Τα στοιχεία παρουσίασε η Ψυχίατρος Παιδιών- Εφήβων, Συντονίστρια Διευθύντρια στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Νοσοκομείου Παπανικολάου Λίλιαν Αθανασοπούλου, μιλώντας στο συνέδριο «Σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών: Είναι επαρκές το ισχύον ποινικό δίκαιο;», που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Από τις 7 εισαγγελικές παραγγελίες το 2024 προς το Ιατρείο Ψυχοδικαστικών Εκτιμήσεων, οι έξι αφορούσαν σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, όπως διευκρίνισε η κ. Αθανασοπούλου, η οποία μίλησε για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ανηλίκων που παραπέμπονται, είτε είναι αναφερόμενα θύματα ή και ανήλικοι θύτες, αναλύοντας πώς μπορεί να αναγνωριστεί ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, αλλά και τις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στη ζωή του.
Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση
Σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά των θυμάτων η κ. Αθανοπούλου ανέφερε πως το 1/4 των περιπτώσεων αφορά παιδιά κάτω των 5 ετών, και συχνότερα μικρά παιδιά με αιχμή την ηλικία των 7-13 ετών. Οι έφηβοι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο. Τα περισσότερα θύματα είναι κορίτσια, αν και αγόρια κακοποιούνται σεξουαλικά σε αναλογία 2,5:1. Τα θύματα τείνουν να είναι πιο αδύναμα σε σχέση με τον δράστη. Παιδιά και έφηβοι με ειδικές ανάγκες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο.
Σε ό,τι αφορά τους θύτες η κ. Αθανασοπούλου επισήμανε ότι οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης δραστών στην παιδική τους ηλικία υπογραμμίζουν την ανάγκη για την αποκάλυψη και θεραπεία, καθώς «η βία μεταβολίζεται από γενιά σε γενιά αν δεν παρεμβληθεί ένας θεραπευτικός φραγμός».
Τα στοιχεία δείχνουν ότι 9 στις 10 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης έχουν άνδρες δράστες. Σε ό,τι αφορά το ψυχολογικό προφίλ των δραστών πρόκειται για ετερογενή ομάδα ως προς τα προσωπικά, κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά. Δύο βασικές πλευρές της επιθυμίας τους αφορούν τη σεξουαλική ευχαρίστηση και επικράτηση ισχύος, ενώ η παιδοφιλία αποτελεί ισχυρό κίνητρο. Παρατηρείται ακόμη έναρξη των κακοποιητικών δραστηριοτήτων των δραστών στην εφηβεία. Ο μέσος όρος ηλικίας των ανήλικων δραστών είναι τα 14 έτη.
Στα οικογενειακά χαρακτηριστικά καθοριστικός παράγοντας κινδύνου φαίνεται να είναι η απουσία υποστηρικτικής και προστατευτικής σχέσης ανάμεσα στον μη κακοποιητικό γονέα και το παιδί, όπως και η απουσία ενός και των δύο γονέων, η παρουσία πατριού στο σπίτι, διαταραχές των γονέων, χρήση ουσιών από τους γονείς, κακή συζυγική σχέση με σοβαρές συγκρούσεις, τιμωρητικός τρόπος ανατροφής των παιδιών, παρουσία κακοποιημένων αδελφών, πολυπληθές σπίτι με οικονομικές δυσκολίες όπου υπάρχει λίγος έως καθόλου ιδιωτικός χώρος. Πάντως, το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας φαίνεται να σχετίζεται λιγότερο με την κοινωνική παθογένεια σε σχέση με τη σωματική βία και παραμέληση των ανηλίκων.
Οι βασικές ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης ενός παιδιού
Οι σωματικές ενδείξεις σεξουαλικής κακοποίησης ενός παιδιού περιλαμβάνουν μελανιές, αμυχές, δαγκωματιές, τραυματισμούς στη γεννητική περιοχή, στο στήθος, τους γλουτούς ή στην κάτω κοιλιακή χώρα, κνησμό, πόνο, ανεξήγητη αιμορραγία γεννητικών οργάνων, επώδυνη συχνοουρία ή συχνές λοιμώξεις του ουροποιητικού, αφροδίσιο νόσημα σε παιδί μικρής ηλικίας, ανεξήγητο πόνο στη γεννητική χώρα, δυσκολία στη βάδιση και στο κάθισμα, σχισμένο, λεκιασμένο ή ματωμένο εσώρουχο, εγκυμοσύνη στην εφηβεία και μυστικοπάθεια σχετικά με την ταυτότητα του πατέρα.
Στις συμπεριφορικές συναισθηματικές ενδείξεις περιλαμβάνονται η κοινωνική απόσυρση, εσωστρέφεια, ψυχολογική παλινδρόμηση, διαταραχές του ύπνου και της όρεξης, καταθλιπτική εικόνα, επιθετικότητα και παραβατική συμπεριφορά, διαταραχές συγκέντρωσης, πτώση της σχολικής απόδοσης, ριψοκίνδυνη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους οικείους ενήλικες, φόβος των αγνώστων ή των ανδρών , φόβος να μείνει το παιδί μόνο του με έναν συγκεκριμένο ενήλικα, φυγή μακριά από το σπίτι, υπέρμετρη ενασχόληση με σεξουαλικά θέματα, ηλικιακά ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά, υπερβολική συστολή, έντονη άρνηση σωματικής υγιεινής, υπερβολικό πλύσιμο, συναισθηματική υπερδιέγερση.
