Οι ερευνητές παρακολούθησαν για διάστημα περίπου έντεκα χρόνων 30.239 άτομα ηλικίας 45 ετών και άνω. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με το τι έτρωγαν και έπιναν και οι ερευνητές προσδιόρισαν πόσα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα κατανάλωναν υπολογίζοντας τα γραμμάρια ανά ημέρα για να δημιουργήσουν ένα ποσοστό της ημερήσιας διατροφής τους. Το ποσοστό αυτό υπολογίστηκε σε τέσσερις ομάδες τροφίμων, που κυμαίνονταν από τα λιγότερο επεξεργασμένα τρόφιμα ως τα πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα.
Από το σύνολο των συμμετεχόντων οι ερευνητές εξέτασαν 14.175 συμμετέχοντες για γνωστική παρακμή και 20.243 συμμετέχοντες για εγκεφαλικό επεισόδιο. Και οι δύο ομάδες δεν είχαν ιστορικό αυτών των ασθενειών. Μέχρι το τέλος της μελέτης, 768 άτομα διαγνώστηκαν με γνωστική εξασθένηση και 1.108 είχαν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όπως διαπιστώθηκε, η αύξηση κατά 10% στην ποσότητα των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων που καταναλώνονταν σχετιζόταν με 16% υψηλότερο κίνδυνο γνωστικής διαταραχής, ενώ η κατανάλωση περισσότερων μη επεξεργασμένων ή ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων συνδεόταν με 12% χαμηλότερο κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης.
Επιπλέον, η μεγαλύτερη πρόσληψη εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων συνδεόταν με 8% αύξηση του κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ η μεγαλύτερη πρόσληψη μη επεξεργασμένων ή ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων συνδεόταν με 9% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η κατανάλωση υπερεπεξεργασμένων τροφίμων προκαλεί προβλήματα μνήμης και σκέψης ή εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά δείχνει μια συσχέτιση. «Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιωθούν αυτά τα αποτελέσματα και να κατανοήσουμε καλύτερα ποια συστατικά τροφίμων ή επεξεργασίας συμβάλλουν περισσότερο σε αυτές τις επιδράσεις», εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, νευρολόγος του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, Τέιλορ Κίμπερλι.
ΑΠΕ