Δευτέρα, 28 Απριλίου 2025 17:43

Οι βομβαρδισμοί και η πόλη

Γράφτηκε από τον

Οι βομβαρδισμοί και η πόλη

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

Κλείνουν σήμερα 84 χρόνια από τη μάχη της Καλαμάτας, την τελευταία στην ηπειρωτική χώρα ανάμεσα στα γερμανικά στρατεύματα που ξεδίπλωναν την επιχείρηση «Μαρίτα» και τις δυνάμεις του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από την Ελλάδα με την επιχείρηση «Δαίμων». Μάχη «εξαφανισμένη» για ολόκληρες δεκαετίες που αρχίζει να γίνεται όλο και περισσότερο γνωστή στην πόλη. Ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν εμπλοκή καθώς στην πόλη είχαν μείνει μόνον άμαχοι και οι στρατιώτες βρίσκονταν στο δρόμο της επιστροφής μετά τη συνθηκολόγηση. Και ενώ γίνονται γνωστά τα γεγονότα που αφορούν την ίδια τη μάχη, παραμένουν άγνωστες και ανεξερεύνητες οι σοβαρές επιπτώσεις που είχε αυτή η υπόθεση στους ανθρώπους και την πόλη της Καλαμάτας.

Στις εφημερίδες της εποχής δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά υπάρχει μια σημαντική αναφορά πολλές ημέρες αργότερα όταν οι Γερμανοί είχαν εγκατασταθεί στην Καλαμάτα. Πρόκειται για μια ανακοίνωση του Νομάρχη Αγγελου Παπαδήμα παραμονές της αντικατάστασής του, με την οποία περιγράφεται η έκταση των ανθρώπινων απωλειών και των υλικών ζημιών από τους βάρβαρους βομβαρδισμούς. Με αυτή ζητείται η συνδρομή φορέων και πολιτών για την ανακούφιση εκείνων που είχαν πληγεί: «Αι εκ των βομβαρδισμών καταστροφαί αι προξενηθείσαι εις τας περιουσίας γενικώς πλείστων κατοίκων των Καλαμών είναι εις όλους σας γνωσταί. Ομοίως ο αριθμός των νεκρών και των αναπήρων καταστάντων συμπολιτών σας, μέγας ών, σας είναι επίσης γνωστός. Ανθρωποι πτωχοί, πτωχότατοι, εστερήθησαν του μοναδικού των οικίσκου και της ευτελούς πλην όμως πολυτίμου δι’ αυτούς οικοσκευής των, και παραμένουσι ανέστιοι εν αθλία καταστάσει, γυναίκες δε και γέροντες εστερήθησαν του μόνου των προστάτου.

Το προς την Πατρίδα καθήκον επιτελέσαμεν πάντες μέχρι σήμερον εις το ακέραιον και είμεθα υπερήφανοι δι’ αυτό. Πρέπει να το επιτελέσωμεν και δι΄υστάτην ακόμη φοράν βοηθούντες τους δυστυχήσαντας συνανθρώπους μας.

Αφού συνεμερήσθημεν πάντες από κοινού τας θυσίας του μεγάλου αγώνος είναι ορθόν και δίκαιον να συμμετάσχωμεν πάντες και εις την θυσίαν αυτήν, ώστε να μη βαρύνη αύτη εξ ολοκλήρου μόνον αυτούς τούτους τους εκ καταδρομής της τύχης πληγέντας. Θα πράξω το παν ίνα κατορθώσω, ώστε και το ατυχήσαν Κράτος να έλθη και αυτό αρωγόν. Τούτο όμως είναι αμφίβολον. Ασχέτως όμως τούτου το καθήκον μας δεν παύει από του να είναι καθήκον και να διαγράφεται σαφώς.

Οιαν καλώ πάντας, απαξάπαντας ιδιώτας, δημοσίους υπαλλήλους, τράπεζας, οργανισμούς πάσης φύσεως, ιερούς ναούς και γενικώς πάντα τον δυνάμενον, να εισφέρη, να προσφέρη ό,τι δύναται.

Ούτω πρωτίστως, ανακουφίζοντες δηλαδή τους ατυχήσαντας συμπολίτας μας επιτελούμεν και το τελευταίον ημών καθήκον και θα είμεθα έτι πλέον υπερήφανοι ότι εκτελέσαμεν το παν δια την αγαπητήν μας Πατρίδα.

Εισφοραί δεκταί καθ’ εκάστην προς τον υποφαινόμενον ή τον Γενικόν Γραμματέαν της Νομαρχίας προσωπικώς 12-1 μ. μ. Εισφορά υποφαινομένου δραχ. 3.000» («Σημαία» 7/5/1941).