Ένα στα τρία κακοποιημένα παιδιά δεν εκδηλώνει συμπτώματα κακοποίησης
Η κ. Αθανασοπούλου διευκρίνισε ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν υπάρχουν αντικειμενικά ευρήματα από την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, ενώ σε περιπτώσεις αναφορών για λίαν πρόσφατα συμβάντα η ιατροδικαστική εξέταση θα πρέπει να διενεργείται άμεσα χωρίς την παραμικρή απώλεια πολύτιμου χρόνου. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι η αρνητική ιατροδικαστική διερεύνηση δεν αποκλείει κατά κανέναν τρόπο τη σεξουαλική παραβίαση ενός ανηλίκου, καθώς μέχρι σήμερα δεν υφίστανται παθογνωμονικά εργαλεία δοκιμασίας ή τεστ εργαστηριακά, απεικονιστικά ή ψυχολογικά που να καταδεικνύουν με βεβαιότητα το ιστορικό παραβίασης ή μη ενός ανηλίκου.
«Περίπου 1/3 των παιδιών που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά είναι ελεύθερα συμπτωμάτων. Συνεπώς, το να μην έχει το παιδί κάποια συμπτώματα δεν μας λέει ότι δεν κακοποιήθηκε.
Υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης», τόνισε η κ. Αθανασοπούλου, εξηγώντας ότι «κάθε άτομο βιώνει διαφορετικά την κακοποίηση και οι συνέπειες διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο», ενώ «μερικές φορές ένα παιδί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να μη δείξει συμπτώματα δυσφορίας μέχρι να μεγαλώσει περισσότερο και να αντιληφθεί καλύτερα τη σημασία του να παραβιάζεται κανείς σεξουαλικά».
Γενικότερα σε ό,τι αφορά τα συμπτώματα στην προσχολική ηλικία εκδηλώνονται άγχος, ανησυχία, εφιάλτες, αταίριαστη με την ηλικία σεξουαλική συμπεριφορά, στη σχολική ηλικία φόβος, επιθετικότητα, εφιάλτες, πτώση των σχολικών επιδόσεων, υπερκινητικότητα, παλινδρομημένη συμπεριφορά και στην εφηβεία κατάθλιψη απόσυρση, αυτοτραυματισμοί, αυτοκτονική συμπεριφορά, σωματικές ενοχλήσεις, παραβατικές πράξεις, φυγή από το σπίτι, χρήση ουσιών.
Οι άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης
Οι άμεσες επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης περιλαμβάνουν αγχώδη συμπτωματολογία, διαταραχή από οξύ στρες, καταθλιπτικά συμπτώματα, διαταραχές του ύπνου, φοβικές αντιδράσεις, μετατραυματική αγχώδη διαταραχή, αποσυνδετικού τύπου εκδηλώσεις, παλινδρόμηση της ανάπτυξης, διαταραχές διατροφής, πτώση της σχολικής απόδοσης, ακατάλληλη για την ηλικία σεξουαλικοποιημένη συμπεριφορά.
Στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις συγκαταλέγονται οι αγχώδεις διαταραχές, μετατραυματική αγχώδης διαταραχή, χαμηλή αυτοεκτίμηση ως πάγιο στοιχείο της προσωπικότητας, οριακή διαταραχή της προσωπικότητας, χρήση αλκοόλ και ουσιών, συναισθηματικές διαταραχές μονοπολική κατάθλιψη , αυτοκτονική συμπεριφορά, αποσυνδετικού διασχιστικού τύπου διαταραχές, διαταραχές της διατροφής, σεξουαλική ελευθεριότητα, παραβατικότητα, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, προβλήματα υγείας και αυξημένη προδιάθεση για ασθένειες.
«Ο τραυματισμός της σεξουαλικότητας δεν εξαντλείται στις σεξουαλικές σχέσεις. Καθορίζει την συναισθηματική μας αυτονομία σαν άτομα και διαπνέει το σύνολο της ανάπτυξής μας. Συνδέεται δηλαδή με τον έρωτα με την έννοια της δημιουργίας και την έννοια της ζωής. Έτσι, πολύ συχνά βλέπουμε παιδιά μαραμένα», επισήμανε η κ. Αθανασοπούλου.
Εξάλλου, αναπόσπαστο στοιχείο της κλινικής παιδοψυχιατρικής εκτίμησης αποτελεί η αξιολόγηση της γονικής επάρκειας και έχει να κάνει με την παροχή ασφαλούς και σταθερού περιβάλλοντος, την παροχή των αναγκαίων αγαθών και ερεθισμάτων για υγιή σωματική και ψυχική ανάπτυξη , τον προσανατολισμό στις ανάγκες του παιδιού, τη συναισθηματική ανταπόκριση, προβλέψιμη καθημερινότητα, κατάλληλα αισθητηριακά ερεθίσματα και κατάλληλα όρια. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα η κ. Αθανασοπούλου ανέφερε ότι «πολύ συχνά αυτό που συμβαίνει στην κακοποίηση είναι ότι οι ενήλικες αλληλεπιδρούν πάνω στις δικές τους συγκρούσεις και το παιδί γίνεται το αόρατο».
Τη σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης του ζητήματος της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων υπογράμμισε η Ομ. Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ Ελισάβετ Συμεωνίδου - Καστανίδου ότι «είναι πάρα πολύ σημαντικό προκειμένου να δούμε κυρίως προτάσεις για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου . «Το Σύνταγμα αναγνωρίζει την ανηλικότητα ως αυτοτελές αγαθό. Αναγνωρίζει ότι η οικογένεια οφείλει να φροντίζει για την ανάπτυξη του παιδιού και άρα εμείς ως εκφραστές του δικαίου, προσπαθούμε να βρούμε το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο για να προστατεύουμε αποτελεσματικά τα παιδιά», ανέφερε.