Πρόκειται για το 15ο βιβλίο που εκδίδεται από τα ΓΑΚ Μεσσηνίας από το 1996, γεγονός που επιβεβαιώνει το μεγάλο αποτύπωμα στην τοπική ιστορία που αφήνει η εργώδης προσπάθεια η οποία εξελίσσεται από την υπηρεσία και τους ανθρώπους της. Η οποία υποστηρίζει κάθε άλλο εγχείρημα, κάτι για το οποίο μπορώ να διαβεβαιώσω «μετά λόγου γνώσεως» από την προσωπική μου εμπειρία.
Το λεύκωμα προλογίζει ο σπουδαίος ιστορικός και συμπατριώτης μας Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο οποίος γράφει μεταξύ των άλλων: «Είναι η αφήγηση μιας αόρατης διαπάλης που παλιού μα το καινούργιο, του παραδοσιακού με το νεωτερικό, μιας διαπάλης στο εσωτερικό της πόλης, που ξεκινάει από τις τελευταίες δεκαετίας του 19ου αιώνα και ολοκληρώνεται με τις ανατροπές του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και την ελληνική επέκτασή του ως το 1949. Αυτή τη διαπάλη του παλιού με το καινούργιο, που αποκαλώ σκοπίμως «αόρατη», δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια συνειδητή αντιπαλότητα προσώπων ή κοινωνικών ομάδων που διχάζει ή αναστατώνει την πόλη, αλλά ως ένα πεδίο στασιμότητας μέσα από το οποίο ξεπηδούν πρόσωπα που έβλεπαν πιο καθαρά στον οικονομικό ορίζοντα, και πρωτοβουλίες που ξεπερνούσαν τα στενά Μεσσηνιακά ότια. Με έπαθλο την οικονομική και κοινωνική επιτυχία, ένα νεωτερικό κοινωνικό ζητούμενο, οι ξεχωριστοί αυτοί άνθρωποι οικειοθελώς επιφορτίζονταν με την ευθύνη της καινοτομίας, αναλαμβάνοντας αναλόγως τους αναπόφευκτους κινδύνους της τόλμης τους. Με φόντο την καλπάζουσα σε διεθνές πεδίο κινητικότητα ανθρώπων και αγαθών και με θεματικό άξονα τη μελέτη των υποδομών φιλοξενίας Ελλήνων και ξένων επισκεπτών της Καλαμάτας και του τρόπου στέγασής τους, προκύπτουν από το μελέτημα της κ. Μηλίτση δύο φάσεις, διακριτές μεν, αλλά και ενίοτε επικαλυπτόμενες, που αντιστοιχούν, η πρώτη στα μακρόβια χάνια της παράδοσης και η δεύτερη στα μικρά, αλλά ευπρόσωπα ξενοδοχεία της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού της πόλης. Στην πρώτη περίπτωση αντιστοιχεί ένας μικρόκοσμος τοπικής εμβέλειας, που εξυπηρετείται από την ίδια στέγη φιλοξενίας ανθρώπων και υποζυγίων, ένας κόσμος της άμεσης υπαίθρου και των μικρών αποστάσεων, που με ελάχιστα περιθώρια δαπανών, έρχεται να διανυκτερεύσει στην πόλη, σπανίως βέβαια και για μικρό χρονικό διάστημα, αντίστοιχο με τις απαιτήσεις των υποθέσεων που ερχόταν να διεκπεραιώσει […]
[…] Η επόμενη φάση του εκσυγχρονισμού της πόλης είναι η πιο χαρακτηριστική. Ο τρόπος της φιλοξενίας αλλάζει, όπως αλλάζει ο τύπος και η συχνότητα των ανθρώπων που μετακινούνται και το νέο είδος υπηρεσιών που αυτό συνεπάγεται. Δημόσιοι υπάλληλοι, εμπορευόμενοι όλων των κατηγοριών, ο κόσμος της υπερπόντιας μετανάστευσης, πολίτες από διάφορα σημεία που συναλλάσσονται με τις όλο και πιο «αρμόδιες» υπηρεσίες του Νομού, δικαστικές υπηρεσίες κ.λπ., μια πελατεία, ασφαλώς, όχι και τόσο μαζική, ικανή όμως ναυποστηρίξει μια σύγχρονη ξενοδοχειακή δραστηριότητα στην πόλη, για να μην πούμε ικανή να επιβάλλει τη λειτουργία του νέου αυτού επιχειρηματικού κλάδου. Αλλωστε, δύο εμβληματικά τεχνικά έργα, πολύ μεγάλα και πολυσήμαντα για την εποχή τους, διέσπασαν την πατροπαράδοτη απομόνωση και ιδίως την περιφερειακότητα της πόλης: η κατασκευή του λιμανιού και η επέκταση του σιδηροδρόμου, δύο αλλαγές στις μεταφορές των αγαθών και στις επικοινωνίες των ανθρώπων, που στάθηκαν το υπόβαθρο της σύγχρονης Καλαμάτας. Μπορεί να θεωρούνται σήμερα ως κάτι το αυτονόητο ή έστω, ως μια νομοτελειακή στιγμή στη ζωή της πόλης, αλλά δεν είναι έτσι. Τα έργα αυτά, με το μέγεθος και τη σημασία τους, ανέτρεψαν «επαναστατικά¨τους ρυθμούς της μάλλον αργόσυρτης ζωής των ανθρώπων της προηγούμενης περιόδου και την έφεραν στις μεγαλύτερες ταχύτητες του εθνικού μέσου όρου της χώρας.
