Μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια 90% εάν ένα άτομο με προβλήματα μνήμης πάσχει από Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με σουηδική μελέτη. Η νέα εξέταση αίματος προσδιορίζει εάν η απώλεια μνήμης οφείλεται στη νόσο Αλτσχάιμερ.
«Οι γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης διέγνωσαν την νόσο στο 61% των περιπτώσεων, ενώ οι νευρολόγοι και άλλοι ειδικοί στο 73% των περιπτώσεων», δήλωσε ο Σεμπάστιαν Πάλμκβιστ, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία.
«Αυτό υπογραμμίζει την έλλειψη καλών, οικονομικά αποδοτικών διαγνωστικών εργαλείων, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, και υποδεικνύει την πιθανή βελτίωση στη διάγνωση με την υιοθέτηση αυτής της εξέτασης αίματος σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης» σημείωσε.
Πολυάριθμες μελέτες που διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια έχουν υπογραμμίσει τον πιθανό ρόλο των μετρήσεων των πρωτεϊνών του πλάσματος στη διάγνωση της νόσου και συγκεκριμένα των συγκριτικών αναλογιών των «φυσιολογικών» και των ανώμαλων μορφών βήτα-αμυλοειδούς και ταυ.
Για να επιβεβαιώσουν την αξιοπιστία της εξέτασης αίματος, οι ερευνητές στρατολόγησαν 1.213 άτομα με μέση ηλικία 74 ετών, τα οποία είχαν υποβληθεί σε γνωστικές αξιολογήσεις τόσο σε πρωτοβάθμια περίθαλψη όσο και σε εξειδικευμένες κλινικές στη Σουηδία, μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Ιανουαρίου 2024. Περίπου τα 2/3 των ασθενών είχαν διαγνωστεί με υποκειμενική γνωστική έκπτωση ή ήπια γνωστική εξασθένηση, ενώ το υπόλοιπο 1/3 είχε ήδη διαγνωστεί με άνοια. Εκτός από την εξέταση αίματος, οι περισσότεροι ασθενείς υποβλήθηκαν και σε οσφυονωτιαία παρακέντηση. Ορισμένοι, υποβληθηκαν σε σάρωση PET με ραδιονουκλεΐδια προκειμένου να αξιολογηθούν οι μη φυσιολογικές συσσωματώσεις πρωτεϊνών στον εγκέφαλό τους. Και οι δύο μορφές αξιολόγησης προέβλεψαν την νόσο στο 90% των περιπτώσεων.
«Η εξέταση είναι ήδη διαθέσιμη στις ΗΠΑ και μπορεί σύντομα να εγκριθεί για χρήση και σε άλλες χώρες», δήλωσε ο ανώτερος ερευνητής Όσκαρ Χάνσον, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο Lund.
«Αρχικά, θα χρησιμοποιηθεί κυρίως σε εξειδικευμένες κλινικές μνήμης και μπορεί να χρειαστούν περίπου ένα έως δύο χρόνια για να εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές και η εκπαίδευση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη» πρόσθεσε. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA.
Πηγή: ertnews.gr