία και φθάνουν μέχρι τις ημέρες μας, με διαφοροποιήσεις αλλά και αναλογίες που μας γυρίζουν στο παρελθόν. Και ο καθένας έχει τη δική του εμπειρία σε σχέση με αυτά.
Ο αρθρογράφος δεν περιορίζεται στον εντοπισμό των προβλημάτων, αλλά προχωρεί στο... δέον γενέσθαι: “Ολα αυτά λοιπόν παρέχουν ενδείξεις περί του ότι η τουριστική συνείδησις εις αυτόν τον τόπον δεν είναι όσον πρέπει ανεπτυγμένη. Διότι εάν η τουριστική συνείδησις ευρίσκετο εις κάποιο σημείον αξιόλογον θα ημπορούσαμεν να αντιληφθώμεν όλοι ότι αυτά τα ασήμαντα περιστατικά αποτελούν ούτε ολίγον ούτε πολύ ένα μικρόν εγκληματάκι κατά του τόπου μας. Αι άψυχαι αρεταί μιας πόλεως δεν είναι το άπαν διά τον ξένον επισκέπτην. Κυρίως ενδιαφέρει τον ξένον η αρετή του εμψύχου υλικού διότι με αυτό πρώτα θα έλθη εις επαφήν και δι' αυτού θα φθάση εις την εκτίμησιν και των άλλων αρετών. Φρονούμεν λοιπόν ότι το ζήτημα θα πρέπει να τύχη ιδιαιτέρας μελέτης εκ μέρους των αρμοδίων. Και δεν ευρίσκομεν ουδόλως ευκαταφρόνητον την ιδέαν που είχεν επαγγελματίας της πόλεως να προτείνει μίαν γενικήν σύσκεψιν εις την οποίαν να μετάσχουν εκπρόσωποι όλων ανεξαιρέτως των επαγγελματικών τάξεων. Η σύσκεψις αύτη θα ημπορούσε να λάβη αποφάσεις και να δώση οδηγίας εις όλα τα μέλη των τάξεων που θα εκπροσωπή, περί του τρόπου καθ' ον δέον να συμπεριφέρονται έναντι των ξένων επισκεπτών διά να τους ικανοποιούν και να τους ελκύουν. Ακόμη δε η ιδία σύσκεψις θα ημπορούσε να προβή και εις την σύστασιν μιας μονίμου τουριστικής επιτροπής, η οποία θα ήσκη την εποπτείαν και θα παρείχε εις κάθε κατάλληλον περίστασιν τας κατευθύνσεις περί του τρόπου καθ' ον δέον να γίνονται δεκτοί και θα φιλοξενούνται οι ξένοι”. Και το άρθρο κλείνει με την εφαρμογή των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές “ώστε να λείψουν τα ενδεχόμενα παροχής δυσαρεσκειών και κακών εντυπώσεων εις τους ξένους επισκέπτας του τόπου μας”.
Εκείνο το Πάσχα “βούλιαξε” η Καλαμάτα, όπως λέμε σήμερα, και η εφημερίδα σε σχόλιο γράφει μεταξύ άλλων: “Η πόλις μας εγέμισε κυριολεκτικώς από ξένους επισκέπτας αυτάς τας ημέρας. Ταξιδευταί εκ του εξωτερικού προερχόμενοι, εκδρομείς από τας Αθήνας, διαπρεπείς επιστήμονες και άνθρωποι της τέχνης, φιλοξενούνται εις τας Καλάμας. Εγέμισαν οι δρόμοι και αι πλατείαι από ξένας μορφάς, πολιτισμένας και ευγενικάς, που μας παρακολουθούν εις όλας τας εκδηλώσεις μας, τας θρησκευτικάς των ημερών αυτών και τας κοινωνικάς. Αυτοκίνητα μεγάλα και πολυτελή, γλώσσαι ξέναι που μιλούνται εις τα κέντρα και τας λεωφόρους, έδωσαν εις την Μεσσηνιακήν πρωτεύουσαν ένα ιδιαίτερον χρώμα. Το κύμα αυτό του τουρισμού που είναι σχεδόν πρωτοφανές διά τας Καλάμας, πρέπει να μας κάμη να σκεφθώμεν ιδιαιτέρως επί ωρισμένων πραγμάτων. Η έξοχος τιμή της οποίας αξιώνεται η πόλις μας, αποδεικνύει ότι εις τας Καλάμας ημπορεί να αναπτυχθή και να υπάρξη αξιόλογος τουριστική κίνησις, αρκεί μόνον να εξευρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι, οι οποίοι θα αναλάβουν την κατάλληλον οργάνωσιν”. Και επιμένει στα ζητήματα των εντυπώσεων που θα αποκομίσουν οι επισκέπτες σε νέο σχόλιο μετά από λίγες ημέρες, το οποίο καταλήγει: “Εάν οι εντυπώσεις είναι καλαί, θα υπάρξει η βεβαιότης ότι πολύ συντόμως θα επισκεφθούν την πόλιν μας και πάλιν οι ξένοι και ούτως και η τουριστική φήμη την οποία θα αποκτήση θα είνε πολλού λόγου αξία”.
Δεν κομίζω… γλαύκα εις Αθήνας αν γράψω πως από τότε συζητάμε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, φυσικά στις σύγχρονες εκφράσεις τους. Το βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή οι τουρίστες θα φθάσουν στην πόλη, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους υπάρχει υπερπροβολή. Από το δήμο και τους επαγγελματίες τουρισμού και της στεφάνης υπηρεσιών γύρω από αυτόν θα εξαρτηθεί το μέλλον του. Χωρίς να περιμένει ο ένας τον άλλον, ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει το μερίδιο που του αναλογεί, ώστε ο “προορισμός” να μην είναι προσωρινός, αλλά να στηρίζεται σε ένα επίπεδο διαμονής που μπορεί πράγματι να τον κάνει ξεχωριστό. Ο τουρισμός την εποχή της υπερπροσφοράς θέλει “ταυτότητα” και αυτή είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο.