Δευτέρα, 15 Απριλίου 2024 22:04

Επί Τάπητος: Όταν βομβάρδιζαν το λιμάνι…

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: Όταν βομβάρδιζαν το λιμάνι…

 

 

Ο Απρίλιος του 1941 ήταν ο μήνας κατά τον οποίο το λιμάνι της Καλαμάτας δέχτηκε ισχυρότατες επιθέσεις με βομβαρδισμούς εκ των οποίων η πρώτος είχε πολλά θύματα. Είναι και εκείνος που έχει «ξεχαστεί» από την πόλη, δεν μνημονεύεται και δεν υπάρχει τίποτα που να τον θυμίζει. Το λιμάνι δεν είναι μόνο μέρος της ιστορίας της πόλης στη γενικότητα, αλλά και μέρος της ιστορίας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που θα έπρεπε να γνωρίζουν όλοι οι καλαματιανοί και ιδιαίτερα οι νεότεροι.

Το λιμάνι της Καλαμάτας πριν από την εισβολή και μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών, αποτέλεσε στόχο επιθέσεων από διαφορετικές πλευρές και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Η πρώτη φορά ήταν εκείνη που τύλιξε στο πένθος την Καλαμάτα και ιδιαίτερα την Παραλία. Διαρκούσε ακόμη ο πόλεμος τέτοιες ημέρες το 1941, όταν δέχτηκε την επίθεση από ιταλικό αεροπλάνο με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 11 άνθρωποι και να τραυματιστούν πολύ περισσότεροι. Ο αείμνηστος Χρήστος Δ. Σωφρονάς έχει καταθέσει μια συγκλονιστική αφήγηση στο βιβλίο του “Ενας Μακρονησιώτης θυμάται τη δεκαετία 1940-1950”, που έχει σημασία να την παραθέσουμε αυτούσια: “Στις 12 Απρίλη – που ήταν Σάββατο – γύρω στις 8 το πρωί, ενώ καθόμασταν στην τραπεζαρία για το πρωινό, ακούσαμε έναν τρομακτικό κρότο και μας φάνηκε ότι το σπίτι σείστηκε από τα θεμέλια. Χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε στη βεράντα του σπιτιού – προς το μέρος της αυλής – που έβλεπε προς τη θάλασσα, και μπροστά μας είδαμε προς το μέρος του λιμανιού, ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, ένα τεράστιο μανιτάρι καπνού που ξεπερνούσε τα ψηλότερα σπίτια, κάνοντας θαμπό τον ουρανό, ενώ ταυτόχρονα μυρωδιά από εκρηκτική ύλη έφθανε στη μύτη μας. Την ίδια στιγμή έφθανε στα αυτιά μας – από δυτικά – ο βόμβος αεροπλάνου που όσο πήγαινε και γινόταν ασθενέστερος. Ο πατέρας μας είπε να μην βγει κανένας από το σπίτι την ώρα εκείνη και εκείνος θα πήγαινε για να έβλεπε. Μετά την έξοδο του πατέρα μου εξεπόρτισα και εγώ, δεν με κρατούσε τίποτα. Ούτε οι φωνές της μάνας μου και οι απειλές της ότι θα το έλεγε στον πατέρα μου. Κατηφορίζοντας το δρόμο μας τον Ακρίτα, έβλεπα άντρες και παιδιά να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να πηγαίνουν τρέχοντας σχεδόν, προς το λιμάνι. Λίγα μέτρα πριν τη Ναυαρίνου – δρόμο του λιμανιού – έρχονταν δυο παραλιώτες και μας είπαν τι είχε συμβεί.