Στην εισαγωγή του λευκώματος σημειώνεται ότι «άξονες που οριοθετούν τον προβληματισμό μας είναι: Πως η Καλαμάτα υποδεχόταν και φιλοξενούσε τον 19ο αιώνα και την περίοδο του Μεσοπολέμου τον κόσμο που την επισκεπτόταν, πλούσιους και φτωχούς, ανωνύμους και επωνύμους, περιηγητές, αρχαιολόγους, ταξιδιώτες, εμπόρους, ζωεμπόρους και πραματευτές, μαζί με τους αγωγιάτες και τα υποζύγιά τους (το πλείστον άλογα και μουλάρια); Πόσα και ποια καταλύματα ύπνου υπήρχαν; Διέθετε η πόλης άλλους συναφείς χώρους (εστιατόρια, καφενεία, ζυθοπωλεία); Πως περιοδολογείται η εξέλιξη των ξενοδοχειακών υποδομών της; Ποιοι ήταν οι επιχειρηματίες ιδιοκτήτες των πιο σημαντικών ξενοδοχείων της και, επομένως, οι επώνυμοι εκπρόσωποι του θεσμού της φιλοξενίας για την πόλη; Ποια η πορεία όλων αυτών των καταλυμάτων μετά τον Πόλεμο; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα βρίσκουν στέρεη απάντηση χάρη στην ιστορική «εργαλειοθήκη» των ΓΑΚ Μεσσηνίας».
Το αποτέλεσμα της αναζήτησης απαντήσεων στα ερωτήματα είναι «λαμπρό» και αποτυπώνεται στις επόμενες σελίδες του λευκώματος. Κεφάλαιο πρώτο ο περιηγητισμός, μια δραστηριότητα πριν από την επανάσταση αλλά και αρκετές δεκαετίες μετά από αυτή. Με πλούσια εικονογράφηση γίνονται αναφορές στον περιηγητή J. A. Bucon (1841), στον περιηγητή Thomas Wyse και στη διαδρομή Καλαμάτα-Αρχαία Μεσσήνη, στους «ξεναγούς» των περιηγητών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ακολουθει η θεματική ενότητα για τους περιηγητές και άλλους επιφανείς επισκέπτες στην Καλαμάτα, όπου αναφέρονται τα σπίτια πλούσιων καλαματιανών στα οποία φιλοξενήθηκαν αυτοί και με τις περιγραφές τους εφόσον έχουν διασωθεί. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται σε χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία και εξετάζεται η ανάδυση του φαινομένου του τουρισμού και ο ρόλος του κράτους σε μια προσέγγιση η οποία τεκμηριωμένα εξετάζει στο θέμα σε πανελλαδική κλίμακα. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται σε αυτές τις ξενοδοχειακές υποδομές ειδικότερα στην Καλαμάτα. Η ιστοριοδιφική έρευνα καταγράφει το «Χάνι του Κουμπέ» προς Πύλο, το «Χάνι της Κρενίτσας» στο δρόμο από Σπάρτη, τα «Χάνια Κουμουνδούρου» στο Ασπρόχωμα. Υπήρχαν ακόμη χάνια στην περιοχή της Αλαγονίας, την περιοχή Αμφείας, στο ύψος του Αγίου Φλώρου και αλλού. Προεπαναστατικά μέσα στην πόλη νότια της Κάτω Πλατείας (23ης Μαρτίου) υπήρχαν τα χάνια των Τζανιάνων και των Αντωνοπουλαίων. Μετεπαναστατικά τα χάνια και τα πανδοχεία βρίσκονταν στις εισόδους της πόλης, κυρίως δίπλα στις γέφυρες και κοντά στους «Φόρους», κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Καταγράφεται ένα πλήθος από αυτά και οι θέσεις στις οποίες βρίσκονταν, ενώ γίνεται μια αναλυτική αναφορά και περιγραφή λειτουργιών τους. Εξαιρετική εικονογράφηση, ακόμη και σχέδια πανδοχείων έχουν διασωθεί και παρουσιάζονται.
