«Πρόλογος
Η μνήμη μου γυρίζει πίσω, στην 2α Νοεμβρίου 2019, όταν ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας βρέθηκα για πρώτη φορά μαζί σας προκειμένου ν’ αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στην Ιερή Μνήμη των τραγικών Θυμάτων της θηριωδίας, η οποία συντελέσθηκε εδώ, στην ευρύτερη περιοχή του Καταρράκτη Άρτας, τον Οκτώβριο του 1943. Διευκρινίζω με ειλικρινή συγκίνηση ότι η τιμή που τότε μου περιποιήσατε, όταν με ανακηρύξατε Επίτιμο Δημότη του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, έχει πλέον μετατραπεί σε χρέος μου το οποίο θα εκπληρώνω εφ’ όρου ζωής.
Επανέρχομαι δε, κατ’ ανάγκη και σε γενικές γραμμές, στα όσα είχα την εποχή εκείνη τονίσει ενώπιόν σας. Υπογραμμίζω κατ’ αρχάς, και πάλι, το γεγονός ότι η Πολιτεία, με την αναγνώριση-καταδίκη της ναζιστικής θηριωδίας στον Καταρράκτη και με την συνακόλουθη ένταξή του στον κατάλογο των Μαρτυρικών Χωριών, με σχετικό Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α/79/1-06-2017), εξεπλήρωσε ένα στοιχειώδες Χρέος Τιμής όχι μόνον απέναντι στα τραγικά Θύματα και στις Οικογένειές τους, αλλά και απέναντι στην ίδια την Ιστορία του Τόπου μας. Διότι η διατήρηση της Ιστορικής Μνήμης αποτελεί, και δη κυριολεκτικώς, όρο επιβίωσης του Έθνους μας.
Ι. Το ιστορικό της ναζιστικής θηριωδίας
Αναφερόμενος στα δραματικά γεγονότα της 26ης και 27ης Οκτωβρίου 1943 δεν μπορώ παρά να στηριχθώ στην μαρτυρία του συμπατριώτη σας, στρατηγού ε.α. Κωνσταντίνου Σίτα, που ήταν τότε μόλις 17 ετών. Σύμφωνα με αυτήν:
Α. Την εποχή εκείνη ο Καταρράκτης ήταν ένα χωριό που, παρά την κατοχική λαίλαπα, έσφυζε από ζωή. Λειτουργούσαν σε αυτό τέσσερα σχολεία, τέσσερις εκκλησίες, υπήρχε σταθμός της Χωροφυλακής, ενώ ο πληθυσμός του ανερχόταν, περίπου, στα 1.500 άτομα. Λόγω της γεωγραφικής του θέσης αποτελούσε σημείο αναφοράς μιας πληθώρας όμορων, μικρότερων σ’ έκταση, χωριών και περιφερειακών οικισμών. Τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά του Καταρράκτη, μαζί με το γεγονός ότι οι Γερμανοί γνώριζαν πως στα μέρη σας υπήρχε ένοπλο τμήμα της Αντίστασης -που μάλιστα υποστηριζόταν από δικές του αποθήκες τροφίμων, ιματισμού και πυρομαχικών- πιθανότατα αποτέλεσαν τους, προσχηματικούς βεβαίως, λόγους για τους οποίους οι βάρβαροι κατακτητές αποφάσισαν μια τέτοια αποτρόπαιη επιχείρηση.
Β. Ειδικότερα, το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του ’43 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής οργάνωσαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Τζουμέρκων εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων Αντίστασης. Την ευθύνη για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων αυτών ανέλαβε η ορεινή γερμανική μεραρχία, γνωστή ως «Εντελβάις» και περιβόητη για την σκληρότητα -σε βαθμό βαρβαρότητας- με την οποία εκτελούσε τις επιχειρήσεις της, ενισχυμένη και από τις λοιπές δυνάμεις κατοχής Άρτας και Τρικάλων.
1. Την 22α Οκτωβρίου οι δυνάμεις της μεραρχίας αυτής συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της γέφυρας Μπαλντούμα, και από το πρωί της ημέρας εκείνης ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις προς δύο, κυρίως, κατευθύνσεις. Η μία προς Μέτσοβο-Καλαμπάκα (βορειοανατολικά Τζουμέρκα) και η άλλη προς Πράμαντα-Άγναντα-Καταρράκτη- Βουλγαρέλι (νοτιοδυτικά Τζουμέρκα).
2. Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου οι Γερμανοί έφτασαν στην Άγναντα, την οποία οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει χωρίς καμία αντίσταση. Αντίστοιχα είχαν πράξει και οι κάτοικοι όλων των χωριών της περιοχής, βρίσκοντας καταφύγιο στις δασωμένες ρεματιές και στις σπηλιές των βουνών γύρω από το Χωριό.
