Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέστειλε την εκτελεστότητα της διαταγή πληρωμής, μετά της παρά πόδας αυτής επιταγής, καθώς πιθανολόγησε πως, η καταγγελία του ένδικου δανείου και η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της οφειλέτριας ήταν ενέργειες αντιβαίνουσες προς τα συναλλακτικά ήθη και την καλόπιστη συμπεριφορά που επιτάσσεται να επιδεικνύουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί απέναντι σε δανειολήπτες με τα κοινωνιολογικά και οικονομικά γνωρίσματα της αιτούσας, η οποία εξυπηρετούσε αδιαλείπτως τις δανειακές της υποχρεώσεις από το έτος 2007 και εξής ενώ μόλις αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες επικοινώνησε με την πιστώτρια για να διευθετήσει εξωδικαστικά την οφειλή της, εκφράζοντας την βούλησή της να συμμορφωθεί προς τις δανειακές της υποχρεώσεις και όχι να τις αποφύγει.
Εξάλλου η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία ανταπόκρισης σε αυτές και μάλιστα σε μία πορεία των ετών ιδιαίτερα μεγάλη, όπως εν προκειμένω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πρόσκαιρη αυτή οικονομική αδυναμία έγινε γνωστή στην πιστώτρια, κατέστησαν την τελευταία σχεδόν υπόχρεη εκ της ιδιότητάς της ως χρηματοδοτικού οργανισμού να ανεχθεί για εύλογο περαιτέρω χρόνο την καθυστέρηση της πληρωμής των δόσεων του δανείου, όπως επιβάλλουν οι αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς των συναλλασσομένων.