Τελικά ο φάκελος απομακρύνθηκε λίγο μετά τις 8 το βράδυ από άνδρες της ΕΜΑΚ Πατρών που εισήλθαν στο κατάστημα φορώντας ειδικές στολές και λαμβάνοντας μέτρα προστασίας. Οι ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να παραμείνουν όλες αυτές τις ώρες μέσα στο κατάστημα και βγήκαν μόνο αφού απομακρύνθηκε ο φάκελος.
Η όλη υπόθεση ξεκίνησε όταν ο ταχυδρόμος μοίρασε την αλληλογραφία. Ο συγκεκριμένος φάκελος, που δεν είχε όνομα αποστολέα και έγραφε τη διεύθυνση του κοσμηματοπωλείου και το όνομα του ιδιοκτήτη, είχε ημερομηνία αποστολής 24 Ιουνίου και γραμματόσημο εσωτερικού, χωρίς όμως να φαίνεται ευκρινώς η σφραγίδα του ταχυδρομείου απ’ όπου είχε σταλεί.
Αρχικά ο φάκελος παραδόθηκε σε άλλη επιχείρηση, ένα πρατήριο υγρών καυσίμων, με το οποίο υπάρχει συνωνυμία και βρίσκεται στον κάθετο δρόμο της 25ης Μαρτίου. Ο αρχικός παραλήπτης, βλέποντας ότι η διεύθυνση δεν είναι η δική του και με δεδομένο ότι πολλές φορές γινόταν το συγκεκριμένο λάθος, έδωσε το φάκελο στη γυναίκα του να τον πάει στο κοσμηματοπωλείο.
Κάπου εκεί γύρω στις 1.30 το μεσημέρι άρχισε η περιπέτεια και η κινητοποίηση, καθώς όταν στο κοσμηματοπωλείο άνοιξαν το φάκελο, είδαν ότι μέσα υπήρχε δεύτερος φάκελος - και όταν άνοιξαν κι αυτόν είδαν ότι περιείχε μια περίεργη σκόνη, γεγονός που τους ανησύχησε. Ειδοποίησαν την Αστυνομία η οποία έφτασε στο σημείο, και στη συνέχεια κατέφτασε η Πυροσβεστική. Σε συνεννόηση με το ΚΕΕΛΠΝΟ τηρήθηκαν οι σχετικές διαδικασίες, με τους ιδιοκτήτες (πατέρας, μητέρα και γιος) να μένουν αναγκαστικά μέσα στο κατάστημα.
Ο χώρος αποκλείστηκε και αργά το απόγευμα στο σημείο έφτασαν άνδρες της ΕΜΑΚ που με ειδικές στολές μπήκαν στο κατάστημα και απομάκρυναν το φάκελο σφραγίζοντάς τον. Αυτός θα σταλεί στο ΚΕΕΛΠΝΟ προκειμένου να διαπιστωθεί η σύσταση του περιεχομένου του, ενώ οι ιδιοκτήτες, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβαν, μπόρεσαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους με την οδηγία εφόσον παρουσιάσουν οποιοδήποτε σύμπτωμα να μεταβούν αμέσως σε νοσοκομείο.
Με τη λήξη της περιπέτειας, ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος στον οποίο απευθυνόταν ο φάκελος ανέφερε:
«Ηταν περίπου 2 παρά το μεσημέρι, όταν μια κυρία μάς έφερε ένα φάκελο που αντί να έρθει σε εμάς πήγε αλλού. Αποδέκτης ήμουν εγώ. Τον άνοιξα με ένα χαρτοκόπτη και μέσα περιείχε δεύτερο φάκελο. Από περιέργεια ανοίγω και τον δεύτερο φάκελο και βρίσκω μια σκόνη που είχε χρώμα σαν χαλκό, σαν σκουριά. Δεν θορυβήθηκα αλλά αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό, και πρώτο μέλημά μας ήταν να πάρουμε την Αστυνομία τηλέφωνο. Η Αστυνομία μάς είπε να σφραγίσουμε το φάκελο και να μην τον ανοίξει κανείς, και από εκεί και πέρα η υπόθεση πήρε το δρόμο της.
Τώρα το ποιος κακόβουλος ήταν αυτός και πού αποσκοπούσε με αυτό που έκανε, το γνωρίζει μόνο αυτός που το έκανε. Δεν υποψιάζομαι κανέναν, δεν γνωρίζω πώς έγινε, ούτε εχθρούς έχω και ούτε θα έχουμε.
Ανησυχήσαμε στη συνέχεια γιατί δεν ξέραμε τι περιέχει, δεν έχω άλλη τέτοια εμπειρία. Οι ώρες μέσα στο μαγαζί πέρασαν βασανιστικά, όχι επειδή φοβηθήκαμε κάτι, αλλά επειδή ήμαστε εγκλωβισμένοι τόσες ώρες μέχρι να έρθουν οι αρμόδιες υπηρεσίες».
Κ.Μπ.