Συζητώντας με το έργο φιλοσόφων, ιστορικών, μυθιστοριογράφων και θεατρικών συγγραφέων της γενιάς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή και της μεταπολεμικής περιόδου, ο Ζουμπουλάκης ανιχνεύει και εντοπίζει την προσήλωσή τους στις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας βασισμένος στο χριστιανικό μήνυμα της αγάπης και στο βάρος της ηθικής του επιταγής για ανθρώπινη αλληλεγγύη. Το βιβλίο αποτελεί στην πραγματικότητα ένα είδος σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας, όντας, εννοείται, απαλλαγμένο από οιοδήποτε στενά πολιτικό (και ακόμα λιγότερο κομματικό) πνεύμα, με μοναδικό οδηγό του το κριτήριο για μια πολιτική βούληση μακριά από τον αυταρχισμό, από τις διάφορες μορφές ολοκληρωτικής σκέψης και, το κυριότερο, από τo ανατριχιαστικό παρελθόν του ναζιστικού εγκλήματος. Όλα αυτά, συν την πίστη στο αδιάβλητο του κοινοβουλευτισμού και της πολυκομματικής εκπροσώπησης, συνιστούν για τον Ζουμπουλάκη την ηθική κορωνίδα της πολιτικής πράξης.
Αφού υπενθυμίσει πως ο χριστιανισμός είναι κατά πολύ αρχαιότερος της δημοκρατίας, πλην της αρχαιοελληνικής της φάσης, ο Ζουμπουλάκης μάς προτρέπει να αποφύγουμε ανιστορικές κρίσεις για τους χριστιανούς που δεν έζησαν στα δημοκρατικά χρόνια του καιρού μας και μιλώντας για τον Ζακ Μαριταίν (1882-1973), που υπήρξε συνεργάτης της φιλομοναρχικής Action Francaise, και στράφηκε εναντίον του εθνικισμού της μόνο όταν την καταδίκασε ο Πάπας, δεν παραλείπει να τονίσει τις κατοπινές θέσεις του υπέρ της δημοκρατίας, ακόμα και αν κατανοούσε τη δημοκρατία επί της βάσει του πρωτείου του Θεού και της Εκκλησίας, σε μια εποχή κρίσης και υποχώρησης του χριστιανισμού. Γράφοντας για τη Σιμόν Βέιλ (1909-1943), που αφιερώθηκε, όσο πρόλαβε, στον αγώνα κατά του ναζισμού, ο συγγραφέας δείχνει με ποιον τρόπο η αναρχοσυνδικαλιστική της συνείδηση και ο μυστικές της πεποιθήσεις την κράτησαν μακριά από τον περσοναλισμό και τις θεωρίες περί προσώπου. Κι αυτό όχι γιατί η έννοια του προσώπου δεν είναι ουσιώδης για τη Βέιλ (όπως και σε όλους τους μυστικούς), αλλά επειδή τα πρόσωπα δεν μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση όταν δυστυχούν κοινωνικά και ξεριζώνονται από τον εαυτό τους ενώ την πραγματική δυστυχία γινόμαστε ικανοί να τη νιώσουμε μόνο όταν την έχουμε γνωρίσει από πρώτο χέρι.
Εν συνεχεία ο Ζουμπουλάκης θα μιλήσει για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ (1875-1965) και για τη διακηρυγμένη αγάπη του όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα, καθώς και για τον Πωλ Ρικαίρ (1913-2005), που διάβασε τη Βίβλο ως πηγή αναφοράς προς την αναγνωστική της κοινότητα, εντάσσοντας τον νοηματικό της πυρήνα στον δικό μας ιστορικό χρόνο - χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου θα κυριαρχήσει ο ζωντανός και αναστημένος Θεός.
Ο Ζουμπουλάκης προχωρεί με τον Χανς Γιόνας (1903-1993), εξηγώντας τη συστράτευσή του με τις δυνάμεις των Συμμάχων στο κοινό μέτωπο χριστιανών και εβραίων κατά του Χίτλερ, με την Έττυ Χίλλεσουμ (1914-1943), αναδεικνύοντας την πίστη της στον Θεό, την αυτοθυσία και τη μαρτυρική της παράδοση στα χέρια των ναζί, και με τον Σαούλ Φρηντλαίντερ (1932), για τον οποίο το ανίερο έγκλημα του Ολοκαυτώματος πηγαίνει πέρα (ή μάλλον πριν) από τον διάλογο των ιστορικών για τη ναζιστική Γερμανία στο επίπεδο του δημόσιου βίου και της καθημερινής ζωής.
Ο συγγραφέας θα επιτρέψει στην πολιτική πράξη της δημοκρατίας με τον Τζορτζ Όργουελ (1903-1950) και τα δοκίμιά του υπέρ της ελευθερίας και κατά του ολκληρωτισμού, σημειώνοντας πως δεν αποκήρυξε τον Κίπλινγκ για τον ρατσισμό του και τον Πάουντ για τις φασιστικές του ιδέες – κι αυτό μόνο και μόνο γιατί ήταν σπουδαίοι συγγραφείς και επειδή το έργο του σημαντικού συγγραφέα δεν θα πρέπει να αμαυρώνεται λόγω των πολιτικών ολισθημάτων του. Αναφέρεται επίσης ο Ζουμπουλάκης στον Τόνυ Τζαντ (1948-2010) και στην ιστορία των σιδηροδρόμων ως έκφραση της συγκέντρωσης της προσοχής του στις αρχές του κοινωνικού κράτους ή στη σημασία της συλλογικής ευθύνης και στον Βάτσλαβ Χάβελ (1936-2011) ως πρόεδρο πρώτα της Τσεχοσλοβακίας και κατόπιν της Τσεχίας: ένας αντιφρονών συγγραφέας, που αντιτάχθηκε στον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο του Μίλαν Κούντερα (δεν πίστεψε ποτέ ο Χάβελ σε μια τέτοια ψευδαίσθηση), παραμένοντας από την αρχή μέχρι και το τέλος υποστηρικτής της πολυκομματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, Σημειωτέον πως από μια άλλη άποψη, ο Χάβελ ήταν εξόριστος της συγγραφικής του τέχνης, καθώς δεν είδε να ανθίζει και να εξαπλώνεται η καλλιτεχνική του δόξα όσο η τεράστια πολιτική του, εσωτερική και διεθνής, φήμη.
Πιστός χριστιανός, αντιδογματικός στοχαστής, με μεγάλο εύρος πολιτικής, θεολογικής, φιλοσοφικής, ιστορικής και λογοτεχνικής παιδείας, ο Ζουμπουλάκης ταξιδεύει στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στα επιτεύγματα των δεκαετιών οι οποίες τον διαδέχθηκαν, οργανώνοντας στο βιβλίο του μια σειρά μαθημάτων για τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, δίχως έστω και το παραμικρό ίχνος καθοδήγησης και διδακτισμού. Κι αυτό σημαίνει, βεβαίως, πολλά.
ΑΠΕ