Γραμμένα στα γαλλικά και ξαναγραμμένα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά, τα βιβλία του Αλεξάκη, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, κινούνται μεταξύ Ελλάδας, Ευρώπης και Αφρικής, διακρίνονται για το ευγενικό, αν και κάποτε καυστικό τους χιούμορ και στρέφονται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: τα πάθη του έρωτα, τη λατρεία της γλώσσας και τη διάσπαρτη κοινωνική καθημερινότητα. Στους άξονες αυτούς παρεισδύει πάντοτε ένα έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο, που μετατρέπει τον συγγραφέα και τις διάφορες φάσεις της ζωής του σε πρωταγωνιστικούς παράγοντες της δράσης: από την παιδική ηλικία στην Ελλάδα και τη δισυπόστατη ελληνογαλλική ταυτότητα μέχρι τα τερτίπια του συγγραφικού επαγγέλματος και τη σχέση με τη μητέρα.
Ο έρωτας στην πεζογραφία του Αλεξάκη μπορεί να είναι πολλά ταυτοχρόνως πράγματα: αγάπη, ζήλεια, απιστία και ανεκπλήρωτο όνειρο, βαθύς συναισθηματικός δεσμός και σκληρός χωρισμός με οξύ πόνο, αλλά και χαρά υψηλής πτήσης και ανεξέλεγκτο πάθος. Και μπορεί ο έρωτας να είναι επιπροσθέτως αλέγρος και ταξιδιάρης, αλλά και να αναμετριέται κάθε τόσο με το άγχος του θανάτου ή να επιστρέφει (προκειμένου να βρει ένα σταθερό αντίβαρο) στις λυτρωτικές μνήμες των παιδικών χρόνων.
Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη κατά κανόνα αφήγηση, και υιοθετώντας φανερά κινηματογραφικούς ρυθμούς (δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημά του «Τάλγκο» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984, με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας», από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο), ο Αλεξάκης θα βάλει δίπλα στις περιπέτειες του έρωτα και την άλλη μεγάλη του έγνοια, τη γλώσσα. Σε ένα πρώτο επίπεδο τον απασχολεί η ελληνική γλώσσα στη σχέση της με τα γαλλικά, τη γλώσσα η οποία τον διαμόρφωσε ως συγγραφέα. Τον απασχολεί, όμως, και η γλώσσα σε γενικότερο φάσμα: από τη λειτουργία της ως αυτοδύναμου γραμματικού, συντακτικού και φωνολογικού συνόλου μέχρι τις ειδικές μορφές που παίρνει μέσα στα εκφραστικά συστήματα του έρωτα, της τέχνης, της πολιτικής εξουσίας και της καθημερινής συμβίωσης. Η γλώσσα, ωστόσο, απασχολεί τον Αλεξάκη κι αλλιώς: όταν αναζητεί τις υπαρξιακές της ρίζες, όταν προσπαθεί να ικανοποιήσει την ανάγκη της για μυθοπλασία ή όταν επιστρέφει στις πρωτογενείς της βάσεις.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή το βιβλίο του «Ο μικρός Έλληνας», ο Αλεξάκης παρατηρούσε για τη σχέση του με τη γλώσσα: «Αναγκάστηκα σε όλη τη συγγραφική μου πορεία να χρησιμοποιήσω δύο γλώσσες με την επίγνωση ότι κάθε αντικείμενο είχε για μένα δύο ονόματα. Σκεφτείτε, όμως, και κάτι άλλο: το πόσες γλώσσες υπάρχουν και πόσο διαφορετικά ονοματίζουν - για τη λέξη "άλογο", φέρ’ ειπείν, υπάρχουν 6.000 ονόματα. Μιλάμε για την απόλυτη αυθαιρεσία, όχι γι’ αυτό που έλεγε ο Πλάτων - ότι οι λέξεις συσχετίζονται με τα πράγματα. Κακά τα ψέματα: οι γλώσσες μάς μαθαίνουν να είμαστε μετριόφρονες και να αποβάλλουμε το οποιοδήποτε