Λίγες είναι οι πληροφορίες για τα θύματα των βομβαρδισμών. * Ο Χρήστος Σωφρονάς γράφει για το βομβαρδισμό από τους Ιταλούς στις 12 Απριλίου: «Το πρωινό αυτό σκοτώθηκαν 11 άτομα και τραυματίστηκαν αρκετά, ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν ο μπαρμπαντώνης Τουρλουμούσης, ο Θόδωρος Νταϊφάς, ο Σταμάτη ο ράφτης».

*Ο φίλος αρχιτέκτονας Γώργος Κυριακόπουλος κάνει τη δική του κατάθεση όπως την είχε αφηγηθεί η μητέρα του, με θύμα τον παππού του Σπύρο Αλατζά ανθρακέμπορο. Το πατρικό σπίτι ήταν στη συμβολή Αναγνωσταρά και Εμπορικής Τραπέζης (Αναπλιώτη σήμερα). Οταν άρχισε ο πόλεμος από το φόβο των βομβαρδισμών η οικογένεια μετακόμισε σε νοικιασμένο σπίτι στου Μπαριάμαγα που ήταν κτήματα. Μόλις ξεκίνησσν οι βομβαρδισμοί στις 27 Απριλίου, έφυγε όλη η οικογένεια και πήγε στον Αγιοφανούρη μαζί με πολλούς άλλους καλαματιανούς. Κάποια στιγμή ο παππούς του Γιώργου αποφάσισε να κατέβει στην Καλαμάτα να πάει στο φούρνο ένα ταψί φαγητό. Ο φούρνος ήταν διαγώνια απέναντι από το σπίτι. Από κάτω είχαν φτιάξει καταφύγιο στο οποίο άφησε έναν από τους γιούς που πήρε μαζί του. Στο ισόγειο υπήρχε το κατάστημά του και κάθε φορά που βάραγε η σειρήνα έτρεχε και αυτός να προφυλαχτεί. Κάποια στιγμή με τους πολλούς συναγερμούς δεν το έκανε, οι Γερμανοί άλλωστε είχαν επικεντρώσει τα πυρά στο λιμάνι για να εμποδίσουν τους Βρετανούς στη φυγή τους. Ηταν και η μοιραία, η βόμβα έπεσε στο σπίτι και τον καταπλάκωσε με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του. Ο μικρός που περίμενε στο καταφύγιο σώθηκε.

Περιορισμένες είναι και οι μαρτυρίες για τους βομβαρδισμούς αλλά χαρακτηριστικές για τις καταστροφές:

Ο Χρήστος Σωφρονάς γράφει: «Η οικογένειά μου είχε κατασκευάσει στο διπλανό περιβόλι, κάτω από τις πορτοκαλιές, ένα πρόχειρο καταφύγιο που καταφεύγαμε την ώρα του συναγερμού. Με το ούρλιαγμα των σειρήνων χωθήκαμε στο καταφύγιο που το έκρυβαν καλά οι πορτοκαλιές. Ο βομβαρδισμός και πολυβολισμός συνεχιζόταν όλη την ημέρα χωρίς διακοπή, έτσι που οι γυναίκες δεν τολμούσαν να ανέβουν στο σπίτι να μαγειρέψουν κάτι πρόχειρο να φάμε. Οι βόμβες και οι σφαίρες έπεφταν, πολλές φορές πάνω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, που στη συνέχεια έπιαναν φωτιά και ανατινάζονταν με μεγάλο πάταγο, ενώ από τις φωτιές, ανέβαιναν στον ουρανό κατάμαυροι καπνοί, και όλη η περιοχή παρουσίαζε όψη πολεμικού μετώπου. Μέσα στο καταφύγιο κουλουριασμένοι ο ένας κολλητά με τον άλλον, σκεπάζαμε τα αυτιά μας με τις παλάμες σφίγγοντας το κεφάλι, ενώ κλείναμε τα μάτια με ανάλογες συσπάσεις του προσώπου κάθε φορά – και ήταν αμέτρητες οι φορές – που ακούγαμε το χαρακτηριστικό σφύριγμα των βομβών που έπεφταν, περιμένοντας να ακούσουμε τις εκρήξεις, που μας φαίνονταν ότι θα γίνονταν δίπλα μας. Τα αεροπλάνα, αφού δεν υπήρχε άμυνα, πετούσαν χαμηλά και ο τρομακτικός βόμβος που προκαλιόταν από τις μηχανές, τους πολυβολισμούς και τις βαρύγδουπες εκρήξεις, δημιουργούσαν εκνευριστικό πανικό. Στους δρόμους και τις αυλές δεν ξεμυτούσε κανείς, γιατί σίγουρα ήταν χαμένος […] Τα κύματα των αεροπλάνων, αφού έφθαναν λίγο πριν από την πόλη, χαμήλωναν έριχναν τις βόμβες τους και πολυβολούσαν συνέχεια. Οταν έφθαναν πέρα από το ανατολικό άκρο της πόλης, στη θέση “Αγιασώ”, ανέβαιναν κατακόρυφα, παράλληλα προς το βουνό “Καλάθι”, έγερναν δεξιά, χαμήλωναν, έστριβαν προς τη θάλασσα, πολυβολούσαν και βούλιαζαν κάθε πλεούμενο, φθάνοντας στην Μπούκα έγερναν πάλι δεξιά, περνούσαν πάνω από την πόλη Μεσσήνη και στη συνέχεια εφορμούσαν κατά της Καλαμάτας κλείνοντας τον κύκλο του θανάτου, σκοτώνοντας ό, τι παρουσίαζε κίνηση».