Ακολουθεί η αναφορά στα καταλύματα ύπνου την περίοδο από τη δεκαετία του 189ο ως το μεσοπόλεμο. Η έρευνα έχει συγκεντρώσει ένα πλήθος ονομάτων και σημείων με την υποσημείωση ότι όλα σχεδόν τα καταλύματα ύπνου της Καλαμάτας στεγάζονταν σε κτήρια που ήδη προϋπήρχαν και όχι σε κτίρια ειδικά κατασκευασμένα για το σκοπό αυτό. Πρόκειται για μισθωμένα κτίρια –κατοικίες ευκατάστατων καλαματιανών τα οποία μετατρέπονται σε κτήρια εμπορικής εκμετάλλευσης, υπάρχουν μάλιστα και τα ονόματα των ιδιοκτητών που προκύπτουν μέσα από μισθωτήρια συμβόλαια που βρέθηκαν με συστηματική έρευνα στα αρχεία των ΓΑΚ Μεσσηνίας. Εξαίρεση βεβαίως αποτελεί το «Πανελλήνιον» (μετέπειτα «REX») που κατασκευάστηκε στην Αριστομένους ειδικά ως ξενοδοχείο. Το τρίτο σκέλος περιλαμβάνει τα ξενοδοχεία του Μεσοπολέμου (1923-1940) και ειδικότερα το θέμα της ανέγερσης ξενοδοχείων από παλλινοστούντες ομογενείς.
Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μια «κατάταξη» των ξενοδοχείων σε κατηγορίες «τουριστικά», «μη τουριστικά», «λαϊκά» και πανδοχεία. Ενώ το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στην πορεία των ξενοδοχειακών υποδομών της Καλαμάτας μετά τον πόλεμο. Το έκτο εξετάζει τις ονομασίες των Καλαματιανών ξενοδοχείων και τις «πηγές έμπνευσης», ενώ στο έβδομο καταγράφονται τα «ξενοδοχεία φαγητού»-εστιατόρια. Και το λεύκωμα «κλείνει» με τις «βιογραφίες» όπως το χαρακτηρίζει τον ξενοδοχείων. Εδώ «βιογραφούνται» με πλήθος στοιχείων και φωτογραφικού υλικού τα «τουριστικά ξενοδοχεία»: «Πανελλήνιον»-«REX», «Μεγάλη Βρεττανία», «Λευκός Οίκος», «Αμέρικα». Και τα «μη τουριστικά»-«Λαϊκά» ξενοδοχεία: «Αχίλλειον», «Βασιλικόν», «Ακρόπολις», «Μέγας Αλέξανδρος», «Γαλλία», «Διεθνές», «Εθνικόν»-«Αττικόν», «Ακταίον», «Πτι Παλαί», «Τα Ολύμπια».
Με κίνδυνο η μικρά αναφορά να αδικήσει την εξαιρετική έκδοση, κλείνω την παρουσίαση με μια παράγραφο από το προλογικό σημείωμα του Βασίλη Παναγιωτόπουλου: «Δεν είναι εδώ η αρμόδια θέση να μιλήσουμε για τη σημασία του σωστικού, μελετητικού και εκδοτικού έργου που συντελέστηκε αυτά τα χρόνια στα ΓΑΚ Μεσσηνίας. Το γεγονός, όμως, ότι η συγγραφέας και αυτού του βιβλίου είναι η από της ιδρύσεως της υπηρεσίας προϊσταμένη της κυρία Αναστασία Μηλίτση-Νίκα, είναι σοβαρός λόγος, που μας επιβάλλει να θεωρήσουμε το παρόν, καθώς και τα άλλα μελετήματά της, ως καρπό ενός ευτυχισμένου συνδυασμού αρχειακής υπηρεσιακής έρευνας και προσωπικής μελέτης, ένα κατόρθωμα που συντελέστηκε αθόρυβα από τη φίλεργο προϊσταμένη». Προσυπογράφω χωρίς δεύτερη σκέψη…