εθνικιστικό αίσθημα. Ήδη στα αρχαία ελληνικά θα ανακαλύψουμε άπειρες λέξεις αδιάγνωστης προέλευσης, λέξεις που προέρχονται από τους Πελασγούς και από πεθαμένες γλώσσες. Οι γλώσσες έχουν διαμορφωθεί, και συνεχίζουν να διαμορφώνονται, από τον αναμεταξύ τους διάλογο και από τον συνεχή αλληλοδανεισμό. Κάτι το οποίο δύο τουλάχιστον φορές στην ιστορία τους προσπάθησαν επί ματαίω να αρνηθούν οι Γάλλοι: στα χρόνια μας, εξοβελίζοντας ως απειλητικό φάντασμα τα αγγλικά, και στην Αναγέννηση ισχυριζόμενοι ότι τα γαλλικά ήταν σημαντικότερη γλώσσα από τα ιταλικά επειδή εμπεριείχαν περισσότερες ...ελληνικές λέξεις. Για να επανέλθω, οι γλώσσες έχουν από τη φύση τους μια ροπή προς το ταξίδι σε άγνωστους τόπους, αλλά και μια περιέργεια για το μακρινό και το ξένο. Ο ίδιος είχα ανέκαθεν την έμμονη ιδέα να μη χάσω την επαφή με την ελληνική γλώσσα. Όταν έγραψα το ‘’Τάλγκο’’ (το πρώτο βιβλίο που έγραψα και στα ελληνικά) μού έγινε απολύτως κατανοητό πως η γαλλική γλώσσα δεν με υποχρέωσε ποτέ να πω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα να πω. Χρειάστηκαν, όμως, αγώνες για πετύχω να μείνω φανατικός Έλληνας. Έγραφα συνεχώς στα γαλλικά αφού εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, παντρεύτηκα Γαλλίδα και με έθλιβε επί σειρά ετών η εικόνα της σκεπασμένης και αχρησιμοποίητης ελληνικής γραφομηχανής μπροστά στα μάτια μου. Δεν ζήτησα ποτέ τη γαλλική υπηκοότητα και ο αγώνας για τα ελληνικά είχε οπωσδήποτε κάποιο κόστος».
Η κοινωνική σκόπευση του Αλεξάκη μοιάζει ορισμένες φορές πολύ συμπαγής και εστιασμένη, όπως όταν ανατέμνει, μονίμως σε ιλαρούς τόνους, τις ισχυρές ταξικές αντιθέσεις της σύγχρονης Ευρώπης ή όταν τα βάζει με την προσήλωση της Ελλάδας στον βυζαντινισμό και την ορθοδοξία, ως τυπικός γάλλος κοσμικός ή ως αντικληρικαλικός υπερασπιστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά οι καθημερινές του εικόνες υποδεικνύουν, είτε για την Ελλάδα μιλάμε είτε για τη Γαλλία, μια κοινωνία που κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανάμεσα στο τίποτε και στο μόλις και κάτι. Το καθημερινό και το ασήμαντο θέλουν να υποδείξουν εν προκειμένω έναν παράταιρο κοινωνικό βηματισμό, που αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ατομικής ύπαρξης ενόσω αγωνίζεται να εξοικειωθεί με το μεγαλοπρεπές κενό της. Όσο για το χιούμορ του, ο Αλεξάκης αστειεύεται χωρίς να παρωδεί και αποκαθηλώνει χωρίς να εμπαίζει. Η ειρωνεία του δεν είναι ούτε η ειρωνεία της ηθικής της σάτιρας ούτε η γεμάτη αυτοπεποίθηση ειρωνεία του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού. Μακριά από ευφυολογήματα και ναρκισσιστικές ατάκες, το κωμικό θα αποκτήσει στον Αλεξάκη και μια σαφώς καταθλιπτική όψη, όπου η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων θα συναντηθεί με την ήττα που θα υποστεί η λογική από την παραδοξότητα. Παρόλα αυτά, τα πρόσωπα του Αλεξάκη θα μείνουν μακριά από το οποιοδήποτε δράμα και θα πορευτούν ως ήρωες μιας εκ συστάσεως ελαττωματικής πραγματικότητας χωρίς να αποβάλουν ούτε μία στιγμή το ευφρόσυνο πνεύμα τους.
ΑΠΕ - ΜΠΕ