3. Το πρωί της 26ης Οκτωβρίου οι ναζί κινήθηκαν από την Άγναντα προς τον Καταρράκτη από δύο κατευθύνσεις, με σκοπό να κυκλώσουν το Χωριό για να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής των κατοίκων του. Η περιοχή κυκλώθηκε τόσο από την κατεύθυνση Σγάρα-Μηλιά όσο και από την κατεύθυνση Σταυρός-Ράχες. Το πρώτο απόσπασμα, στην πορεία του προς τον Καταρράκτη, έκαψε αρκετά σπίτια στον οικισμό Σγάρα και συνέχισε προς την Μηλιά, όπου κατέστρεψε τα περισσότερα σπίτια και εκτέλεσε έναν αθώο κάτοικο, ο οποίος δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε ν’ απομακρυνθεί.
4. Γύρω στο μεσημέρι το ως άνω απόσπασμα ενώθηκε με άλλο, το οποίο προερχόταν από τις Απιδιές. Οι διευρυμένες πια ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, χωρίς ν’ αντιμετωπίσουν καμία αντίσταση, συνέχισαν την πορεία τους προς τον Καταρράκτη. Φθάνοντας στο Χωριό έκαψαν το σύνολο, σχεδόν, των κτισμάτων του, ήτοι σπίτια, εκκλησίες, μέχρι και αποθήκες. Δολοφόνησαν εν ψυχρώ εννέα συγχωριανούς σας, οι οποίοι βρέθηκαν στο διάβα τους. Μάλιστα ο ένας εξ αυτών κάηκε ζωντανός από την φωτιά που έβαλαν τα γερμανικά αποσπάσματα στο σπίτι του.
5. Κατά το χάραμα της 27ης Οκτωβρίου οι συγχωριανοί σας έτρεφαν την ελπίδα να έχουν φύγει οι Γερμανοί -όπως και από τα άλλα Χωριά πριν από το δικό σας- οπότε θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή σε ό,τι είχε απομείνει από αυτά. Δυστυχώς, το πρώτο φως της ημέρας διέψευσε τις ελπίδες τους. Στο Χωριό η φωτιά συνέχιζε να καίει κατά εστίες ό,τι είχε απομείνει. Τούτο συνέβαινε διότι καιγόταν και η Κρυοπηγή έως τους Καταρράκτες. Το Ξηροβούνι είχε χαθεί από τον ορίζοντα. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική.
6. Αξίζει να μνημονευθούν στο σημείο αυτό τα ονόματα των 16 άμαχων συμπατριωτών σας, οι οποίοι έπεσαν θύματα της βίας και της παράνοιας που χαρακτήριζε τους ναζί επιδρομείς, προκειμένου ν’ αποτίσουμε τον επιβαλλόμενο φόρο τιμής στην Ιερή Μνήμη τους: Γραβιά Κυριακούλα, Καινούργιος Ηλίας, Καινούργιος Βασίλειος, Καινούργιος Δημήτριος, Καινούργιου Παρασκευή, Καινούργιου Ελένη, Λούτας Δημήτριος, Μάντζαρης Γεώργιος, Μαυράκη Ελένη, Μπαρώνου Μαρία, Μπίκας Κωνσταντίνος, Πανούτσος Αθανάσιος, Τασούλας Παναγιώτης, Τέλωνα Αικατερίνη, Τζουμάκας Ιωάννης και Χασιώτης Χρήστος. Ωστόσο, η έως τώρα έρευνα έχει καταγράψει συνολικά δύο επιπλέον νεκρούς. Έναν αντάρτη από την Κέρκυρα, άγνωστων λοιπών στοιχείων και έναν στρατιώτη από τα Χανιά, του οποίου ξέρουμε μόνο το μικρό όνομα, Μιχαήλ.
ΙΙ. Οι απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Τιμώντας την Ιερή Μνήμη των τραγικών Θυμάτων του Μαρτυρικού Τόπου σας διαπιστώνουμε, για πολλοστή φορά, ότι για εμάς, τους Έλληνες, η Ελευθερία αποτελεί υπαρξιακή αρχή και, άρα, τρόπο ζωής. Αυτή την αλήθεια οφείλουν να την γνωρίζουν όλοι. Η πίστη σε τέτοιες αξίες, σε τέτοια πανανθρώπινα ιδανικά, χαρακτηρίζει διαχρονικώς και την διεθνή συμπεριφορά της Πατρίδας μας.
