Αυτό προκύπτει από μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα, την πρώτη του είδους της στον κόσμο, η οποία έγινε στο σώμα 14 αστροναυτών και έδειξε ότι αυτοί είχαν χάσει 54% περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια σε σχέση με τις φυσιολογικές αναμενόμενες κυτταρικές απώλειες τους, αν δεν είχαν ταξιδέψει στο διάστημα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γκι Τριντέλ του καναδικού Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου της Οτάβα, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Nature Medicine", ανέφεραν ότι "η διαστημική αναιμία είχε συστηματικά διαπιστωθεί, όταν οι αστροναύτες επέστρεφαν στη Γη από τις πρώτες διαστημικές αποστολές τους, αλλά μέχρι σήμερα δεν ξέραμε γιατί συνέβαινε. Η μελέτη μας δείχνει ότι από τη στιγμή που οι αστροναύτες φτάνουν στο διάστημα, καταστρέφονται περισσότερα ερυθροκύτταρα τους και αυτό συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της αποστολής τους".
Πριν από αυτή τη μελέτη, πιστευόταν ότι η διαστημική αναιμία ήταν απλώς μια ταχεία προσαρμογή στην μετατόπιση των υγρών στο πάνω μέρος του σώματος των αστροναυτών, όταν έφταναν στο διάστημα. Οι αστροναύτες χάνουν με αυτόν τον τρόπο το 10% των υγρών μέσα στα αιμοφόρα αγγεία τους. Οι επιστήμονες νόμιζαν ότι στο σώμα των αστροναυτών καταστρεφόταν γρήγορα ένα αντίστοιχο 10% από τα ερυθρά αιμοσφαίρια τους (αιμόλυση) προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία των υγρών, κάτι που εκτιμάται ότι συμβαίνει μετά από 10-15 μέρες.
Όμως η νέα έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από την Καναδική Υπηρεσία Διαστήματος, βρήκε ότι η καταστροφή των ερυθροκυττάρων - τα οποία μεταφέρουν οξυγόνο από τους πνεύμονες σε όλο το σώμα παίζοντας έτσι ζωτικό ρόλο - δεν προκαλείται από την ανισορροπία των υγρών στον οργανισμό, αλλά αποτελεί πρωταρχική συνέπεια του ίδιου του γεγονότος ότι το σώμα ξαφνικά βρίσκεται στο διάστημα. Αυτό επιβεβαιώθηκε, επειδή παρακολουθήθηκε και μετρήθηκε η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε 14 αστροναύτες στη διάρκεια όλης της εξάμηνης παραμονής τους στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.
Στη Γη το ανθρώπινο σώμα δημιουργεί και καταστρέφει σχεδόν δύο εκατομμύρια ερυθρά αιμοσφαίρια κάθε δευτερόλεπτο, αλλά στο διάστημα ο ρυθμός καταστροφής αυξάνεται σε περίπου τρία εκατομμύρια ανά δευτερόλεπτο (αύξηση κατά 54%). Το ίδιο συμβαίνει τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες αστροναύτες, που νιώθουν εξίσου πιο αδύναμοι και κουρασμένοι λόγω της διαστημικής αναιμίας.
"Ευτυχώς η ύπαρξη λιγότερων ερυθρών αιμοσφαιρίων στο διάστημα δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν το σώμα βιώνει την έλλειψη βαρύτητας. Όταν όμως επιστρέφει στη Γη ή στο μέλλον πιθανώς θα προσεδαφιστεί σε άλλους πλανήτες ή δορυφόρους, η αναιμία θα επηρεάζει την ενέργεια, την αντοχή και τη δύναμη των αστροναυτών, κάτι που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους μιας αποστολής. Οι συνέπειες της αναιμίας γίνονται αισθητές μόνο όταν κανείς προσεδαφίζεται και πρέπει να αντιμετωπίσει ξανά τη βαρύτητα", δήλωσε ο δρ Τριντέλ. Όπως είπε, η διαστημική αναιμία θυμίζει την κατάσταση των ασθενών που έμειναν για καιρό σε ΜΕΘ λόγω Covid-19 ή άλλης αρρώστιας.
Η μελέτη MARROW των 14 αστροναυτών έδειξε ότι η διαστημική αναιμία είναι μεν αναστρέψιμη, αλλά στη Γη χρειάζονται τρεις έως τέσσερις μήνες για να επιστρέψουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια σταδιακά προς τα φυσιολογικά επίπεδα τους. Αλλά και πάλι, διαπιστώθηκε ότι ένα έτος μετά την επιστροφή στη Γη (χρονικό διάστημα ανησυχητικά μεγάλο για έναν αστροναύτη σε άλλο πλανήτη), η καταστροφή των ερυθρών κυττάρων των αστροναυτών παρέμενε 30% πάνω από τα επίπεδα προτού πάνε στο διάστημα. Διαπιστώθηκε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η παραμονή στο διάστημα, τόσο χειρότερη είναι η διαστημική αναιμία, κάτι που αφορά ιδίως τις μελλοντικές αποστολές στη Σελήνη και, ακόμη περισσότερο, στον 'Αρη, ένα ταξίδι στον οποίο μετ' επιστροφής θα διαρκεί τουλάχιστον δύο χρόνια.
Η επίπτωση των νέων ευρημάτων αφορά και τους μελλοντικούς διαστημικούς τουρίστες, ιδίως αν πάσχουν από αναιμία ή άλλες παθήσεις του αίματος. Τόσο γι' αυτούς, όσο και για τους αστροναύτες θα απαιτηθεί ειδική διατροφή, με περισσότερο σίδηρο και πιο πολλές θερμίδες, για να αυξηθεί η παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων τους τόσο κατά το διαστημικό ταξίδι, όσο και μετά από αυτό. Από την άλλη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, παραμένει άγνωστο για πόσο καιρό το σώμα μπορεί να υφίσταται αυτή την ταχύτερη καταστροφή και παραγωγή των αιμοσφαιρίων στο αίμα, προκειμένου να αυτο-επιδιορθωθεί.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41591-021-01637-7
AΠΕ