“... Ενα ιταλικό αεροπλάνο, τελείως ξαφνικά – έτσι που ούτε πρόλαβε να χτυπήσει συναγερμός – φάνηκε πάνω απ’ την Αγιασώ σε χαμηλό ύψος – φαίνεται ότι είχε περάσει το βουνό Καλάθι, που βρίσκεται ανατολικά της Καλαμάτας – έφθασε πάνω από το λιμάνι και άδειασε τις βόμβες του. Αυτόπτες μάρτυρες που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στον Αντιβραχίονα είπαν ότι “ακριβώς πάνω στο τετράγωνο είδαμε τις βόμβες να πέφτουν, άλλες έπεσαν πάνω σε ένα καΐκι που βρισκόταν στο λιμάνι απέναντι από το ξενοδοχείο Σαμαρτζή και άλλες στην προκυμαία και τον παραλιακό δρόμο, σχεδόν μπροστά από το ξενοδοχείο. Το κακό που έκαναν ήταν μεγάλο”. Μας είπαν ακόμη “το καλό που σας θέλουμε είναι να μην πάτε στον τόπο της συμφοράς”. Εμείς όμως, δεν τους ακούσαμε και μπήκαμε στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση το ξενοδοχείο. Το θέαμα που αντικρύσαμε δεν λησμονιέται. Καταμεσίς του δρόμου και κάτω από τις τζιτζιφιές – του νότιου πλατιού πεζοδρομίου - βρίσκονταν άνθρωποι με ακρωτηριασμένα μέλη, βουτηγμένοι στο αίμα, σπαρταρίζοντας ζητούσαν βοήθεια, ενώ άλλοι έμεναν ασάλευτοι, είχαν σκοτωθεί. Αλησμόνητη μου έμεινε η εικόνα ενός νέου που του είχαν κοπεί και τα δύο του πόδια, πάνω στη ματωμένη άσφαλτο. Πιο πέρα – μπροστά από το μανάβικο του Δημητράκη - ένα άλογο ζεγμένο είχε σκοτωθεί και το μπαταρισμένο κάρο είχε πλακώσει τον σκοτωμένο καροτσέρη, που τη στιγμή του βομβαρδισμού, όπως έλεγαν – ξεφόρτωνε στο μανάβικο πράγματα που ο μανάβης είχε προμηθευτεί από την αγορά. Δίπλα από το κάρο ήτα αναποδογυρισμένα καφάσια, και πιο πέρα ο δρόμος ήταν γεμάτος από ματωβαμμένα φρούτα και λαχανικά. Πολλά θραύσματα από τις βόμβες είχαν σφηνωθεί – και ήταν ακόμη ζεστά – στους κορμούς των τζιτζιφιών και είχαν μάλιστα κόψει αρκετά τρυφερά βλαστάρια τους. Η προκυμαία πιο κάτω από τις τζιτζιφιές ήταν γεμάτη από κομμάτια ξύλων και σχοινιών που είχαν εκτιναχθεί από το ανατιναγμένο καΐκι. Το ίδιο και η θάλασσα. Στο μέρος που είχαν βουλιάξει το καΐκι ήταν γεμάτη από ξύλα και διάφορα αντικείμενα, ανάμεσά τους επέπλεαν δύο πτώματα, ήταν των ναυτικών που την ώρα του βομβαρδισμού βρίσκονταν στο σκάφος.

 

 

 

Στον τόπο της συμφοράς κατέφθασε ένα ασθενοφόρο – πως βρέθηκε και αυτό και ποιους να πρωτόπαιρνε – δύο γιατροί, νοσοκόμοι, ναύτες και χωροφύλακες. Την ώρα που προσπαθούσαν να τους προσφέρουν βοήθεια ούρλιαξαν οι σειρήνες – εκεί έβλεπε κανείς πιο πολύ την τραγικότητα των στιγμών – με μιας ο κόσμος εξαφανίστηκε από τους δρόμους και έμειναν μόνο τα πτώματα και οι τραυματισμένοι ζητώντας βοήθεια που δεν την έπαιρναν από το φόβο νέας επιδρομής. Ποιος μπορεί να περιγράψει τα συναισθήματα των τραυματισμένων τη στιγμή εκείνη; Ευτυχώς δεν φάνηκε. Πιο πάνω από το Μεσσηνιακό κόλπο φάνηκαν δύο αεροπλάνα, που όπως είπαν ήταν αγγλικά, είπαν ακόμη ότι το ιταλικό κυνηγημένο από τα αγγλικά για να ελαφρώσει έριξε τις βόμβες του πάνω στο λιμάνι. Ποια όμως ήταν η αλήθεια; Φαίνεται ότι πολλές φορές δεν ξεφεύγει κανένας από τη μοίρα του. Αφού διαπιστώθηκε ότι τα αεροπλάνα δεν ήταν εχθρικά οι σειρήνες σήμαναν τη λήξη του συναγερμού. Οι πρώτοι που έφθασαν ήταν το υγειονομικό προσωπικό και τα όργανα της τάξης, χωροφύλακες και ναύτες. Δειλά δειλά ξαναγύρισε και ο περισσότερος κόσμος.