*Ο Γιώργος Μπακόπουλος καταθέτει: «Από το πρωί η γερμανική αεροπορία – που τις τελευταίες ημέρες είχε πυκνώσει τις επισκέψεις της – οργίαζε κάτω από τον μεσσηνιακό ουρανό σπέρνοντας βόμβες. Σκοπός της “Λουφτβάφε” ήταν η παρεμπόδιση του σχεδίου εκκένωσης της Ελλάδας από το βρετανικό στρατό και η παγίδευσή του εδώ, καθώς οι προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις βρίσκονταν “προ των πυλών”; Ο αποδεκατισμός του πλήθους των Αγγλων στρατιωτών που καμουφλαρισμένοι στις παρυφές της Καλαμάτας, μέσα σε ελαιώνες και σύδεντρα, περίμεναν να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τους έπαιρναν από την Ελλάδα; ΄Η μήπως το σπάσιμο του ηθικού των κατοίκων της πόλης στην οποία θα έμπαινε σε λίγο ο στρατός του Γ΄Ράιχ; Ισως όλα αυτά μαζί. Πάντως η ένταση της δραστηριότητας των γερμανικών βομβαρδιστικών ήταν ξεκάθαρο σημάδι ότι φτάναμε στο τέλος μιάς εποχής και την αρχή μιάς άλλης».

*Η Βαγιώ Βουρνά καταγράφει τη δική της μνήμη: «Σκαρφαλωμένη όλη η πάνω Καλαμάτα στις πλαγιές πάνω απ’ την Αγιάννα έπαιρνε την πρώτη ανάσα κάτω απ’ τα λιγοστά δέντρα. Ο ήλιος έριχνε τις πρώτες αχτίνες του ψηλά απ’ το Καλάθιο, ενώ τα μαύρα χιτλερικά κοράκια πετούσαν πάνω απ’ την πόλη κι έσπερναν τον χαλασμό και τη συμφορά, Κι όποιον πάρει ο χάρος. Στόχος τους, να σπείρουν τον τρόμο στο λαό. Να κάμψουν κάθε αντίστασή του στη γερμανική μπότα, που πλησίαζε και θα πατούσε σε λίγο στην πόλη».

*Και μια ακόμη μαρτυρία από το Γεώργιο Πλαγιανό: «Χτυπούσαν τα καΐκια, τις βάρκες και τις αποβάθρες, ορμούσαν με έναν δαιμονισμένο θόρυβο και έριχναν μίαν μόνον βόμβαν, αλλά βομβάραν, αν κρίναμε σωστά από την έντασιν του βρόντου της. Οι αποβάθρες, οι αντιβραχίονες, οι κυλινδρόμυλοι, τα σπίτια της Παραλίας σκεπάστηκαν από νέφη καπνού και σκόνης».

Λίγες οι μαρτυρίες, αλλά μπορούν να γίνουν περισσότερες με τη βοήθεια των ανθρώπων που άκουσαν ιστορίες από τους δικούς τους ανθρώπους. Και πρέπει να γίνουν γιατί το οφείλουμε στην πόλη και την συλλογική μνήμη. Η οποία πρέπει να ανασυγκροτηθεί στο χρόνο με την υποστήριξη και του Δήμου Καλαμάτας με τρόπους που θα κριθούν πρόσφοροι. Περιμένοντας πληροφορίες και αναζητώντας στοιχεία, ελπίζουμε η ιστορική αυτή στιγμή να πάρει τη θέση που της αξίζει (και) στις σχολικές αίθουσες.

Υ. Γ: Οι μαρτυρίες των Χρ. Σωφρονά, Γ. Μπακόπουλου, Β. Βουρνά και Γ. Πλαγιανού έχουν καταχωρηθεί μαζί με άλλες στο βιβλίο «Καλαμάτα όπως Δουνκέρκη» που κυκλοφορεί ελεύθερο στο διαδίκτυο.

[Στη φωτογραφία από το e bay βομβαρδισμοί στην πόλη από γερμανικά αεροπλάνα]