Τούτο συνεπάγεται και ότι εμείς, οι Έλληνες, είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε αποτελεσματικά τα σύνορα και το έδαφος της Πατρίδας μας, που αποτελούν επίσης σύνορα και έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο θα το πράττουμε πάντοτε υπό όρους αρραγούς ενότητας, δοθέντος ότι η Ιστορία μας έχει διδάξει πως τα μεγάλα και σημαντικά -και ιδίως τους Εθνικούς μας Στόχους- τους επιτυγχάνουμε ενωμένοι. Ενώ η διχόνοια και ο διχασμός μας στοίχισαν ακριβά, ακόμη δε και τμήματα του Εθνικού μας Κορμού. Τέτοια τραγικά λάθη δεν είναι νοητό να τα επαναλάβουμε.
Και δεν θα τα επαναλάβουμε. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο Ιερής Μνήμης -και μακριά από κάθε λογική αντεκδίκησης, που είναι παντελώς ξένη σ’ εμάς, τους Έλληνες- εντάσσουμε και τις έναντι της Γερμανίας νόμιμες αξιώσεις μας για το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις της ναζιστικής θηριωδίας.
Α. Συνιστά πλέον κοινή πεποίθηση το ότι είναι η ίδια η έννοια της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας η οποία θεμελιώνει, στο ακέραιο, τις αξιώσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και ως προς τις εν γένει αποζημιώσεις για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας. Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη της Ιστορίας, προκειμένου το μήνυμα «Δεν ξεχνάμε, Ποτέ ξανά» να καταστεί πράξη, απαιτεί από τους θύτες να ολοκληρώσουν την «συγγνώμη» τους αποδίδοντας και στην Ελλάδα αυτό που δικαιωματικώς της ανήκει. Πράγμα που σημαίνει πως αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εννοεί και αναγνωρίζει πλήρως τις ευθύνες της για το ναζιστικό παρελθόν της οφείλει, αμέσως, να πράξει έναντι της Ελλάδας εκείνο, το οποίο επιβάλλει τόσον η ιστορική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Πολιτισμός, ιδίως δε ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός.
Β. Και επ’ αυτού υπενθυμίζω τις βασικές μας θέσεις -που είναι και Εθνικές μας Θέσεις, αφότου συντελέσθηκαν τα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας κατά της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού- ως προς τις ως άνω αξιώσεις μας. Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική έποψη, θέματα. Ήτοι:
1. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της εγκάθετης κατοχικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για «ενοχή εκ συμβάσεως». Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.
α) Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς την δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
β) Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της έως σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσον η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.
2. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
α) Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στην Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.
α1) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας έως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων που νίκησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος lato sensu «αναβλητικής αίρεσης» σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το Διεθνές Δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
α2) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία, νομικώς, πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
α3) Γίνεται δε σήμερα, γενικώς και επισήμως, δεκτό –de facto δε το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» το οποίο προέβλεπε, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τ’ ανωτέρω, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
α4) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως «παθόντα» από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
β) Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις έως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
β1) Κατά τις διατάξεις αυτές: «Ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στην Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου. Ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας.
β2) Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, το 1946. Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης -επισήμως, το 1965- ο τότε Καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
Γ. Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες.
1. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου.
2. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, μη διαπραγματεύσιμη. Πολλώ μάλλον όταν ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag). Η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων της Ελλάδας.
Και, αφετέρου, προτρέπει –και μάλιστα «expressis verbis»- την γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί σχετική προσφυγή της Ελλάδας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και κατά τούτο μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum για την οριστική επίλυση της εν προκειμένω διαφοράς, ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας σχετικά με το κατοχικό δάνειο και με τις εν γένει αποζημιώσεις.
Επίλογος
Η κατά τα προεκτεθέντα άρνηση της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με το ν’ αγνοεί όλα τα κατά τ’ ανωτέρω
-πλήρως τεκμηριωμένα- νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση και προς την Ευρωπαϊκή αλλά και προς την Διεθνή Νομιμότητα. Επιπλέον, η ως άνω άρνηση είναι άκρως αντιφατική και υποκριτική, αφού δεν είναι νοητό και αποδεκτό, από πλευράς συνεπούς διεθνούς συμπεριφοράς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από την μια πλευρά να επιχειρεί, σε πολλές περιπτώσεις, να «παραδώσει μαθήματα» σεβασμού, εκ μέρους άλλων Κρατών, της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας.
Και, από την άλλη, ν’ αρνείται την συμμόρφωσή της προς αυτές, όταν μάλιστα πρόκειται για θύματα και ζημίες προερχόμενες από το εφιαλτικό ναζιστικό της παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο άλλωστε η ίδια έχει, δημοσίως και διεθνώς, καταδικάσει και αποκηρύξει με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι βέβαιο ότι με μια τέτοια συμπεριφορά η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποσκάπτει, «εκ των έσω», την αξιοπιστία της και το κύρος της, σ’ Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο.
Όπως είναι λοιπόν αυτονόητο η Ελλάδα δεν αποδέχεται, ούτε πρόκειται ν’ αποδεχθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την άρνηση αυτή. Πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της.»