Τι αλησμόνητες στιγμές! Προς τα που να κοίταζες και να μην έβλεπες τη συμφορά. Το νοσοκομειακό αυτοκίνητο φόρτωνε τους τραυματίες που τα βογγητά τους σου σπάραζαν την καρδιά και τους πήγαιναν στο νοσοκομείο που βρισκόταν την εποχή εκείνη στους πρόποδες του κάστρου, βορειοανατολικά της Υπαπαντής, στο Αλεξανδράκειο Ιδρυμα. Την ίδια στιγμή φόρτωσαν σε δυο φορτηγά αυτοκίνητα τους νεκρούς για το νεκροταφείο. Σκηνές παραφροσύνης διαδραματίστηκαν από τους συγγενείς, ιδιαίτερα των νεκρών, μανάδες, γυναίκες, αδελφές και παιδιά ήταν πεσμένοι πάνω στα νεκρά κορμιά των ανθρώπων τους, με αλαλαγμούς και αναφιλητά. Τα όργανα της τάξης με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατόρθωναν να αποσπούν τα πτώματα και να τα φορτώνουν στα αυτοκίνητα. Μετά την περισυλλογή, τα αυτοκίνητα έβαλαν μπρος και άρχισαν σιγά – σιγά να οδεύουν το μακάβριο δρόμο τους για το νεκροταφείο, πίσω έτρεχαν συγγενείς με παραμορφωμένα τα πρόσωπα από τον πόνο και με σηκωμένα τα χέρια τους ψηλά. Λες και προσπαθούσαν να σταματήσουν τα αυτοκίνητα που σιγά σιγά τους απομάκρυναν από τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κάτι παρόμοιο γινόταν με τους συγγενείς των τραυματισμένων, που έτρεχαν πίσω από το ασθενοφόρο. Γύρω στις 12 το μεσημέρι είχε τελειώσει η φάση της μεταφοράς και στην περιοχή έμενε αρκετός κόσμος, που άκουγε τις περιγραφές που έκαναν αυτόπτες μάρτυρες, ενά ναύτες, χωροφύλακες του Γ’ Αστυνομικού Τμήματος Παραλίας και πολίτες με κουβάδες νερό που έπαιρναν από τα κοντινά καφενεία και τη θάλασσα προσπαθούσαν να καθαρίσουν το δρόμο και την προκυμαία από τα αίματα, είχαν μάλιστα αρχίσει να καταφθάνουν σμήνη από μύγες. Το πρωινό αυτό σκοτώθηκαν 11 άτομα και τραυματίστηκαν αρκετά, ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν ο μπαρμπαντώνης Τουρλουμούσης, ο Θόδωρος Νταϊφάς, ο Σταμάτη ο ράφτης.

Δεν πέρασαν ούτε 15 ημέρες όταν οι Γερμανοί άρχισαν να σφυροκοπούν το λιμάνι, προσπαθώντας να εμποδίσουν την επιβίβαση των ανδρών του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στις υποδομές του. Οταν κατέλαβαν οριστικά την Καλαμάτα, εγκατέστησαν τη Στρατιωτική Διοίκηση στην Παραλία στο κτήριο Φεραδούρου, ενώ στο υπόγειο του “Πανελλήνιον” υπήρχαν κρατητήρια της Γκεστάπο. Εχοντας εξασφαλίσει τα νώτα τους, είχαν στραμμένη την προσοχή στη θάλασσα και το ενδεχόμενο συμμαχικής απόβασης. Αυτός ήταν ο λόγος άλλωστε που έστησαν πολυβολεία σε λόφους σε όλο το μήκος της ακτής του Μεσσηνιακού, φροντίζοντας για την επάνδρωση με δυνάμεις ταγματασφαλιτών. Οι Αγγλοι δεν έκαναν απόβαση αλλά βομβάρδισαν σκληρά το λιμάνι την άνοιξη του 1944, αρχίζοντας από την 1η Απρίλη και συνεχίζοντας τουλάχιστον μέχρι τις 15 Μάη με βάση τα όσα έχουν διασωθεί. Φεύγοντας οι Γερμανοί υπονόμευσαν το λιμάνι για να το ανατινάξουν, κάτι που δεν έγινε κατορθωτό. Σύμφωνα με το Νίκο Ι. Ζερβή από λάθος χειρισμού έγινε έκρηξη και σκοτώθηκαν δύο Γερμανοί τη στιγμή που οι κατακτητές βιάζονταν να φύγουν από την Καλαμάτα. Ο Γρ. Κριμπάς γράφει το θρυλούμενο για να καταστροφή των συνδεσμολογιών ανατίναξης του λιμανιού από Παραλιώτες αντιστασιακούς. Το σίγουρο ήταν πως είχε γίνει τεράστια ζημιά στο δυτική κρηπίδωμα από την έκρηξη, ενώ βρέθηκαν στο βυθό νάρκες και σε διάφορα σημεία του κρηπιδώματος υπονομεύσεις.

Χαρακτηριστική είναι έκθεση – απολογισμός του προέδρου της Λιμενικής Επιτροπής Κ. Δουβόγιαννη το 1951 δημοσιευμένη στο “Θάρρος”: “Ο λιμήν των Καλαμών υπέστη κατά την πολεμικήν περίοδον εκ της εχθρικής δράσεως μεγάλας ζημίας ισοδυναμούσας με αληθείς καταστροφάς, επί των πάσης φύσεως κατασκευών αυτού, ήτοι εις τα κρηπιδώματα, προκυμαίας, μώλον, αντιβραχίονα, δίκτυα υδρεύσεως και ηλεκτροφωτισμού και εις τα μέσα φορτοεκφορτώσεως. Ειδικώτερον δε τα δυτικά κρηπιδώματα μήκους 375 μέτρων, εις ά δύνανται να πλευρίζουν μεγάλα σκάφη λόγω του προ αυτού μεγαλυτέρου βάθους θαλάσσης, αποτελούντα ως εκ τούτου το ζωτικώτερον τμήμα του λιμένος, ανετινάχθησαν καθ’ όλον αυτών το μήκος βάσει μεθοδικού και μελετημένου σχεδίου καταστροφής υπό των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής κατά την εκτός της πόλεώς μας αποχώρησίν των. Συνεπεία των επηνεχθεισών ζημιών ο λιμήν κατά την απελευθέρωσιν εβρίσκετο εις ερείπια”.

Συγκλονιστική η περιγραφή του βομβαρδισμού στο λιμάνι από τους Ιταλούς, ξεχασμένη από την πόλη καθώς κανένας ποτέ δεν φρόντισε να τιμήσει τη μνήμη των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο βομβαρδισμό από τη φασιστική Ιταλία. Είναι χρέος του δήμου να αποκαταστήσει την ιστορική μνήμη με τον τρόπο που θα κριθεί ο πλέον πρόσφορος. Ούτε τα ονόματα των νεκρών του βομβαρδισμού από τους Ιταλούς δεν είναι γνωστά στο σύνολό τους…

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 15 Απριλίου 2024 22:06